Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Η αγροτική οικονομία και οι συνέπειες της Κατοχής

(δημοσιεύτηκε στον τόμο Γερμανικές Αποζημιώσεις, στα Ιστορικά της Ελευθεροτυπίας, τον Ιούνιο 2010)

Όταν η Ελλάδα βρέθηκε υπό τον Άξονα ήταν μια αγροτική χώρα. Οι εξαγωγές της αποτελούνταν σε μεγάλο βαθμό από γεωργικά προϊόντα και είχε προχωρήσει αρκετά στην αύξηση της παραγωγής της με στόχο την αυτάρκεια στα σιτηρά της. Η περίοδος της Κατοχής ανέτρεψε την εξέλιξη της αγροτικής οικονομίας της χώρας. Ένα μεγάλο μέρος των καταστροφών από την τετράχρονη Κατοχή εντοπιζόταν στην αγροτική οικονομία. Μεταπολεμικά, το ελληνικό κράτος προσπάθησε να συστηματοποιήσει την καταγραφή των καταστροφών αυτών που υπέστη η χώρα. Για λόγους που θα αναπτύξουμε, η καταγεγραμμένη εικόνα απείχε από την πραγματικότητα διογκώνοντας τις επιπτώσεις της κατοχικής περιόδου. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες ήταν πολύ σοβαρότερες. Στον παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε βασικές αλλαγές που επέφερε η κατοχική περίοδος στην ύπαιθρο, όπως τις ποσοτικές και ποιοτικές μεταβολές της αγροτικής παραγωγής, τη σημασία της διεθνούς βοήθειας στην επαρχία, την προσπάθεια ελέγχου και κατόπιν καταστροφής της εγχώριας παραγωγής από το κατοχικό σύστημα εξουσίας και την αντίσταση που πρόβαλε ο ελληνικός λαός.

Η αγροτική παραγωγή της Κατοχής

Οι επίσημες κρατικές εκτιμήσεις μεταπολεμικά παρουσιάζουν μια διαρκώς συρρικνούμενη παραγωγή από το 1941 και έπειτα. Πολλά όμως είναι τα στοιχεία και οι μαρτυρίες που μας οδηγούν σε αντίθετα συμπεράσματα. Σύμφωνα με τον Γιώργο Μαργαρίτη: «η γεωργική παραγωγή στην Ελλάδα είχε το 1941 έντονες εφεδρείες που όλα μας επιτρέπουν να υποθέσουμε ότι αξιοποίησε από το 1942. Οι αγραναπαύσεις, που σε εποχή έντασης των αναγκών μπορούσαν να ριχθούν στην παραγωγική προσπάθεια, αντιπροσώπευαν το 20% της συνολικής καλλιεργήσιμης έκτασης (6,5 εκατ. στρέμματα σε σύνολο 33,3 εκατομμυρίων). Επιπλέον οι καλλιέργειες σιτηρών ή οσπρίων μπορούσαν να επεκταθούν σε βάρος των βιομηχανικών φυτών, που καταλάμβαναν περισσότερα από 2 εκατομμύρια στρέμματα το 1939, ή σε βάρος των κτηνοτροφικών καλλιεργειών, που απλώνονταν σε 1,5 εκατομμύριο στρέμματα στην ίδια χρονιά». Κοντά σε αυτά, προσθέτει τη δυνατότητα μαζικής εκχέρσωσης εδαφών, τον περιορισμό των βοσκοτόπων και την ένταση της διαθεσιμότητας του ανθρώπινου δυναμικού που μετακινήθηκε από τις πόλεις στην ύπαιθρο. Από την άλλη, αρνητικοί παράγοντες ήταν η κατάρρευση της μηχανικής καλλιέργειας, ο περιορισμός χρήσης ζωικής δύναμης και άρδευσης και η έλλειψη χημικών λιπασμάτων και φαρμάκων που όμως δεν χρησιμοποιούνταν μαζικά την εποχή εκείνη.
Οι επίσημες στατιστικές ήταν κάθε χρονιά και πιο καταστροφικές φτάνοντας σε επίπεδα παραγωγής που δεν μπορούν να εξηγήσουν όχι μόνο τη συντήρηση ενός αντάρτικου στρατού που έφτασε στις 40.000 άντρες και έναν βαρύ διοικητικό μηχανισμό το 1944 αλλά και την απλή επιβίωση του πληθυσμού της υπαίθρου. Ο λόγος φαίνεται να βρίσκεται αρχικά στην προσπάθεια συγκάλυψης της μεγάλης αποτυχίας της κρατικής συγκέντρωσης των σιτηρών και μετέπειτα για τη διεκδίκηση ολοένα και μεγαλύτερης διεθνούς βοήθειας. Η εθελοντική συγκέντρωση έφτασε το 1939 στις 300.000 τόνους σιταριού, περίπου 28% της εγχώριας παραγωγής. Το σύστημα αυτό όμως έγινε υποχρεωτικό την περίοδο της Κατοχής και δίκαια φάνταζε στους παραγωγούς ως ληστρικό και άδικο. Η σοδειά τους έπρεπε να δοθεί σε ένα κράτος δωσίλογο σε ξένους κατακτητές και μάλιστα έναντι πληθωριστικού χρήματος, το οποίο δεν τους χρησίμευε σε τίποτα σχεδόν. Η αντίσταση σε αυτή τη διαδικασία άρχισε λοιπόν από το πρώτο στάδιο της απογραφής της παραγωγής τους. Άλλωστε αυτού του είδους η φοροαποφυγή μέσω της παραποίησης στοιχείων δεν ήταν άγνωστη στην ελληνική ύπαιθρο. Ήδη από το ’41 οι αγρότες συλλογικά και συστηματικά απέκρυβαν το ύψος της πραγματικής παραγωγής τους. Στον Αλμυρό, η Επιτροπή στο αλωνιστικό συγκρότημα του τοπικού γεωργικού και πιστωτικού συνεταιρισμού, που ήταν επιφορτισμένη με την απόδοση του 10% της παραγωγής στα ιταλικά στρατεύματα Κατοχής εφεύρισκε κάθε είδους τρόπους για να προστατεύσει την τοπική παραγωγή:

Εμείς, τα μέλη της Επιτροπής, δείχναμε στους Ιταλούς ότι είμαστε φίλοι τους και σχεδόν σε καθημερινή βάση τους ποτίζαμε τσίπουρο και κρασί και ποτέ μα ποτέ δε δηλώναμε την πραγματική παραγωγή, σχεδόν το 58%. Αυτό το… βιολί βάστηξε κάμποσες μέρες στον αλωνισμό, αλλά κάποια στιγμή η Ιταλική Καραμπιναρία μας πήρε είδηση και μας έπιασε. Εμείς βρεθήκαμε σε πολύ δύσκολη θέση και, για να μην πάρει η υπόθεση διαστάσεις και μας περάσουν Στρατοδικείο, χρειάστηκε να δωροδοκήσουμε με σιτάρι τον Ιταλό υπαξιωματικό της Καραμπιναρίας.

Σύμφωνα με απαισιόδοξες ιταλικές εκτιμήσεις, η παραγωγή σιτηρών του 1941 υπολογιζόταν σε 500.000 τόνους, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται η βουλγαροκρατούμενη ανατολική Μακεδονία και Θράκη. Απ’ αυτήν την παραγωγή, η συγκέντρωση περιοριζόταν σε 60.000 (12% του συνόλου). Υπολογίζεται ότι η διακίνηση προϊόντων έξω από τον έλεγχο του κράτους ήταν μεγαλύτερη της συγκεντρωμένης ποσότητας, εκτός της επιτόπιας κατανάλωσης στην ύπαιθρο και στα μικρά επαρχιακά αστικά κέντρα και τη φύλαξη σημαντικού μέρους για την εντατική σπορά της επόμενης χρονιάς. Αυτή η ανεπίσημη πηγή πλούτου και η διακίνησή του μπήκε στο στόχαστρο τόσο των κατακτητών και του κρατικού μηχανισμού όσο και του αναγεννημένου φαινομένου της ληστείας. Η προστασία αυτού του δικτύου συναλλαγών υπήρξε σε τελική ανάλυση και η υλική βάση της εδραίωσης των πρώτων αντάρτικων σωμάτων. Η ένοπλη Αντίσταση προστάτευσε την γεωργική παραγωγή από την αρπαγή –σε αντίθεση με τη βιομηχανία, που σε μεγάλο βαθμό μπήκε στην υπηρεσία του Άξονα– και αυτή η παραγωγή με τη σειρά της στήριξε την ένοπλη Αντίσταση και έδωσε τη δυνατότητα δημιουργίας της Ελεύθερης Ελλάδας. Όπως το έθεσε κωδικά ο Σταύρος Θωμαδάκης, «Στην πιο γενική της έννοια, αντίσταση ήταν η δημιουργία εναλλακτικών οικονομικών διαδικασιών παραγωγής και κατανομής έξω από τη σφαίρα των κατοχικών αρχών».

Από μαρτυρίες φαίνεται πως η ύπαιθρος ένιωσε μεγαλύτερη δυσκολία τον πρώτο χειμώνα, 1941-42 με την εξάντληση των αποθεμάτων της προηγούμενης σοδειάς, κατάσταση που αντιμετωπίστηκε στην ορεινή Θεσσαλία με συλλογικό τρόπο, κατανάλωση κτηνοτροφικών αποθεμάτων και γενικά περιορισμό της διατροφικής ποικιλίας. Η επόμενη χρονιά, το 1942, εγκαινιάζει τη μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στις επίσημες πηγές και στις μαρτυρίες όσον αφορά το μέγεθος της αγροτικής παραγωγής, και ειδικά του βασικότερου είδους, του σιταριού. Η φορολογία της δεκάτης και το παρακράτημα, που είχε επιβάλει η δωσίλογη κυβέρνηση έπρεπε να φτάσουν στο 20 με 25% της παραγωγής, στην πραγματικότητα όμως δεν απέδωσαν παρά 50.000 τόνους στις κρατικές αποθήκες. Για να δικαιολογηθεί αυτή η αποτυχία έπρεπε και η επίσημη εκτίμηση της παραγωγής να κατέβει πολύ – οι 500.000 τόνοι παραγωγής που υπολόγιζε η επιτροπή Σμπαρούνη το Μάιο του 1942 έδειχναν και με αυτό τον τρόπο μια αποτυχία του 50%. Μεταγενέστερη έκθεση, του Οκτωβρίου 1943, κατέβαζε κι άλλο αυτήν την εκτίμηση, ενώ σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, η σοδειά υπολογιζόταν σε 350.000 τόνους το 1942 και η συγκέντρωση σε 40.000 τόνους. Αρχίζει πλέον να γίνεται αποδεκτό από την ιστορική έρευνα ότι οι επίσημες αυτές στατιστικές δεν είναι αξιόπιστες για την προσέγγιση της αγροτικής παραγωγής κατά την κατοχική περίοδο.
Από την άλλη, πολλές μαρτυρίες παρουσιάζουν μια πολύ διαφορετική εικόνα – έναν «πυρετό» καλλιεργητικής δραστηριότητας, που πράγματι επέτρεψε στην ύπαιθρο να αυτονομηθεί την επόμενη άνοιξη, χωρίς να πεινάσει, όπως υπολόγιζαν εχθροί και σύμμαχοι. […] Και επίσημες πηγές, όπως η Διεύθυνση Επισιτισμού Επαρχιών της Επιτροπής Διαχειρίσεως Βοηθημάτων εν Ελλάδι του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, στην έκθεσή της για την περίοδο Οκτωβρίου 1942 έως Σεπτέμβριο 1943, αναφέρει ότι η παραγωγή του καλοκαιριού του 1942 ήταν «ικανοποιητική».

Το 1943, σύμφωνα με πολλές και διαφορετικές μαρτυρίες ήταν μια καλή χρονιά. Σύμφωνα με τις βρετανικές υπηρεσίες, η συγκομιδή σιταριού στα Βαλκάνια ήταν η καλύτερη της προηγούμενης τετραετίας και συνολικά η καλύτερη της Ευρώπης κατά τη διάρκεια του πολέμου. Και στην Ελλάδα, ορισμένοι βρετανοί αξιωματικοί είχαν την ίδια γνώμη, που δεν δικαιολογούσε την επίσημη πολιτική και τις εκτιμήσεις της χώρας τους για το ζήτημα αυτό. Σύμφωνα με τον ταγματάρχη J. M. Stevens τον Αύγουστο του 1943, η σοδειά «ήταν εξαιρετικά καλή». Ο ταγματάρχης Wallace σημείωνε τα εξής στις 29 Αυγούστου του 1943:

Η επισιτιστική κατάσταση δεν είναι άσχημη για την ώρα μιας και η περίοδος των φρούτων είναι στο αποκορύφωμά της. Η σοδειά είναι πολλά υποσχόμενη και συγκεντρώνεται γρήγορα, γίνεται κάθε δυνατή προσπάθεια να συγκεντρωθεί όσο το δυνατόν περισσότερη στα βουνά πριν προλάβει ο Άξονας να απλώσει χέρι. Η Βρετανική Αποστολή έχει διαθέσει σημαντικά ποσά για το σκοπό της αγοράς των σοδειών. Υπάρχει ένα γενικό άγχος για την επισιτιστική κατάσταση στα βουνά αν θα πρέπει να αντιμετωπίσουν άλλον ένα χειμώνα κατοχής. Αλλά στο παρελθόν τα βάσανα δεν έφταναν ποτέ σε συγκρίσιμο βαθμό με τις πόλεις. Είδη όπως το πετρέλαιο και η ζάχαρη αποκτούνται χωρίς δυσκολία από τα καταστήματα επισιτισμού του Άξονα.

Από μαρτυρίες επιβεβαιώνεται αυτή τη εικόνα. Στον Τυμφρηστό Ευρυτανίας, η γη καλλιεργήθηκε μεθοδικά και η σπορά επεκτάθηκε και σε εγκαταλειμμένα χωράφια. «Η παραγωγή το 1943 και 1944 ήταν καλή. Σιτάρι, καλαμπόκι, φασόλια, πατάτες, κάστανα, καρύδια καθώς και κτηνοτροφικά προϊόντα, σε αξιόλογες ποσότητες, μπήκαν στις αποθήκες, αφού ενισχύθηκαν κι από τις αγορές της Θεσσαλίας, που εκεί η σοδειά της προστατεύθηκε αποτελεσματικά από το λαό και τον ΕΛΑΣ». Στη Φιλιππούπολη Λάρισας, με σύσταση του ΕΑΜ, συγκροτήθηκε ειδικός συνεταιρισμός για την κοινή καλλιέργεια κοινόχρηστου βοσκότοπου. Κάθε μια από τις 150 οικογένειες της Φιλιππούπολης εξασφάλισε με αυτόν τον τρόπο, 800 οκάδες σιτάρι, μετά το παρακράτημα και την ποσότητα που διατέθηκε για τον ΕΛΑΣ και για τις κοινές ανάγκες της συνοικίας. Στην επαρχία Ιστιαίας, στη βόρεια Εύβοια, σύμφωνα με δημοσίευμα της επαρχιακής επιτροπής του ΕΑΜ «Αγώνας», η χειρότερη παραγωγή του πολέμου ήταν το 1940-1941 (2.600.000 οκάδες σιτηρών) ενώ το 1941-1942 και το 1942-1943 η παραγωγή αυξήθηκε στις 3.200.000 οκάδες, ενώ αντίστοιχα η συγκέντρωση απέσπασε 340.000 οκάδες το 1941, μόλις 20.000 οκάδες το 1942 και καθόλου το 1943. Το 1944, ενώ οι επίσημες στατιστικές συνεχίζουν στον ίδιο απαισιόδοξο τόνο, η πραγματική παραγωγή φαίνεται να δέχεται μεγαλύτερες πιέσεις κυρίως από τις συστηματικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών που, όπως θα δούμε παρακάτω, μετατρέπουν τη χώρα σε πεδίο πολέμου.
Μια έκθεση προς την κυβέρνηση Καΐρου στις 10 Δεκεμβρίου 1943 μας δίνει, μεταξύ άλλων τα εξής στοιχεία:
Γεωργία: Ουδέν απολύτως το νεώτερον στοιχείον υπάρχει ως εκ της πλήρους εξαρθρώσεως των συγκοινωνιών. Οι αρμόδιοι του Υπουργείου Γεωργίας είναι εις άκρον απαισιόδοξοι δια την εσοδείαν, τόσον λόγω των εις μεγάλην έκτασιν συστηματικών καταστροφών των περιοχών Θεσσαλίας, Στερεάς και Πελοποννήσου δια «κυρώσεις», όσον και λόγω της επιτεινομένης ανομβρίας.
Το 1944, με το τέλος του πολέμου να βρίσκεται αισθητά πιο κοντά, οι υπηρεσίες είχαν πιάσει δουλειά για τα καλά. Σε μια έκθεση των Βρετανών για σοδειές πανευρωπαϊκά, με πηγή το αμερικανικό υπουργείο Γεωργίας, βρίσκουμε μια εκτίμηση για την ελληνική παραγωγή, σιταριού πάντα, του 1942 σε 313.000 τόνους. Το τμήμα Γεωργίας (Agricultural Department) των βρετανικών δυνάμεων δέχτηκε μια έκθεση της Αγροτικής Τράπεζας, την οποία και επεξεργάστηκε τον Αύγουστο του 1944. Η εκτίμηση της σοδειάς του 1943 από την τράπεζα την κατέβαζε στους 290.000 τόνους – σύμφωνα με αυτό, η συγκέντρωση, για την οποία είχε επιφορτιστεί η Αγροτική, δεν ήταν μακριά από το πολυπόθητο 20%. Οι εκτιμήσεις των Βρετανών ήταν κάπως υψηλότερες για το 1943 (380.000 τόνοι) ενώ έπεφταν κατακόρυφα για το 1944 (228.000 τόνοι). Δεν μπορούμε να ξεδιαλύνουμε ποιος επηρεάζει ποιον και από πού συνάγονται στοιχεία με σχετική ακρίβεια, συνοδευόμενα από εξωφρενικούς ισχυρισμούς όπως αυτός: «στις περιοχές κάτω από τον έλεγχο των ανταρτών όπως Θεσσαλία, Ήπειρος και Φθιώτιδα καμία έκταση δεν καλλιεργήθηκε. Στη γερμανοκρατούμενη Μακεδονία η καλλιεργούμενη γη με δημητριακά και όσπρια έδωσε σοδειά 40% μικρότερη από το κανονικά λόγω της έλλειψης ζώων και μηχανών». Τα σχόλια περιττεύουν όταν δεν καλλιεργείται η Θεσσαλία.
Μέσα σε αυτόν τον γραφειοκρατικό κυκεώνα εκθέσεων που ενδεχομένως να μην διάβασε ποτέ κανείς περιμένοντας τον δυστυχή ερευνητή, βρίσκεται χώρος και για τη λογική: ένας ταγματάρχης παλεύοντας με τα στοιχεία του τμήματος Γεωργίας τον Απρίλιο του 1944, θέτει σε αμφιβολία την εικόνα:

Αν η παρακμή συνέβη στο βαθμό που παρουσιάζεται, η διαθεσιμότητα των κύριων σπόρων σιτηρών θα ήταν 30% του μέσου όρου των σοδειών 1935-1938 για το σιτάρι και 52% για το καλαμπόκι. Το συμπέρασμα αυτών των αριθμών είναι ότι ο παραγωγός απέτυχε, σε βαθμό περίπου 200.000 τόνων δημητριακών από το περσινό επίπεδο και 700.000 τόνων του προπολεμικού επιπέδου, να παρέχει τα ελάχιστα αναγκαία για τον εαυτό του και την οικογένειά του. Δεν έχω βρει πληροφορία που να δηλώνει ότι περί αυτού πρόκειται.
Επιπλέον για την παρακμή των σοδειών, θεωρείται ότι το επίπεδο παραγωγής του 1943 είναι κάπου κοντά στο «ελάχιστο επίπεδο», παίρνοντας υπόψη όλους τους ανώμαλους παράγοντες που έφερε ο πόλεμος, και ότι οι μόνοι παράγοντες που θα μπορούσαν να συμβάλουν σε περαιτέρω παρακμή αυτού του ελάχιστου επιπέδου θα ήταν φυσικοί παράγοντες όπως ξηρασία κ.λπ.

Ο καταστροφικός αριθμός που βρήκε μπροστά του ήταν 228.000 τόνοι σιτάρι και 131.000 τόνοι καλαμπόκι για το 1944. Μια σοδειά που αντίθετα έβρισκε «υποσχόμενη» ο Γεώργιος Στεφανίδης, ταμίας του υπουργείου Οικονομικών που απέδρασε από τη Μακεδονία το Μάιο του 1944 – εκτιμούσε ότι η σοδειά του 1943 ήταν 400.000 τόνοι και ότι το σιτάρι καλλιεργούνταν εντατικά και σε προτίμηση από τα άλλα σιτηρά.
Η διεθνής βοήθεια

Ένα μεγάλο θέμα που διαφοροποιεί και τις συνθήκες κατοχής της Ελλάδας από άλλες κατεχόμενες χώρες είναι η διεθνής βοήθεια. Μετά το λιμό του πρώτου χειμώνα της Κατοχής που είχε ως αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες νεκρούς στα αστικά κέντρα, ιδίως στην Αθήνα, αλλά και στα νησιά του Αιγαίου, οι δυνάμεις Κατοχής συμφώνησαν με τους Συμμάχους σε ένα σχήμα που θα ήρε τον αποκλεισμό από τους τελευταίους και θα έφερνε πολύτιμη βοήθεια σε τρόφιμα, σε φάρμακα και σε άλλα είδη από ουδέτερες χώρες. Την επιχείρηση θα συντόνιζε μια Επιτροπή Διαχειρίσεως Βοηθημάτων εν Ελλάδι (στο εξής ΕΔΒΕ) υπό την εποπτεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού (ΔΕΣ), που θα εκπροσωπούσαν στην Ελλάδα μέλη του από τη Σουηδία και την Ελβετία, χώρες που τηρούσαν ουδετερότητα ως προς τα πολεμικά τεκταινόμενα.
Σύμφωνα με τον Σουηδό Bengt Helger, η βοήθεια σε τρόφιμα στη χώρα, από τον Σεπτέμβριο του 1942 ως το Μάρτιο του 1945, οπότε ανέλαβε η UNRRA, ήταν της τάξης των 712.000 τόνων. Από αυτούς, οι 610.000 ήταν υπερατλαντικές συνεισφορές και οι υπόλοιποι από διάφορες πηγές, Σουηδία, Τουρκία, συνεισφορά της M-L αλλά και ποσότητες που άφησαν πίσω τους τα γερμανικά στρατεύματα.
Για τη διανομή της διεθνούς βοήθειας στις επαρχίες δημιουργήθηκε αρχικά το Γ΄ Τμήμα και αργότερα η Β΄ Διεύθυνση της Επιτροπής Διαχειρίσεως. Το ειδικό τμήμα επεξεργάστηκε στοιχεία της Αγροτικής Τράπεζας και του υπουργείου Επισιτισμού και άλλα για να σχηματίσει εικόνα των εχόντων ανάγκης βοήθειας στην επαρχία. Ο πληθυσμός στην επαρχία, σε αντίθεση με την Αθήνα, όπου δεν έγιναν διακρίσεις, χωρίστηκε σε δύο κατηγορίες: στους παραγωγούς που δεν είχαν ανάγκη από βοήθεια (και στους οποίους προσθέτονταν βιομήχανοι και βιοτέχνες και άλλοι «εύποροι») και στους μη παραγωγούς. Οι υπολογισμοί της Επιτροπής εκτίμησαν ότι στην επαρχία χρειάζονταν βοήθεια 2.000.000 άτομα σε 3.000 διαφορετικές πόλεις και χωριά.
Αυτές οι εκτιμήσεις σε ορισμένες περιπτώσεις δεν απηχούσαν την πραγματικότητα των περιοχών ή αναγκάστηκαν να τροποποιηθούν καθώς οι συνθήκες του πολέμου, π.χ. οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των κατακτητών δημιουργούσαν με μαζικό τρόπο πληθυσμούς άπορους που έχρηζαν άμεσης βοήθειας. Ως παράδειγμα, στη Βοιωτία, αρχικά η βοήθεια προοριζόταν για τις πόλεις της Θήβας και της Λιβαδειάς, όπου υπήρχαν και πρόσφυγες από την ανατολική Μακεδονία και τη Θράκη, αλλά οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις Ιταλών και Γερμανών δημιούργησαν την ανάγκη παροχής βοήθειας και στα χωριά του Ελικώνα. Αντίστοιχα στην περιοχή της Φθιώτιδας και της Φωκίδας καταστράφηκαν πολλά χωριά στον άξονα Λαμίας-Καρπενησίου και στη Δωρίδα. Έτσι συνολικά στην περιοχή αυτή της Στερεάς, ενώ αρχικά οι έχοντες ανάγκη είχαν υπολογιστεί στο 20 με 25% του πληθυσμού, τελικά το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 50%.
Οι δυσχέρειες όμως στη μεταφορά σε συνδυασμό με τις απαγορεύσεις των αρχών κατοχής που θα πληθαίνουν καθώς θα εξαπλώνεται η ένοπλη αντίσταση, θα οδηγήσουν στην ενίσχυση περίπου των μισών από αυτούς. Ήδη από την άνοιξη του 1943 οι περιοχές που ενισχύονταν (Πελοπόννησος, Αττική, Εύβοια, Μαγνησία, Θεσσαλονίκη, Κρήτη, Χίος και Μυτιλήνη) δείχνουν τα όρια τόσο τα διοικητικά όσο και εντέλει τα πολιτικά της κυβέρνησης της Αθήνας και των Αρχών Κατοχής.
Οι Ιταλοί συστηματικά παρακώλυαν τις διανομές στην επαρχία και ειδικά στα χωριά που οι ίδιοι είχαν καταστρέψει ως αντίποινα για την αντάρτικη δράση. Ήδη από το Νοέμβριο του 1942 είχαν απαγορεύσει την αποστολή τροφίμων στις επαρχίες Δωρίδας και Παρνασσίδας, στο νομό Ευρυτανίας, στις επαρχίες Τρικάλων, Καρδίτσας και Καλαμπάκας και αργότερα στις επαρχίες Αιγιαλείας, Καλαβρύτων και στα παράλια της ανατολικής Πελοποννήσου, περίπου δηλαδή στο 1/3 όσων είχαν υπολογιστεί ότι χρειάζονταν ενίσχυση. Οι περιορισμοί στην ενίσχυση άλλων περιοχών όπως η Ναύπακτος, το Αγρίνιο, ο Αστακός, η Ήπειρος και η Μεσσηνία ήταν επίσης πολύ σοβαροί έως απαγορευτικοί. Από τις αρχές του 1943, οι ιταλικές αρχές προχώρησαν σε γενική απαγόρευση της διανομής βοήθειας στην περιοχή των Τρικάλων και εξανάγκασαν τις επιτροπές της Καρδίτσας και της Καλαμπάκας να σταματήσουν τη δράση τους.
Έγραψε σχετικά ο Πωλ Μον, πρόεδρος της μικτής σουηδοελβετικής Επιτροπής Διαχείρισης Βοηθημάτων του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού:

Είχαμε προβλήματα, όχι μόνο εξαιτίας των μεταφορών, αλλά και εξαιτίας του ανταρτοπολέμου. Κατά περιόδους λιγότερο ή περισσότερο μακριές, οι Αρχές Κατοχής τύχαινε να απαγορεύσουν τον ανεφοδιασμό ορισμένων περιοχών, «όπου δεν υπήρχε αρκετή ασφάλεια», προπάντων στις ορεινές περιοχές. Τότε δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε άλλο από το να περιμένουμε το «πράσινο φως».
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι Ιταλοί έβαλαν περιορισμούς. Έτσι οι κάτοικοι των ορεινών περιοχών της Καλαμπάκας και της Καρδίτσας έπρεπε να έρχονται να πάρουν το αλεύρι τους στα Τρίκαλα, που σήμαινε πορεία πολλών ημερών στα ψηλά βουνά για να πάρουν μια οκά αλεύρι για το κάθε άτομο. Επιπλέον δεν επιτρέπονταν μεγάλες ποσότητες από φόβο πως οι «αντάρτες» θα είχαν ίσως το πειρασμό να επιτάξουν μεγαλύτερες ποσότητες.

Εδώ μπαίνει το ερώτημα εάν «μια πορεία πολλών ημερών στα ψηλά βουνά για να πάρουν μια οκά αλεύρι» ήταν κάτι που θα μπορούσε να συγκινήσει τους κατοίκους των ορεινών. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί το ότι η τιμή του αλευριού αυτού αρχικά ήταν πολλαπλάσια από αυτή στην Αθήνα· εξαιτίας των μεταφορικών που χρεώνονταν στους δικαιούχους ήταν ουσιαστικά σχεδόν στην ίδια τιμή με αυτή της «μαύρης» αγοράς. Η επιτροπή του ΔΕΣ έκανε προσπάθειες για τον καθορισμό μιας ενιαίας τιμής στην επαρχία, 100 δραχμές την οκά αρχικά, υπολογίζοντας τα μεταφορικά από τον Πειραιά μέχρι τα κεντρικά σημεία διανομών στην επαρχία, ενώ οι αγρότες επωμίζονταν τη μεταφορά από κει ως τα χωριά τους με δικά τους μέσα. Αυτή η μεταφορά ήταν δυσανάλογα βαριά για τους χωρικούς και έκρυβε μέχρι και μικρά δράματα, όπως αυτό μιας γυναίκας χήρας που πνίγηκε στο Νεοχωρίτικο ποτάμι στις 20 Φεβρουαρίου 1943 πέφτοντας από γέφυρα καθώς μετέφερε στις πλάτες της ποσότητα αλεύρων για την πολυμελή της οικογένεια, από την Καρδίτσα προς το χωριό Μεγάλα Βραγγιανά.
Το πρώτο τρίμηνο μετά την ιταλική συνθηκολόγηση έπαυσαν οι απαγορεύσεις που είχαν επιβάλει οι Ιταλοί και η Επιτροπή μπόρεσε να στείλει εκ νέου βοήθεια παντού περιοριζόμενη μονάχα από τις αντικειμενικές δυσκολίες μεταφοράς. Όμως από το Δεκέμβριο του 1943 οι Γερμανοί επανέφεραν τις απαγορεύσεις σε όλη τη χώρα εκτός των σημαντικότερων αστικών κέντρων. Οι γερμανικές απαγορεύσεις άρχισαν στην Πελοπόννησο, επεκτάθηκαν στην Ευρυτανία, τη Φωκίδα και την Καρδίτσα και αργότερα στη Ναύπακτο, στην Ελασσόνα και όλο το νομό Τρικάλων κατά διαστήματα. Το Μάρτιο απαγορεύτηκε εντελώς η διανομή βοήθειας στην κοιλάδα του Σπερχειού. Η βόρεια Εύβοια είχε αποκλειστεί από τη βοήθεια από τον Απρίλιο του 1944 με απόφαση του τοπικού Τάγματος Ασφάλειας, παρά τις εντολές της κυβέρνησης να μην παρεμποδίζουν την εργασία του ΔΕΣ. Η νομαρχιακή επιτροπή της Εθνικής Αλληλεγγύης στην Εύβοια κατήγγειλε ότι τα Τάγματα Ασφαλείας χρησιμοποιούσαν τη βοήθεια του ΔΕΣ στη Χαλκίδα ενώ η ύπαιθρος της Εύβοιας είχε να ενισχυθεί από τον Ιανουάριο του 1944. Τον Ιούλιο του 1944 οι γερμανικές αρχές επικύρωσαν την απαγόρευση που είχαν επιβάλει τα Τάγματα. Το καλοκαίρι του 1944 οι απαγορεύσεις γενικεύτηκαν σε ολόκληρη σχεδόν τη Στερεά, τη Θεσσαλία, την Πελοπόννησο, το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας αλλά και των Κυκλάδων. Οι λόγοι που εμπόδιζαν τη διανομή της βοήθειας στις επαρχίες, τόσο οι αντικειμενικοί όπως οι δυσκολίες της μεταφοράς λόγω συγκοινωνίας και έλλειψης καυσίμων, όσο και οι απαγορεύσεις των Αρχών Κατοχής σε περιοχές όπου δραστηριοποιούνταν η ένοπλη Αντίσταση, συνέκλιναν στην παγίωση του χωρισμού της χώρας στα δύο.

Διαίρεση της χώρας – το καθεστώς των Αθηνών ενάντια στην Ελεύθερη Ελλάδα

Μετά και το καλοκαίρι του 1943, η χώρα έχει πλέον χωριστεί στα δύο και η Ελεύθερη Ελλάδα έχει σχηματιστεί, λίγο-πολύ στα όρια που θα έχει μέχρι τις παραμονές της απελευθέρωσης. Με τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας θα μορφοποιηθεί το περιβάλλον της τελευταίας περιόδου της Κατοχής με τους Γερμανούς να προσπαθούν οργανωμένα να επανακατακτήσουν τη χώρα, στην οποία είναι πλέον οι μόνοι κυρίαρχοι, με την εξαίρεση φυσικά της βουλγαροκρατούμενης Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης. Από το μέτωπο της διεθνούς βοήθειας, και ενόψει του επικείμενου τέλους του πολέμου, οι ενισχύσεις ολοένα και πολλαπλασιάζονται δημιουργώντας νέα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα. Η ύπαιθρος είναι πλέον μια σκληρά διεκδικούμενη περιοχή ανάμεσα στην κυβέρνηση των Αθηνών και στο ΕΑΜ που θα σχηματίσει τη δική του κυβέρνηση στην καρδιά της επικράτειάς του. Σε αυτό το πλαίσιο, η βοήθεια προς τις επαρχίες θα διεκδικηθεί σκληρά από κάθε πλευρά ενώ ταυτόχρονα θα παραμένει ένα όπλο στα χέρια των αρχών Κατοχής, που θα απαγορεύουν τη διανομή της σε μεγάλες περιοχές και για μεγάλα διαστήματα.
Η διαχείριση αυτού του πλούτου, εν πολλοίς, από το καθεστώς των Αθηνών, του δίνει τη δυνατότητα να πάρει μια ρεβάνς, θα λέγαμε, για την αγροτική εξέγερση του 1942. Καθώς το 1943 οι γερμανικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις φέρνουν σε δύσκολη θέση την Ελεύθερη Ελλάδα, το καθεστώς των Αθηνών αναδιοργανώνεται, συγκροτείται πολιτικά με την κυβέρνηση Ράλλη και στρατιωτικά με την ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας, τα οποία και εξαπολύει προς την ύπαιθρο ενάντια στον ΕΛΑΣ. Όχι τυχαία μάλλον τα Τάγματα αναλαμβάνουν σε μεγάλο βαθμό τη βίαιη παρενόχληση των μελών των τοπικών επιτροπών διαχείρισης της βοήθειας, όταν θεωρούσαν ότι τροφοδοτούσαν τους αντάρτες ή συχνότερα χωριά στην επικράτεια της Ελεύθερης Ελλάδας, που είχαν χαρακτηριστεί «πυρόπληκτα» λόγω των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Η ίδια η επιτροπή του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού καταγγέλλει στον απολογισμό της δράσης της τα Τάγματα Ασφαλείας και τις οργανώσεις Ε.Ε.Ε. και ΕΑΣΑΔ ότι κατηγορούσαν την Επιτροπή και τις τοπικές υποεπιτροπές πως προμήθευαν τους αντάρτες και ότι προσπαθούσαν επίσης με κάθε τρόπο να εμποδίσουν τη δράση του Ερυθρού Σταυρού ενώ προέβαιναν και σε συλλήψεις χωρικών που έρχονταν να λάβουν βοήθεια στις πόλεις και τους έπαιρναν τα ζώα τους.
Αν και λόγω των πολλών παραμέτρων, δεν μπορούμε να εξειδικεύσουμε αυτήν την εικόνα, μπορούμε να δούμε ότι π.χ. για το 1943-44, που ήταν μια πλήρης χρονιά αποστολής τροφίμων από το εξωτερικό, η συνολική ποσότητα, αν διαιρεθεί με τα δύο εκατομμύρια ανθρώπων, που είχαν υπολογιστεί ότι χρήζουν βοήθειας και υποθέσουμε ότι αυτή κατανεμήθηκε ισομερώς, τότε προκύπτει μια ποσότητα 5 κιλών τροφίμων το μήνα ανά άτομο, λίγο πάνω από την κατώτατη χορήγηση των 40 δραμίων (128 γραμμαρίων) ημερησίως. Αν όμως επιστρέψουμε στην πραγματικότητα, όπως αυτή απεικονίζεται με στοιχεία των ίδιων των υπηρεσιών και σε μαρτυρίες της εποχής, βλέπουμε πως αυτή η σημαντική βοήθεια καθόλου ισομερώς δεν μοιράστηκε. Οι απαγορεύσεις διανομής της βοήθειας από τις αρχές Κατοχής, εκτεταμένες σε χρόνο και έκταση, οδήγησαν πολλούς κατοίκους κατεστραμμένων από εκκαθαριστικές επιχειρήσεις χωριών να μετακινηθούν προς τα αστικά κέντρα με μόνο σκοπό την επιβίωση: στη Μακεδονία διογκώθηκε η Θεσσαλονίκη αλλά και η Κοζάνη ενώ και η Αθήνα πήρε μεγάλες διαστάσεις λόγω της διανομής της βοήθειας.
Βλέπουμε πως διαμορφώνονται δυο διαχωρισμένοι και αντίπαλοι χώροι, αυτός της Ελεύθερης Ελλάδας που κυριαρχείται από το ΕΑΜ και η κατεχόμενη χώρα υπό τα γερμανική διοίκηση με τη συνεργασία του δωσίλογου καθεστώτος. Το οικονομικό υπόβαθρο του κάθε χώρου είναι σε μεγάλο βαθμό διαχωρισμένο επίσης, η εγχώρια παραγωγή για την Ελεύθερη Ελλάδα και η διεθνής βοήθεια για την κατεχόμενη. Η εγχώρια παραγωγή καταφέρνει να συντηρήσει τον πληθυσμό των ελεύθερων περιοχών και το μηχανισμό την Αντίστασης, το ένοπλο τμήμα της, τον ΕΛΑΣ αλλά και τις αυξανόμενες διοικητικές υπηρεσίες και πολιτικές οργανώσεις. Η κατάσταση όμως είναι οριακή όπως δείχνει η τάση μετακίνησης πληθυσμών από την ύπαιθρο προς τις πόλεις σε πλήρη αντιστροφή της πρώτης κατοχικής περιόδου. Ο διαχωρισμός της υπαίθρου από τις πόλεις, πέρα από τα πολιτικά και κοινωνικά του αποτελέσματα, επιτρέπει πλέον την ολοκληρωτική αναμέτρηση και την προσπάθεια καταστροφής του αντιπάλου.

Η μεθοδευμένη καταστροφή της παραγωγικής βάσης του αντάρτικου

Μετά την ιταλική συνθηκολόγηση, οι Γερμανοί άρχισαν να συνειδητοποιούν την έκταση του αντάρτικου κινήματος, το οποίο ως τότε σταθερά υποτιμούσαν, και προσπάθησαν με συντεταγμένο τρόπο να συντρίψουν την ένοπλη Αντίσταση και να υποτάξουν την ήδη σχηματισμένη περιοχή της Ελεύθερης Ελλάδας. Υπεύθυνος τώρα για την κατάσταση στην Ελλάδα ήταν ο διοικητής της Ομάδας Στρατού Ε, αντιστράτηγος Αλεξάντερ Λερ. Αυτήν την περίοδο φτάνουν στην Ελλάδα η 1η Ορεινή Μεραρχία, η 100η, η 1η Μεραρχία Αρμάτων, η 117η Μεραρχία «Κυνηγών» που θα επιδοθούν σε συστηματικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις μέσα στην Ελεύθερη Ελλάδα. Αυτές οι μονάδες βαρύνονται με τα γνωστότερα εγκλήματα πολέμου (Κομμένο Άρτας, Καλάβρυτα κ.λπ.) βουτώντας τη χώρα ακόμη περισσότερο μέσα στον εκβαρβαρισμό του πολέμου, που οι ίδιες μονάδες φέρνουν από το ανατολικό μέτωπο. Μια παράμετρος αυτών των τρομοκρατικών επιχειρήσεων, που διακηρυγμένο σκοπό είχαν την αποκοπή του αντάρτικου από τις βάσεις του και τη διακοπή της υποστήριξής του από τους αγροτικούς πληθυσμούς, ήταν και η μεθοδική καταστροφή της παραγωγής και της παραγωγικής υποδομής των χωριών αυτών. Η καταστροφή αυτή θα μείωνε την παραγωγή της υπαίθρου και θα έκανε αδύνατη, αν όχι ανεπιθύμητη, την υποστήριξη επιμελητειακά της ένοπλης Αντίστασης. Η καταστροφή συμπεριλάμβανε τις σοδειές, τα ζώα, τα σπίτια και τις αποθήκες των χωρικών, ακόμη και τα εργαλεία τους – αν όχι όπως συνέβη σε πολλές περιπτώσεις αυτούς τους ίδιους. Οι επιχειρήσεις αυτές, αν και δεν πέτυχαν το σκοπό τους, να διαλύσουν δηλαδή την ένοπλη Αντίσταση, εντούτοις είχαν επίπτωση πάνω στην εύθραυστη επισιτιστική ισορροπία των βουνών δημιουργώντας προβλήματα στην επιμελητεία (ΕΤΑ) του ΕΛΑΣ για την τροφοδοσία όχι μόνο του αντάρτικου στρατού αλλά και πολλών «πυρόπληκτων» χωριών, που έπρεπε να εξασφαλιστεί από άλλες περιοχές, τουλάχιστον μέχρι τη νέα σοδειά. Πολλοί κάτοικοι ορεινών περιοχών ή και χωριά ολόκληρα, στις περιπτώσεις που δεν είχαν άλλη επιλογή, αναγκάστηκαν να μετακινηθούν προς τις εξαρτώμενες από τη διεθνή βοήθεια πλησιέστερες πόλεις, «όμηροι» των αρχών Κατοχής.
Το μέγεθος της καταστροφής που επέφεραν οι δυνάμεις Κατοχής και οι εγχώριοι συνεργάτες τους είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με ακρίβεια καθώς αποτελείται από πολλές παραμέτρους, μετρήσιμες και μη. Επιπρόσθετα, οι μεταπολεμικοί υπολογισμοί των καταστροφών, που δεν μπορούν να ελεγχθούν, είναι λογικό να αθροίζουν προς τα πάνω υπολογίζοντας εύλογα στις αντίστοιχες αποζημιώσεις. Η μη καταβολή τους αποτελεί μια άλλη μεταγενέστερη μελανή ιστορία. Σύμφωνα με τον Mark Mazower, παραπάνω από χίλια χωριά ισοπεδώθηκαν στα πλαίσια των γερμανικών επιχειρήσεων και ένα εκατομμύριο Έλληνες υπέστησαν τις συνέπειες αυτής της ακραίας βίας χάνοντας τα σπίτια και τις περιουσίες τους. Σε έκδοση της Εθνικής Αλληλεγγύης του 1945, τα καμένα χωριά υπολογίζονται σε 1.700, τα καμένα σπίτια σε 165.871 και οι άστεγοι σε 584.706, χωρίς να υπολογίζονται όσοι έχασαν τα σπίτια τους σε βομβαρδισμούς, που αθροιζόμενοι ανέβαζαν τα θύματα στο ένα εκατομμύριο.

Η καταστροφή της αγροτικής παραγωγής ήταν φυσικά μόνο ένα μέρος της ευρύτερης επιχείρησης ενάντια στην ένοπλη Αντίσταση που εκπορευόταν κατευθείαν από τον Vernichtungskrieg (πόλεμο εξόντωσης) στην Ανατολή. Λόγω του θέματος μας και μόνο θα επικεντρωθούμε σε αυτήν τη διάσταση χωρίς να ξεχνάμε ούτε στιγμή το ευρύτερο πλαίσιο των καταστροφών, μέσα στο οποίο εντάσσεται, και ειδικά τις εκατόμβες των θυμάτων. Τέτοιες επιχειρήσεις καταστροφής της συγκομιδής και πυρπόλησης χωριών παρατηρούνται την άνοιξη του ’43 στη Μακεδονία και το καλοκαίρι στη Θεσσαλία. Πράγματι, ο σχεδιασμός συστηματικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων από τους Γερμανούς ξεκίνησε πριν την αποχώρηση των ιταλικών δυνάμεων συστήνοντας μάλιστα στις τελευταίες την εγκατάλειψη των σποραδικών επιδρομών και την υιοθέτηση μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεων.
Στο πλαίσιο της μεγάλης εκκαθαριστικής επιχείρησης «Πάνθηρας» που εκτέλεσε το 22ο ορεινό σώμα στρατού στην Πίνδο από τις 18 Οκτωβρίου ως τις 5 Νοεμβρίου 1943, αναφερόταν ρητώς στις διαταγές του στρατηγού Λαντζ, εκτός των άλλων, «όλα τα ζώα να διώχνονται για αν αφαιρεθούν από τις ανταρτοομάδες οι βάσεις για τη διατροφή τους. Στο βαθμό που αυτό δεν είναι δυνατό να προσκομίζονται επί τόπου για τη διατροφή των στρατιωτών» και επίσης «όλα τα αποθέματα να κατασχεθούν και να μεταφερθούν». Σε 46 χωριά της Πίνδου πυρπολήθηκαν περίπου 3.800 σπίτια αλλά και περίπου 2.300 αποθηκευτικοί χώροι (αχυρώνες και στάβλοι) και εξοντώθηκαν μεταφορικά και παραγωγικά ζώα. Το πλιάτσικο ήταν ολοκληρωτικό ώστε οι πληθυσμοί να μείνουν χωρίς κανέναν πόρο. Το 7ο Σύνταγμα SS-Polizei Panzer Grenadier, που έλαβε μέρος στην επιχείρηση Πάνθηρας υπέβαλλε έναν κατάλογο λαφύρων με 55 διαφορετικά είδη, μεταξύ των οποίων «10 τσουβάλια πλιγούρι, 1 τσουβάλι καλαμποκάλευρο, 171 τσουβάλια όσπρια, 14 πενηντάκιλα κριθάρι, 1 τσουβάλι ζυμαρικά, 121 μπάλες καπνό, 45 μουλάρια και γαϊδούρια, 18 γουρούνια, 42 γουρουνάκια, 331 πρόβατα και 50 κατσίκες». Ολόκληρη σχεδόν η παραγωγική υποδομή της περιοχής καταστράφηκε. Πολλοί κάτοικοι εγκατέλειψαν οριστικά τα σπίτια τους και άλλοι επιβίωσαν σε αυτοσχέδιες καλύβες προσπαθώντας να εξασφαλίσουν τα αναγκαία κάνοντας μεγάλων αποστάσεων διαδρομές προς τα αστικά κέντρα, το Μέτσοβο, την Καλαμπάκα, τα Τρίκαλα ή τα Ιωάννινα.
Αναφορές για παρόμοιες συνέπειες των γερμανικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων βρίσκουμε στα ανακοινωθέντα του ΕΛΑΣ. Αναφορά του Γενικού Στρατηγείου στις 20 Οκτωβρίου, κάνει λόγο για πυρπόληση χωριών στις περιοχές Κισσάβου και Τεμπών καθώς και αρπαγή κτηνών στις 9 Οκτωβρίου από το μακεδονικό χωριό Νεάπολη. Πολλά στοιχεία για το φθινόπωρο του 1943 μας δίνει και ένα δελτίο πληροφοριών πολέμου για λογαριασμό του υπουργείου Προνοίας της κυβέρνησης Καΐρου. Μέχρι τις 4 Δεκεμβρίου είχαν πυρποληθεί 17 και λεηλατηθεί 45 χωριά στη Φθιωτιδοφωκίδα, επηρεάζοντας περίπου 30.000 άτομα. Στο νομό Τρικάλων βοήθειας έχρηζαν πάνω από 40.000 κάτοικοι ενώ είχαν πυρποληθεί 38 χωριά στις επαρχίες Τρικάλων και Καλαμπάκας. Η διανομή βοήθειας γινόταν στα Τρίκαλα και αργότερα και στο χωριό Σαρακίνα, όπου έπρεπε να μεταβούν όσοι είχαν ανάγκη. Στο νομό Λάρισας πυρπολήθηκαν 53 χωριά επηρεάζοντας 37.800 άτομα και στο νομό Μαγνησίας 27 χωριά επηρεάζοντας 11.500 άτομα.
Το μέγεθος και το είδος της καταστροφής φαίνεται από ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:

Τα χωρία όσα επυρπολήθησαν υπό των Ιταλών, εάν δεν επλήγησαν διαρκουσών των τελευταίων κατά των ανταρτών γερμανικών επιχειρήσεων, έχουν την παρηγορίαν ότι επρόλαβαν να συγκομίσουν τα προϊόντα της περιωρισμένης καλλιεργείας των και έχουν κατ’ αυτόν τον τρόπον κάποιαν μικράν ενίσχυσιν της τροφής των.
Τα χωρία όσα επυρπολήθησαν δια πρώτην φοράν κατά τας τελευταίας γερμανικάς επιχειρήσεις, έχασαν μαζί με όλα των τα υπάρχοντα και σκεύη και ολόκληρον την συγκομισθείσαν συγκομιδήν των, και τας ζωοτροφάς των, χωρίς να αναφέρωμεν τας εις ζώα σοβαράς ζημίας των. Το αποκορύφωμα της δυστυχίας των παρουσιάζουν τα χωρία τα οποία επυρπολήθησαν εν μέρει κατά τας ιταλικάς επιχειρήσεις εν αρχή του έτους και των οποίων συνεπληρώθη η καταστροφή κατά τας γερμανικάς επιχειρήσεις και ιδία εκείνα εκ των οποίων είχον τους αγρούς των εντός των νεκρών ζωνών των επιχειρήσεων και ούτω, ούτε καθυστερημένως δεν τους επετράπη να συγκομίσουν έστω και ολίγον καλαμπόκι.

Βαριές ήταν οι συνέπειες των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στη δυτική πλευρά της χώρας, στις φτωχές περιοχές της Ηπείρου και της δυτικής Στερεάς. Οι Χρήστος Βασματζίδης, Θεόδωρος Παπαδημητρίου και Έλλη Αδοσίδου έκαναν περιοδεία με αυτοκίνητο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην περιοχή τις δώδεκα τελευταίες μέρες του Δεκεμβρίου από το Μεσολόγγι μέχρι τα Ιωάννινα. Σε μια όχι ολοκληρωμένη καταγραφή, στην Ήπειρο είχαν καταστραφεί 147 χωριά με σύνολο περίπου 85.000 κατοίκων και στην Αιτωλοακαρνανία 39 χωριά με 32.000 κατοίκους. Η ελλειμματική παραγωγή της ευρύτερης περιοχής ενέτεινε το πρόβλημα επιβίωσης των κατοίκων της. Τα έλη της περιοχής συμπλήρωναν την εικόνα σπέρνοντας την ελονοσία σε έναν πληθυσμό που υπέφερε επίσης από ψώρα και δυσεντερία. Η εικόνα που μας μεταφέρει η έκθεση είναι εφιαλτική:

Η πείνα εξαγριώνει τους ανθρώπους και αμβλύνει τας συνειδήσεις, η ληστεία είναι λύτρωση από την πείνα και η λεηλασία θεραπεύει τας στερήσεις. Το ένα χωριό φοβάται το γειτονικό, η μια παράταξις την άλλη, πολλά παλαιά πάθη υπό νέες μορφές αναρριπίζονται και αδελφών αίμα δυστυχώς συχνά ρέει.


Στις αρχές Ιανουαρίου 1944, σύμφωνα με βρετανικές πληροφορίες, στην περιοχή της Καρδίτσας οι Γερμανοί κατέστρεφαν συστηματικά τα αποθέματα τροφίμων των χωριών ώστε να καταστεί αδύνατη η τροφοδοσία των ανταρτών. Οι δυσκολίες φάνηκαν άμεσα, αν και παραμορφωτικά, μέσω των βρετανικών εκθέσεων, όπου αναφερόταν ότι π.χ. στην Καλαμπάκα ο ΕΛΑΣ είχε κατάσχει το 80% των τροφίμων δημιουργώντας… εχθρικά αισθήματα στους κατοίκους. Σίγουρο είναι ότι μια κατάσχεση τροφίμων κατά 80% θα προκαλούσε κάτι παραπάνω από εχθρικά αισθήματα, η αναφορά πάντως αυτή μας πληροφορεί για το υπαρκτό πρόβλημα που είχε ήδη προκύψει.

Αυτή η δραστηριότητα των γερμανικών στρατευμάτων δεν θα καταγραφεί αυτή καθεαυτή στις μεταπολεμικές αφηγήσεις των γερμανών υπεύθυνων όπου ο αντιαντάρτικος αγώνας θα διαχωριστεί κατά το δυνατόν από τη στάση απέναντι στον πληθυσμό. Ο Λαντζ θα επισημάνει πάντως ως κρίσιμη την αποκοπή των ανταρτών από τον ορεινό πληθυσμό που συνεργάζεται μαζί τους και τους υποστηρίζει. Πως όμως θα μπορούσε να γίνει αυτό σύμφωνα με τους νόμους του πολέμου; Στον ανταρτοπόλεμο, σύμφωνα με τον Λαντζ, «η ενεργή και παθητική συμμετοχή των κατοίκων στον αγώνα των ανταρτών δημιουργεί μια κατάσταση, η οποία μπορεί να δικαιολογήσει συγκεκριμένα μέτρα ενάντια στον πληθυσμό». Και μιας και η φύση του ανταρτοπολέμου και η έλλειψη επαρκών στρατευμάτων δεν καθιστούν εφικτή την αποκοπή των ανταρτών από τον πληθυσμό, τότε θα έπρεπε να αποκοπεί ο πληθυσμός από τους αντάρτες. Για περιοχές «αραιοκατοικημένες», όπως τα Βαλκάνια και η Ρωσία, συνέχιζε ο Λάντζ, ο πληθυσμός μεγάλων περιοχών θα μπορούσε να «συγκεντρωθεί και να φροντιστεί για μια περιορισμένη περίοδο σε μια κατάλληλη τοποθεσία εάν είχαν προβλεφτεί οι αρμόζουσες προμήθειες». Μια παρόμοια πρόταση για εφαρμογή σχεδίου μετακίνησης πληθυσμών στην Ήπειρο το φθινόπωρο του 1943 απορρίφθηκε από την Ανώτατη Διοίκηση. Ο Λαντζ θεωρούσε ότι μια τέτοια επιχείρηση θα ήταν αποδοτική και θα έλυνε περισσότερο τα χέρια του στρατού απέναντι στον πληθυσμό∙ η μετακίνηση θα ήταν μεν «εθελοντική», αλλά όποιος δεν θα δεχόταν να μετακινηθεί, θα παρέμενε στην περιοχή πολεμικών επιχειρήσεων με δικό του ρίσκο και θα θεωρείτο ως πρόσωπο ύποπτο για υποστήριξη των ανταρτών με όλες τις συνέπειες που θα συνεπαγόταν κάτι τέτοιο.
Βρίσκουμε πάντως στοιχεία μετακίνησης πληθυσμών στα πλαίσια εκκαθαριστικών επιχειρήσεων και μεταφοράς τους στην κατεχόμενη ζώνη, σε ένα είδος ομηρίας. Σύμφωνα με το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, στη διάρκεια εκκαθαριστικών επιχειρήσεων στο όρος Βέρμιο από τις 22 ως τις 27 Απριλίου 1944, «οικογένειαι πυρποληθέντων χωρίων και συλληφθέντες συνεκεντρώθησαν υπό των Γερμανών εις Πτολεμαΐδα».
Στη Βόρεια Πίνδο, σε εκκαθαριστική επιχείρηση, από τις 3 ως τις 16 Ιουλίου 1944, πυρπολήθηκαν χωριά της περιοχής και τα Γρεβενά. Σύμφωνα με το ανακοινωθέν του ΕΛΑΣ, «εκτός από το άλλο πλιάτσικο, πήραν μαζί τους 30.000 γιδοπρόβατα και 3.000 μεγάλα ζώα». Από τις 7 Αυγούστου, οι Γερμανοί στράφηκαν από την ανατολική προς τη δυτική Στερεά καταστρέφοντας τα χωριά της περιοχής στο διάβα τους και το Καρπενήσι δυο μέρες μετά. Στην Κεντρική και Ανατολική Στερεά, από τις 16 ως τις 20 Αυγούστου, από την Υπάτη οι γερμανικές δυνάμεις εφόρμησαν προς τα νότια και τα δυτικά καίγοντας και λεηλατώντας την περιοχή. Την ίδια περίοδο (Αύγουστος 1944) αναφέρονται από τις εκκαθαριστικές ενέργειες του γερμανικού στρατού στην περιοχή Γρεβενών-Βοΐου και Καστοριάς, η ολική καταστροφή ή λεηλασία ολική 64 χωριών και μερική 47 χωριών και αρπαγή ή εξόντωση χιλιάδων μικρών και μεγάλων ζώων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Εθνικής Αλληλεγγύης, τα επιταγμένα και εξοντωμένα ζώα την περίοδο της Κατοχής ήταν περίπου 933.000.

Όσο προχωρούσε η άνοιξη του 1944, γίνονταν βαρύτερες οι συνέπειες αυτής της επιχείρησης σκόπιμης καταστροφής της παραγωγικής υποδομής και των πλεονασμάτων της Ελεύθερης Ελλάδας σε συνδυασμό με την εξάντληση της προηγούμενης σοδειάς πιέζοντας τόσο τον πληθυσμό όσο και τον ΕΛΑΣ. Από την άλλη, και ενώ οι γερμανικές απαγορεύσεις διανομής της διεθνούς βοήθειας στην επαρχία είχαν γενικευτεί, αυτή η βοήθεια ολοένα και αυξανόταν σε όγκο αντιστρέφοντας με αυτόν τον τρόπο πλήρως τη σχέση μεταξύ πόλεων και υπαίθρου. Τώρα ήταν οι πόλεις που προσέλκυαν μάζες πενόμενων χωρικών για να επωφεληθούν από τη διανομή της διεθνούς βοήθειας. Σύμφωνα με τους Βρετανούς, το Μάιο η κατάσταση στις ελεύθερες περιοχές χαρακτηριζόταν τραγική.

Ο Χρήστος Βασματζίδης, υψηλόβαθμο στέλεχος της Αγροτικής Τράπεζας, συγκέντρωσε σημαντικά στοιχεία για την οικονομία της περιόδου, τα οποία έθεσε υπόψη τόσο στις υπηρεσίες του Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα όσο και στις ελληνικές και βρετανικές υπηρεσίες μετά τη δραπέτευσή του στη Μέση Ανατολή την άνοιξη του 1944. Λίγο πριν, στα μέσα Μάρτη συνέταξε μια έκθεση για τις καταστροφές στη δυτική Μακεδονία από τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με αυτήν, 131 χωριά είχαν πυρποληθεί ως τότε στις επαρχίες Σερβίων, Γρεβενών, Βοΐου, Κοζάνης, Εορδαίας και Καστοριάς αφήνοντας χωρίς στέγη και πόρους περίπου 85.000 άτομα:

Ολόκληρος η πυρποληθείσα περιοχή της περιφερείας Σερβίων εκηρύχθη «Νεκρά Ζώνη» και ο πληθυσμός αυτής εξεδιώχθη από τας οικονομικάς του βάσεις. Επί των ερειπίων των κωμοπόλεων και χωρίων εφύτρωσαν χλόη, η ηρτημένη εσοδεία των χωριών κατεστράφη και εσάπισεν εις τους αγρούς. Άπαντα τα εντός των οικιών των υπάρχοντα εκάησαν. Μέρος του μοναδικού απομείναντος κινητού πλούτου του ζωικού κεφαλαίου των διηρπάγη, το δε πλείστον του υπολοίπου εξεποιήθη ινά διατραφούν και αποφύγουν τον εκ πείνης θάνατον αι οικογένειαι των πυροπαθών.

Οι γερμανικές επιχειρήσεις συνεχίστηκαν ολοένα και πιο καταστροφικές μέχρι την αποχώρησή τους. Ο αποκλεισμός της Ελεύθερης Ελλάδας από τη διανομή της διεθνούς βοήθειας σε συνδυασμό με τη μεθοδική καταστροφή των αποθεμάτων και των υποδομών της δημιούργησε μια πραγματικά εφιαλτική κατάσταση για μεγάλο μέρους του πληθυσμού. Οι καταστροφές αυτές και η κατάσχεση τροφίμων ήταν φυσικά εντελώς έξω από κάθε δίκαιο. Μονάχα πολύ αργά, τον Αύγουστο του 1944, όταν ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός απείλησε με ολοκληρωτική διακοπή της δραστηριότητάς του, η Ομάδα Στρατιών Ε διέταξε την απαγόρευση κατάσχεσης τροφίμων ως αντίποινα σε αντάρτικες επιχειρήσεις και τη διαχείριση των αποθεμάτων σε περιοχές επιχειρήσεων ως πολεμικό λάφυρο. Η όψιμη αυτή παρέμβαση δεν είχε κανένα αντίκρισμα μιας και αφενός το μεγάλο μέρος της καταστροφής είχε ήδη συντελεστεί αλλά και αφετέρου δεν σταμάτησαν μέχρι την τελευταία στιγμή οι τρομοκρατικές επιχειρήσεις, ενισχυμένες μάλιστα από τα Τάγματα Ασφαλείας και τις ένοπλες συμμορίες συνεργασίας.
Εξιστορεί ο Βένγκερ, αντιπρόσωπος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στη Θεσσαλονίκη, ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο στις 28 Σεπτεμβρίου 1944, καθώς μετέβαινε στην Κοζάνη:

Εις το 30όν χλμ. της οδού προς Βέρροιαν διερχόμεθα δια της Νέας Χαλκιδόνος ήτις ευρίσκετο εν μέσω φλογών. Κατόπιν της καταλήψεως της Κοινότητος ταύτης κατά την πρωΐαν της ημέρας εκείνης υπό των ανταρτών, οι Γερμανοί, βοηθούμενοι υπό των οπαδών του Πούλου, απώθησαν τους αντάρτας προς τας θέσεις Κουφάλα και Πέλλα θέσαντες πυρ εις Ν. Χαλκιδόνα.
Χωρίς να σταματήσωμεν, εύρομεν τον καιρόν να διαπιστώσωμεν τας λεηλασίας εις τας οποίας επεδίδοντο ούτοι προτού θέσωσι πυρ. Εντός μεγάλων φορτηγών αυτοκινήτων είχον συσσωρευφθή έπιπλα, κλινοσκεπάσματα παντός είδους, τρόφιμα, πουλερικά, χοίροι και μόσχοι.

Η μάχη της σοδειάς

Η κατάσταση που δημιουργήθηκε με την απαξίωση της εγχώριας παραγωγής λόγω του επισιτισμού των πόλεων από τη διεθνή βοήθεια και την έντονη πίεση που ένιωθαν οι αποκλεισμένοι από αυτή τη βοήθεια ορεινοί και ημιορεινοί πληθυσμοί, που είχαν υποστεί τις συνέπειες των συστηματικών γερμανικών καταστροφών, μας εξηγεί την ένταση γύρω από την παραγωγή του 1944, που έμεινε γνωστή ως «μάχη της σοδειάς». Οι Γερμανοί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να καταστρέψουν την εγχώρια παραγωγή, εφόσον δεν μπορούσαν να την ελέγξουν, μιας και δεν τους ήταν απαραίτητη για τη συντήρηση της κατεχόμενης ζώνης. Αντίθετα, τόσο για τον ΕΛΑΣ όσο και τους πληθυσμούς που είχαν υποστεί τις συνέπειες των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, η παραγωγή αυτή ήταν κυριολεκτικά ζήτημα ζωής ή θανάτου. Το ΕΑΜ κατάφερε να προσδώσει πολιτικά χαρακτηριστικά και να οργανώσει σε κίνημα τον ορεινό πληθυσμό που προσέβλεπε στην παραγωγή του κάμπου, από την Πελοπόννησο ως τη Μακεδονία με επίκεντρο φυσικά την περιοχή της Θεσσαλίας.
Η έκβαση της μάχης για τη σοδειά του 1944 κατά τόπους είχε άμεση επίπτωση στην κατάσταση του πληθυσμού. Στη δυτική Μακεδονία, η συνέχιση των καταστροφών από τα γερμανικά στρατεύματα και τους ντόπιους συνεργάτες τους απειλούσε την επιβίωση του. Σύμφωνα με στέλεχος του Ερυθρού Σταυρού το Σεπτέμβριο του ’44, «η επισιτιστική κατάστασις της Δυτικής Μακεδονίας δέον να θεωρείται δυσχερεστάτη. Μέγα μέρος του πληθυσμού απειλείται από λιμόν, η ετησία παραγωγή υπήρξεν ικανοποιητική δεδομένου όμως ότι τα χωρία και η παραγωγή συγχρόνως κατεστράφησαν δεν δύναται κανείς να υπολογίζη εις τον εφοδιασμόν του πληθυσμού δι’ αυτού του μέσου».
Το καλοκαίρι του 1944, η Πελοπόννησος κηρύχτηκε από τις γερμανικές δυνάμεις «εμπόλεμη ζώνη». Η διεθνής βοήθεια θα πήγαινε μόνο σε περιοχές «αι οποίαι εξεκαθαρίσθησαν από τας εν αυτή δρώσας συμμορίας, εφ’ όσον έχουν αποσυρθή εξ αυτών τα γερμανικά στρατεύματα». Η βοήθεια θα πήγαινε σε κάθε οικογένεια για τις ανάγκες μέχρι ενός μήνα ενώ απαγορευόταν η διατήρηση αποθηκών τροφίμων.
Στη Θεσσαλία δόθηκε με τη μεγαλύτερη αποφασιστικότητα αλλά και αποτελεσματικότητα η μάχη για τη σοδειά. Αυτή η κινητοποίηση είχε ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα για τη σπορά μεγάλων εκτάσεων και την αύξηση της παραγωγής. Η Περιφερειακή Επιτροπή του ΕΑΜ Ελασσόνας, με εγκύκλιό της προς τις τομεακές και τμηματικές επιτροπές της, ανέφερε την ανάγκη γενικής εξόρμησης για τη σπορά. Την ανάγκη διαφώτισης των αγροτών για την ανάπτυξη πνεύματος αλληλεγγύης. Πρότεινε να ξεκινήσουν οι οργανωμένοι στο ΕΑΜ αγρότες να δίνουν σπόρο, ζώα και χωράφια σε όσους δεν έχουν με ενοίκιο ή αντάλλαγμα σε προσωπική εργασία. Επίσης πρότεινε την κινητοποίηση των οργάνων της αυτοδιοίκησης για την απόσπαση σπόρων και εργαλείων από την Ένωση Συνεταιρισμών και δανείων από την Αγροτική Τράπεζα. Τέλος υποδείκνυε τη σπορά των χωραφιών των ανταρτών και τη σπορά από μεριάς των οργανώσεων για το ΕΑΜ. Η τεχνογνωσία συλλογικής εργασίας των ελλήνων αγροτών οργανωνόταν πολιτικά από το ΕΑΜ που αποτελεί πλέον ένα δίκτυο το οποίο εκτείνεται από τις κρατικές υπηρεσίες μέχρι τους παραγωγούς. Για την εξεύρεση σπόρων μεριμνούν τα στελέχη του ΕΑΜ μέσα στην Αγροτική Τράπεζα και ακόμη στο Υπουργείο Γεωργίας. Επίσης λειτουργεί ο δανεισμός σπόρων μεταξύ παραγωγών που θα επιστραφεί μετά το θερισμό.
Στις σιτοπαραγωγές περιοχές, είτε οι Γερμανοί είτε και αυτόνομα οι ντόπιες ένοπλες ομάδες συνεργασίας προσπάθησαν να οικειοποιηθούν μέρος της παραγωγής. Αυτό γινόταν επιβάλλοντας φόρο επί της παραγωγής που εισέπρατταν εφοριακοί ή δημοτικοί υπάλληλοι μέσω των αλωνιστικών συγκροτημάτων. Η τοπική αντίδραση συνίστατο στο διώξιμο των υπαλλήλων αυτών και των αλωνιστικών μηχανών, πράγμα που συνεπαγόταν τη συγκομιδή του καρπού με αυτοσχέδια μέσα (δοκάνες), που σήμαινε επιβράδυνση της όλης διαδικασίας και ανάγκης για περισσότερη χειρωνακτική εργασία.
Πολλές φορές αυτή η αντίδραση οδηγούσε σε ένοπλες επεμβάσεις των κατακτητών και των συνεργατών τους, που έφτανε σε κανονικές μάχες όπως στο θεσσαλικό κάμπο. Για το λόγο αυτό, η συγκομιδή και η μεταφορά της σοδειάς γινόταν βάσει σχεδίου προστασίας τους. Ενόψει της μάχης της σοδειάς, η 1η Μεραρχία του ΕΛΑΣ συγκρότησε την 1η Εφεδρική Μεραρχία Θεσσαλίας από τις δυνάμεις του εφεδρικού ΕΛΑΣ της περιοχής και επίσης συγκρότησε το Μικτό Απόσπασμα, αποτελούμενο από δύο τάγματα ανταρτών, ένα σύνταγμα του εφεδρικού ΕΛΑΣ και μια ίλη με ουλαμό πολυβόλων του Ιππικού. Σύμφωνα με τον Μπουκουβάλα, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ, τον Ιούνιο του 1944, σε δέκα μέρες είχαν εξαρθρώσει το θεσσαλικό σιδηροδρομικό δίκτυο (Βόλος, Βελεστίνο, Φάρσαλα, Τρίκαλα, Καρδίτσα, Λάρισα)· μόνο η γραμμή Λάρισα-Αθήνα ήταν σε λειτουργία και οι βασικές οδικές αρτηρίες. Ο ΕΛΑΣ εγκατέστησε με τη σειρά του μόνιμα ή ημιμόνιμα φυλάκια στους επαρχιακούς δρόμους (αμαξόδρομους).
«Ειδικά συγκροτημένες ομάδες θεριστών» έκαναν το θερισμό στα πιο επικίνδυνα σημεία του κάμπου ενώ ο αλωνισμός γινόταν σε ασφαλέστερες περιοχές, όπου μεταφέρονταν τα θερισμένα. Και εδώ οι αγρότες δεν συγκέντρωναν τα θερισμένα σε μεγάλες θημωνιές αλλά σε μικρές ποσότητες για το φόβο του εμπρησμού. Τόσο ο ΕΛΑΣ όσο και οι Γερμανοί με τα ΕΑΣΑΔ προσπαθούσαν να ελέγξουν χώρους θερισμού και αλωνισμού εγκαθιστώντας αλωνιστικά συγκροτήματα και ταυτόχρονα να καταστρέψουν τις εγκαταστάσεις του αντιπάλου. Οι μάχες εντάθηκαν και εξαπλώθηκαν όλο το καλοκαίρι σε μια γενικευμένη μάχη, από την οποία οι αντιστασιακές δυνάμεις βγήκαν ενισχυμένες ματαιώνοντας άλλη μια προσπάθεια των κατακτητών να τις εξαρθρώσουν καταστρέφοντας την παραγωγική τους βάση. Αντιθέτως, οι συγκρούσεις αυτές οδήγησαν στην εξάρθρωση της ντόπιας ένοπλης συνεργασίας με τη μορφή της οργάνωσης ΕΑΣΑΔ.
Για τη μεταφορά των σιτηρών στα ορεινά επιλέχτηκε η επίταξη μεταφορικών ζώων και η αποζημίωση των κατόχων τους με προσωρινές αποδείξεις που θα αντικαθιστούνταν από ομόλογα. Η δε εργασία των ορεινών πληθυσμών στο θερισμό του κάμπου, κάτι όχι το ασύνηθες, προκρινόταν από την ΠΕΕΑ ως μέσο εξασφάλισης των αναγκαίων προς το ζην. Το ΕΑΜ, ως ένα ενιαίο πλέγμα μεταξύ κινήματος και οιονεί κράτους, κατάφερε να ενοποιήσει οικονομικά, κοινωνικά και εντέλει πολιτικά τον πληθυσμό της υπαίθρου. Οι ορεινοί πληθυσμοί, που για μεγάλο διάστημα επωμίστηκαν τη συντήρηση της ένοπλης Αντίστασης και που υπέστησαν τις μεγαλύτερες καταστροφές από τις γερμανικές και όχι μόνο επιχειρήσεις, μπόρεσαν, μέσω της «μάχης της σοδειάς», να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους με αντάλλαγμα την εργασία τους που ήταν απαραίτητη στους παραγωγούς του κάμπου για τη συγκομιδή της σοδειάς. Η αναγκαστική επιστροφή σε αρχαϊκές μεθόδους αγροτικής εργασίας για την αποφυγή των αλωνιστικών συγκροτημάτων που συνοδεύονταν από το δωσίλογο μηχανισμό, πολλαπλασίασε την ανάγκη εργατικών χεριών αλλά και την αξία της εργασίας τους.

Συμπερασματικά

Η αγροτική οικονομία της Ελλάδας επηρεάστηκε ποικιλότροπα από την περίοδο της Κατοχής. Μπορεί οι άμεσες επιπτώσεις της κατάκτησης να μην ήταν εξαρχής τόσο καταστροφικές όσο την κατέγραφαν οι επίσημες υπηρεσίες ορμώμενες από άλλα κίνητρα, όμως οι γενικότερες κοινωνικοπολιτικές αναταράξεις της περιόδου επηρέασαν σε τέτοιο βαθμό τον πληθυσμό της υπαίθρου ώστε να αλλάξει σε μεγάλο βαθμό το τοπίο. Η αγροτική παραγωγή κρατήθηκε σε επίπεδα ικανά να συντηρήσουν τον πληθυσμό της υπαίθρου και επιπρόσθετα να υποστηρίξουν έναν στρατό, τον ΕΛΑΣ. Χρειάστηκε για αυτό μια προσφυγή σε εφεδρείες μέσων και μεθόδων από το παρελθόν στο επίπεδο τόσο της παραγωγής όσο και της ανταλλαγής και της ευρύτερης οικονομικής λειτουργίας (νομισματική κυκλοφορία, αμοιβή εργασίας αλλά και τρόπου διαβίωσης). Ανακόπηκε όμως η αυξητική πορεία της εγχώριας παραγωγής, που είχε φτάσει κοντά στη σιτάρκεια, και συνάμα απαξιώθηκε, μαζί με το ανθρώπινο δυναμικό της υπαίθρου, από την αυξανόμενη εισαγωγή τροφίμων από το εξωτερικό που εξάρτησε και σε αυτό το κρίσιμο επίπεδο τη χώρα από τη διεθνή βοήθεια αρχικά και από τη διεθνή αγορά κατόπιν. Η περίοδος του Εμφυλίου που ακολούθησε, ενέτεινε αυτήν την πορεία με τη μαζική εκδίωξη των αγροτών από την ύπαιθρο, που εφάρμοζε τελικά τις προτάσεις Λαντζ, και την τελική εξώθησή τους τόσο στην πολιτική προσφυγιά όσο αργότερα και στη μαζική οικονομική μετανάστευση. Η οικονομική ιστορία, τόσο η αγροτική όσο και η γενικότερη, της περιόδου της Κατοχής είναι ένα ανοιχτό πεδίο προς διερεύνηση και ως χωριστή περίπτωση και κυρίως ενταγμένη στην ελληνική ιστορία του 20ού αιώνα.