Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

Το άγνωστο ’40 - η καταστολή του "εσωτερικού εχθρού"

(δημοσιεύτηκε στις 25 Οκτωβρίου στον Ιό της Ελευθεροτυπίας)

Με το χαμόγελο στα χείλη πηγαίναν οι φαντάροι μας μπροστά. Όσοι θεωρήθηκε πως δεν χωρούσαν σ' αυτό το σχήμα, είχαν άλλωστε περάσει στην αρμοδιότητα των υπηρεσιών του Μανιαδάκη.

Κάθε πόλεμος, ακόμη κι ο πιο δίκαιος και αμυντικός, έχει μια εμφύλια διάσταση. Οχι με την αφηρημένη φιλοσοφική προσέγγιση ότι όλοι οι άνθρωποι είναι, σε τελική ανάλυση, αδέρφια. Αλλά επειδή στις ανθρώπινες κοινωνίες υπάρχουν πάντοτε κάποιες μερίδες του πληθυσμού που οι καθοδηγητές της πολεμικής προσπάθειας ταυτίζουν με τον εχθρό ή θεωρούν εμπόδιο στον αγώνα του έθνους.

Η μεταχείριση αυτού του (υπαρκτού ή δυνάμει) «εσωτερικού εχθρού» ποικίλλει από σύρραξη σε σύρραξη, ανάλογα με την ένταση του κινδύνου αλλά και ανάλογα με τα ιδιαίτερα πολιτικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος κάθε εμπόλεμης χώρας.

Στις δημοκρατικές π.χ. και συνάμα ρατσιστικές ΗΠΑ του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, 80.000 αμερικανοί πολίτες ιαπωνικής καταγωγής και 40.000 ιάπωνες μετανάστες πρώτης γενιάς κλείστηκαν το 1942 «προληπτικά» σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ οι (λευκοί) αμερικανοί πολίτες γερμανικής καταγωγής είχαν σαφώς καλύτερη τύχη: ως φαντάροι, στάλθηκαν απλώς να πολεμήσουν τους Γιαπωνέζους στον Ειρηνικό κι όχι τους «ομόφυλούς» τους στην Ευρώπη. Στην εξίσου δημοκρατική Γαλλία, πάλι, κάπου 600.000 γερμανόφωνοι πολίτες απομακρύνθηκαν αναγκαστικά το 1939-40 από τις παραμεθόριες περιοχές της Αλσατίας και της Λωραίνης για λόγους «εθνικής ασφαλείας».

Ο ελληνοϊταλικός κι ελληνογερμανικός πόλεμος του 1940-41 δεν θα μπορούσε ν’ αποτελέσει εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα. Από τη στιγμή μάλιστα που η διεξαγωγή του καθοδηγούνταν από τή φασίζουσα δικτατορία της 4ης Αυγούστου, η προληπτική καταστολή του «εσωτερικού εχθρού» δεν μπορούσε παρά να πάρει ολοκληρωτικές διαστάσεις.

Η εσωτερική αυτή διάσταση του «έπους του σαράντα» έχει ωστόσο διαγραφεί εντελώς από τη συλλογική μνήμη. Αποτελεί θέμα ταμπού, όχι μόνο για τους παραδοσιακούς οπαδούς μιας «εθνικά καθαρής» Ιστορίας, αλλά και για το «μετα-αναθεωρητικό» ρεύμα που υπερπροβάλλει τις εμφύλιες συγκρούσεις της κατοχικής περιόδου, με στόχο την απονομιμοποίηση της εαμικής Αντίστασης – όχι όμως και της «συντεταγμένης», εθνικόφρονος Πολιτείας.


Η επίσημη εκδοχή

Ας επιστρέψουμε, όμως, στην καταστολή του «εσωτερικού εχθρού» το 1940-41. Μια πρώτη, γενική εικόνα μας δίνουν οι επίσημες Ιστορίες των σωμάτων ασφαλείας της εποχής.

«Από της πρώτης στιγμής της κηρύξεως του πολέμου», διαβάζουμε στο λεύκωμα που εξέδωσε το 1961 για τα σαραντάχρονά της η Αστυνομία Πόλεων, «η Αστυνομία Αθηνών επεφορτίσθη, ως ήτο επόμενον, με σοβαρά εθνικά και κοινωνικά καθήκοντα. Συνέλαβε τους υπηκόους των χωρών του Αξονος, ως και τα εθνικώς ύποπτα άτομα, τα οποία, αφ’ ενός μεν υπήρχε πιθανότης να κινηθούν κατασκοπευτικώς, αφ’ ετέρου δε να δημιουργήσουν πνεύμα ηττοπαθείας εις τον πληθυσμόν της πρωτευούσης. Το έργον τούτο, λίαν λεπτόν και δυσχερές, εξετελέσθη ταχύτατα, βάσει επιμελώς κατηρτισμένου σχεδίου» (σ.65).

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται κι ο επίσημος ιστοριογράφος της Χωροφυλακής (επί χούντας), πανεπιστημιακός καθηγητής Απόστολος Δασκαλάκης:

«Επρεπε να συλληφθούν ή να τεθούν υπό αυστηράν επιτήρησιν οι δρώντες εις τα παρασκήνια και παρακολουθούμενοι έως τότε κομμουνισταί, ως και πάντα τα εν γένει ύποπτα και επικίνδυνα δι’ ανατρεπτικήν ή υπονομευτικήν του εθνικού φρονήματος δράσιν άτομα. Το έργον τούτο η Χωροφυλακή επετέλεσε καθ’ άπασαν την χώραν μετ’ εκπληκτικής ταχύτητος, κατά το μέγιστον δε μέρος αυτήν την 28ην Οκτωβρίου. Ούτως, από της πρώτης ημέρας του πολέμου εδραιώθη η εσωτερική ασφάλεια, εξέλιπε πας κίνδυνος εις το εσωτερικόν και ο Ελληνικός Λαός με ακμαίον ηθικόν διεδήλωνεν αυθορμήτως τον ενθουσιασμόν του» («Ιστορία Ελληνικής Χωροφυλακής 1936-1950», Αθήναι 1973, τ.Α΄, σ.86-7).

Κάπως διαφωτιστικότερη για τα χαρακτηριστικά του «εσωτερικού εχθρού» είναι η υπηρεσιακή διαταγή, βάσει της οποίας εξαπολύθηκε το ανθρωποκυνηγητό – οι απόρρητες «Κανονιστικαί Οδηγίαι επιστρατεύσεως των Σωμάτων Ασφαλείας» που είχε εκδόσει το 1939 ο υφυπουργός Ασφαλείας Κωνσταντίνος Μανιαδάκης και παραθέτει η επίσημη Ιστορία της Χωροφυλακής.

«Τα Σώματα Ασφαλείας», διαβάζουμε εκεί, «εν περιπτώσει επιστρατεύσεως:

* Φροντίζουσι δια την κατάπνιξιν και εξαφάνισιν πάσης αντιδραστικής ιδέας φιλειρηνικής και κατά του πολέμου και της υπάρξεως προπαγάνδας, υφ’ οιονδήποτε πρόσχημα εν τη ημετέρα χώρα (Ορα οδηγίας υπ’ αριθ. 7).

* Επιμελούνται της διώξεως του κομμουνισμού και της πολιτικής αντιδράσεως (Ορα οδηγίας υπ’ αριθ.11).

* Επιμελούνται της εφαρμογής των ισχυουσών διατάξεων κατά των ασκούντων προπαγάνδας (Ορα οδηγίας υπ’ αριθ.12).

* Επιφορτίζονται με την υποχρέωσιν της αυστηράς παρακολουθήσεως των εν τη ημετέρα χώρα εγκατεστημένων αλλοδαπών και μειονοτήτων (Ορα οδηγίας υπ’ αριθ.13)» (όπ.π., σ.79-80).

Δυστυχώς, ο Δασκαλάκης δεν δημοσιεύει το κείμενο των επιμέρους «οδηγιών». Για την πληρέστερη επισκόπηση του ζητήματος, θα πρέπει έτσι να καταφύγουμε σε άλλες πηγές.


Οι «κόκκινοι»

Με δεδομένο τον υστερικό αντικομμουνισμό της 4ης Αυγούστου, αλλά και την έντονα αντιμιλιταριστική κι αντιεθνικιστική δραστηριότητα των κομμουνιστών στο μεγαλύτερο μέρος του Μεσοπολέμου, η προληπτική εξουδετέρωση των οπαδών της Αριστεράς ήταν μάλλον αναμενόμενη. Καθώς μάλιστα τα ενεργά μέλη του ΚΚΕ την 28η Οκτωβρίου βρίσκονταν είτε σε φυλακές κι εξορίες είτε σε βαθιά παρανομία, η εκκαθάριση επικεντρώθηκε σε όσους είχαν παλιότερα «μολυνθεί» από τον «ιό» του «μπολσεβικισμού» ή είχαν συμμετάσχει ενεργά στο εργατικό κίνημα. Η δημόσια τοποθέτηση του φυλακισμένου Ζαχαριάδη υπέρ του πολέμου κι η ενθουσιώδης συστράτευση πολλών αριστερών κατά του εισβολέα ελάχιστα επηρέασαν αυτό το κλίμα.

«Ηταν όλος ο κρατικός μηχανισμός, ο Στρατός και η Χωροφυλακή, εμποτισμένοι με κακόβουλες συκοφαντικές αντιλήψεις από την προπαγάνδα της άκρας δεξιάς», θυμάται χαρακτηριστικά ένας συνδικαλιστής καπνεργάτης. «Εβλεπαν τους καπνεργάτες και κάθε προοδευτικό με αποστροφή και δε θα ήταν υπερβολικό αν έλεγα με μίσος. Και αυτό έγινε ακόμη πιο φανερό εκείνες τις ώρες. Πολλοί από τους πατριώτες που έτρεχαν με ενθουσιασμό να καταταγούν στις στρατιωτικές τους μονάδες, βρέθηκαν σημαδεμένοι στα μητρώα του λόχου τους και το σημάδεμα αυτό σήμαινε την υποβάθμιση του πατριωτισμού τους.

Στρατολογικά υπάγομαι στο νομό Εβρου. Οταν ύστερα από αφάνταστες ταλαιπωρίες κατόρθωσα να φτάσω στο λόχο μου, το όνομά μου ήταν υπογραμμισμένο με κόκκινη μελάνη. Αποτέλεσμα: δε με όπλισαν, αλλά με έριξαν στο Λόχο Σκαπανέων, όπου βρήκα πολλούς άλλους πατριώτες. Υπηρετήσαμε για πολύ καιρό με τους ανεπιθύμητους Τούρκους, Πομάκους και βουλγαρόφωνους. Υστερα από την επιφυλακτική αναγνώριση για το ειλικρινές ή όχι περιεχόμενο που είχε το γράμμα του Ζαχαριάδη, άλλους όπλισαν και άλλους έβαλαν να δουλεύουν σε οχυρωματικά και δημόσια έργα» (Γιώργος Πέγιος, «Από την ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος της Καβάλας», Αθήνα 1984, σ.124).

Σε «πειθαρχικό λόχο» μουλαράδων κατέληξε κι ένας άλλος προπολεμικός κομμουνιστής, από τα Χανιά τούτη τη φορά. Στο στρατολογικό γραφείο, ενημερώθηκε απ’ το γραφέα ότι «στο απολυτήριο είχαν κάμει χαρακτηριστικό σημάδι πως είμαι κομμουνιστής και μου είπε να είμαι προσεκτικός». Πριν η μονάδα του μπει στο αλβανικό έδαφος, όλοι οι «χαρακτηρισμένοι» στρατιώτες προειδοποιήθηκαν από τους αξιωματικούς πως θα εκτελεστούν με συνοπτικές διαδικασίες «αν χύσουν το δηλητήριό τους στις τάξεις του στρατού». Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου οι διακρίσεις σε βάρος τους ήταν φανερές, με κυριότερη την εξαίρεσή τους απ’ τη διανομή της (πολύτιμης) «φανέλας του στρατιώτη» (Χρήστος Ρουμελιωτάκης, «Γράμμα στο γιο μου από τον πόλεμο της Αλβανίας», Αθήνα 1981, σ.12, 36-8 & 48-9).

Για το μηχανισμό του φακελώματος, μια ιδέα μας δίνει σε παλιότερη συνέντευξή του ο εκλιπών Παύλος Κούφης, δάσκαλος κι έφεδρος αξιωματικός από τα Αλωνα της Φλώρινας: «Προτού να κηρυχθεί η επιστράτευση, το 1940, με κάλεσαν στο Στρατολογικό Γραφείο. Σκαλίζαμε τα μητρώα κλπ. Υπήρχαν εκεί ονόματα σημαδεμένα, με πράσινο ή κόκκινο. Το πράσινο σήμαινε ότι είναι Βούλγαρος, το κόκκινο ότι είναι κομμουνιστής».


Οι «ηττοπαθείς»

Μια δεύτερη κατηγορία διωχθέντων πολιτών ήταν όσοι θεωρήθηκαν από τις υπηρεσίες ασφαλείας του Μανιαδάκη ότι συνέβαλλαν στην καλλιέργεια αισθημάτων «ηττοπάθειας» στον πληθυσμό.

Από τα αρχεία της Γενικής Διοικήσεως Δυτικής Μακεδονίας πληροφορούμαστε π.χ. ότι στις 24.12.1940 προφυλακίστηκε ο 20χρόνος Δ.Φ., κάτοικος Νυμφαίου Φλωρίνης και «τελειόφοιτος της εν Θεσ/νίκη Ρουμανικής Εμπορικής Σχολής», «ίνα δικασθή» από το Στρατοδικείο Κοζάνης «ως υπαίτιος του ότι κατά τας αρχάς Δεκεμβρίου 1940, ανεκοίνωσεν εις τον Δ.Μ. και εις ιδιώτας προφορικάς ειδήσεις δυναμένας να εμβάλωσιν εις ανησυχίαν τους πολίτας ήτοι ότι ‘οι δικοί μας οπισθοχωρούν, νικήθηκαν από τους Ιταλούς και οι Ιταλοί βάλανε δύναμη μεγάλη κτλ’». Η σύλληψη και παραπομπή του έγινε με πρωτοβουλία της τοπικής Χωροφυλακής. Στις 13.1.41, άλλο έγγραφο του ίδιου αρχείου πιστοποιεί ότι στις φυλακές Κοζάνης κρατείται κι ένας στρατιώτης, «δυνάμει καταδικαστικής αποφάσεως επί διαδόσει ανησυχητικών ειδήσεων».

Η «προστασία» αυτή της ηρεμίας του κοινού πήρε κάποιες φορές κωμικές διαστάσεις. Σαράντα μέρες μετά την επιστροφή του από την εξορία, ο άκρως εθνικόφρων απόστρατος βενιζελικός στρατηγός Στυλιανός Γονατάς μεταφέρθηκε τα ξημερώματα της 20.2.1941 από όργανα της Ειδικής Ασφάλειας στο Ελληνικό, όπου και παρέμεινε «εν απομονώσει και υπό φρούρησιν». Οπως διαβάζουμε στη σχετική απόφαση της Επιτροπής Δημοσίας Ασφαλείας που συνεδρίασε το μεσημέρι της ίδιας μέρας, η ήπια αυτή «εκτόπιση» του γηραιού πολιτικού έγινε «διότι η παρουσία του εις Αθήνας και αι συναντήσεις αυτού μετά διαφόρων προσώπων, δημιουργούσι φήμας και συζητήσεις μη εποικοδομητικάς της απολύτου γαλήνης, της οποίας έχει ανάγκην η Χώρα, ίνα αντιμετωπίση τας εκτάκτους και κρισίμους περιστάσεις, τας οποίας διέρχεται». Την απόφαση υπέγραφαν ο νομάρχης Αττικοβοιωτίας Πεζόπουλος, ο εισαγγελέας Ηλίας Μικρουλέας κι ο αντισυνταγματάρχης Χωροφυλακής Ιωάννης Μπαϊλάκης (Στ. Γονατάς, «Απομνημονεύματα», Αθήναι 1958).


Η «Πέμπτη Φάλαγγα»

Η εξουδετέρωση των πρακτόρων του αντιπάλου, πραγματικών ή εικαζόμενων, αποτελεί πάγιο συστατικό στοιχείο κάθε πολέμου. Για την έκταση που πήρε η εφαρμογή του μέτρου στην Ελλάδα το 1940-41, αποκαλυπτικός είναι ο επίσημος ιστοριογράφος της Αστυνομίας Πόλεων (και στέλεχος του διαβόητου «Μηχανοκινήτου» επί Κατοχής), Νικόλαος Αρχιμανδρίτης:

«Την 28.10.1940 συνελήφθησαν εντός 2 ωρών άπαντα τα εν τη περιοχή της Πρωτευούσης μέλη των ιταλικών δικτύων κατασκοπείας και προπαγάνδας ως και έτεροι χίλιοι Ιταλοί ύποπτοι, μέχρι δε της 13 ώρας της 6ης Απριλίου [1941] άπαντα τα μέλη των υφισταμένων εννέα Γερμανικών δικτύων κατασκοπείας και προπαγάνδας και άπαντες οι Γερμανοί ύποπτοι, 3.500 εν συνόλω» («Η Αστυνομία Πόλεων από της ιδρύσεώς της μέχρι σήμερον», Αστυνομικά Χρονικά, 1.11.1954, σ.1680).

Ο ίδιος μας πληροφορεί επίσης ότι «ελήφθησαν δηλώσεις αποκηρύξεως της Ιταλικής Ιθαγενείας εκ μέρους χιλιάδων Ιταλών». Προφανώς, αξιοποιήθηκε η πλούσια πείρα της ειρηνικής περιόδου στον ίδιο τομέα.

Η μεταχείριση των ιταλών υπηκόων φαίνεται πως υπήρξε, πάντως, αισθητά ηπιότερη: «Οι ιταλικές οικογένειες οδηγήθηκαν υπό περιορισμό στον περιτοιχισμένο χώρο της ιταλικής πρεσβείας» σημειώνει στις 28 Οκτωβρίου στο δημοσιευμένο ημερολόγιο του ο αμερικανός Λαίρντ Αρτσερ, διευθυντής τότε του «Ιδρύματος Εγγύς Ανατολής». Πέντε μέρες αργότερα, ο ίδιος πληροφορείται πως «το προσωπικό της ιταλικής πρεσβείας μαζί με άλλους 240 Ιταλούς φεύγουν σήμερα από την Ελλάδα». Καταγράφει, μάλιστα, και μια περίεργη εκδήλωση αβροφροσύνης του καθεστώτος Μεταξά προς τον Άξονα: «Αρχικά επρόκειτο να φύγουν 300, αλλά οι Γερμανοί ζήτησαν 60 θέσεις για δικούς τους». Μεταξύ των συλληφθέντων, από την άλλη, συγκαταλεγόταν τουλάχιστον «μια οικογένεια Εβραίων, που είχαν διαφύγει από την Ιταλία για να αποφύγουν τις διώξεις εναντίον της φυλής τους» («Βαλκανικό Ημερολόγιο 1936-1941», Εστία, Αθήνα 1993, σ.174 & 184).

Ακάλυπτοι από το διεθνές δίκαιο και τις διπλωματικές αλληλοεξυπηρετήσεις, οι έλληνες πολίτες που στοχοποιήθηκαν από τις υπηρεσίες του Μανιαδάκη υπήρξαν φυσικά λιγότερο τυχεροί, όπως διαπιστώνουμε από το (επίσης δημοσιευμένο) ημερολόγιο του Χριστόφορου Χρηστίδη: «1 Μαΐου 1941. Ηλθε να με δει ο Φώκος Δημητριάδης. Συνάντησε κάποιον, που χωρίς κανένα λόγο ήταν σε ελληνικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Αν όσα του διηγήθηκε είναι αλήθεια, οι κρατούμενοι πέρασαν πάρα πολύ άσκημα από τους χωροφύλακες, που επιπλέον τους εκμεταλλεύτηκαν αγρίως. Φοβούμαι πως, παρά τις υπερβολές, θα έχουν γίνει θλιβερά έκτροπα» («Χρόνια Κατοχής», Αθήνα 1971, σ.7).


Οι μειονότητες

Κάπως γνωστότερη έχει γίνει, τα τελευταία χρόνια, η «προληπτική» καταστολή των γλωσσικών και εθνικών πληθυσμιακών ομάδων που θεωρήθηκαν ύποπτες για συμπάθεια προς τον εισβολέα. Με εξαίρεση την ξεχασμένη σήμερα -αλλά σχετικά πολυπληθή τότε- ιταλική μειονότητα της Κέρκυρας και της Πάτρας (βλ. διπλανή στήλη).

Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας αριθμούσαν το 1940 κάπου 20.000 άτομα. Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου, οι αρχές συνέλαβαν κι εξόρισαν δεκάδες προκρίτους, ανάμεσά τους και μετριοπαθείς προσωπικότητες φιλικές προς την ελληνική διοίκηση. Μετά την ανακατάληψη της περιοχής απ’ τον ελληνικό στρατό στα μέσα Νοεμβρίου, και ως απάντηση στη συνεργασία μελών της μειονότητας με τον ιταλικό στρατό, οι εκτοπίσεις γενικεύτηκαν κι εκατοντάδες οικογενειάρχες στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

«Μόλις έφυγαν οι άντρες για εξορία», θυμάται ένας θεσπρωτός συγγραφέας, «τα έκτροπα σε βάρος των Μουσουλμάνων συνεχίστηκαν με διάφορες μορφές. Με το πρόσχημα της δήθεν ανάκρισης ή της δήθεν παρουσίας για προσωπική υπόθεση, καλούσαν στα γραφεία τους τις όμορφες χανούμισες και τις βίαζαν. Ορισμένοι χριστιανοί κάτοικοι οργίασαν. Οι λεηλασίες σπιτιών, οι αρπαγές ζώων φανερές. Οι βιασμοί κοριτσιών και γυναικών πολλοί και επώνυμοι. Η βίαιη έκδοση Μουσουλμανίδων, από ορισμένα χωριά, σε δημόσιους λειτουργούς, μεγάλη» (Γ. Σάρρας, «Μνήμες της τραγικής περιόδου», Αθήνα 2001, σ.52-3). Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής, στα χρόνια της Κατοχής, είναι γνωστές.

Παρόμοια μεταχείριση -με ανάλογα αποτελέσματα- επιφυλάχθηκε και στους σλαβόφωνους κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας, που το 1940 υπολογίζονταν μεταξύ 160 και 200.000.

«Η κήρυξις του ελληνοϊταλικού πολέμου και η διεξαγωγή αυτού», γράφει στην ημιεπίσημη ιστορία της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών ο κατοχικός Διευθυντής Νομαρχιών Μακεδονίας Αθανάσιος Χρυσοχόου, «έδωσαν αφορμήν εις την ελληνικήν κυβέρνησιν να επιληφθή της αντιμετωπίσεως του εσωτερικού τούτου προβλήματος, ως πρόχειρος δε λύσις εξευρέθη ο εις το εσωτερικόν της Ελλάδος εκτοπισμός των υπόπτων. Εγένετο προσφυγή εις τους καταλόγους της χωροφυλακής και ελήφθησαν αψυχολόγητα και εν πολλοίς άδικα μέτρα, παρασύραντα εις εκτοπισμούς ακραιφνείς Ελληνας, πατέρας ή αδελφούς διακρινομένων δια την εν τω μετώπων πολεμικήν των δράσιν στρατιωτών ή άλλους φιλησύχους» («Η Κατοχή εν Μακεδονία», τ.Β1, Θεσ/νίκη 1950, σ.15).

Ο ίδιος αναφέρει ότι, «εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, οι θεωρηθέντες ύποπτοι και εκτοπισθέντες ελήφθησαν εξ όλων των χωρίων, εις ά ωμιλείτο το σλαυόφωνον ιδίωμα» και θεωρεί πως το μέτρο τελικά εξυπηρέτησε τη βουλγαρική προπαγάνδα, αποξενώνοντας τους κατοίκους απ’ το ελληνικό κράτος. Την ίδια άποψη συμμερίζονται όλοι οι παρατηρητές της εποχής, εαμίτες κι εθνικόφρονες.

«Ενώ δεκαεπτά όλαι ηλικίαι ευρίσκοντο από την πρώτη στιγμή και εις την πρώτην γραμμήν υπό τα όπλα», γράφει π.χ. τον Ιανουάριο του 1944 στον εξόριστο πρωθυπουργό Τσουδερό ο Δημήτριος Λαμπράκης, «την ημέραν της ενάρξεως του πολέμου συνελήφθησαν και εξετοπίσθησαν τυχαίως και μοιραίως αρκεταί εκατοντάδες πατέρες και αδελφοί των στρατιωτών. Παρά πάσαν ενέργειαν εκρατήθησαν πεισμόνως μέχρι τέλους, μολονότι τα παιδιά των επολεμούσαν λαμπρότατα εις τα Αλβανικά βουνά και πολλοί ετραυματίζοντο, εφονεύοντο, ηνδραγάθουν». Ο δε Γεώργιος Μόδης, αφού περιγράφει εκτενώς στα απομνημονεύματά του την αδυναμία του να εμποδίσει τις εκτοπίσεις (σ.391-3), καταλήγει στην πικρή διαπίστωση πως «αποδειχθήκαμε άλλη μια φορά πόσον ανίκανοι είμαστε να διοικήσουμε λαούς».


Φάκελοι πολλαπλής χρήσης

Η αυξημένη «επαγρύπνηση» του μεταξικού καθεστώτος κατά του «εσωτερικού εχθρού» είχε κάποιες απρόβλεπτες συνέπειες. Μια απ’ αυτές ήταν η αντιστροφή της χρήσης των υπηρεσιακών φακέλων, που στις χαώδεις στιγμές της κατάρρευσης του μετώπου έπεσαν σε λάθος χέρια.

«Πλείστοι αστυνομικοί διέπραξαν εγκληματική επιπολαιότητα να εγκαταλείψουν άνευ ουδενός λόγου έκθετα τα εμπιστευτικά αρχεία των (Φλώρινα, Αμύνταιον)», διαβάζουμε χαρακτηριστικά σε επιστολή του Δημητρίου Λαμπράκη προς την εξόριστη κυβέρνηση (1944). «Οι Βούλγαροι έσπευσαν άμα τη εισόδω των Γερμανών να τα λάβουν υπό την κατοχήν των και να επιδεικνύουν εις τους διστακτικούς και αμφιρρέποντας ταύτα, εις τα οποία ανεγράφοντο και ούτοι ως ύποπτοι» (ΓΑΚ/Αρχείο Εμμ. Τσουδερού, φ.Ε16).

Το γεγονός επιβεβαιώνεται από «σημείωμα» της Υπηρεσίας Αλλοδαπών (22.7.1941) που φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ: «Η Νομαρχία Φλωρίνης αναφέρει ότι περιήλθον εις τας Βουλγαρικάς αρχάς και δια τούτων εις τας Γερμανικάς όλοι οι φάκελλοι και οι ονομαστικοί κατάλογοι των υπόπτων και ως Βουλγάρων χαρακτηριζομένων, ούτω βάσει των στοιχείων τούτων θα ζητηθή η λειτουργία Βουλγαρικών Σχολείων και Εκκλησιών».

«Η βουλγαρική προπαγάνδα τον καιρό της κατοχής είχε τις εγκληματικές συλλήψεις [του 1940-41] τρομερόν όπλο εναντίον μας», συνοψίζει την όλη εμπειρία ο φλωρινιώτης Γεώργιος Μόδης. «Η Χωροφυλακή της έδωσε και ένα άλλο. Διοικήσεις και Υποδιοικήσεις στην φυγή τους μπροστά απ’ την γερμανική προέλασι, άφησαν έκθετα και τα εμπιστευτικά τους αρχεία. Δε θέλησαν να εξοδεύσουν και ένα σπίρτο και να τους βάλουν φωτιά. Και οι πράκτορες του Κομιτάτου τα πήραν και έδειχναν σ’ ένα διστακτικόν ή και σταθερόν ιδικό μας την σελίδα όπου χαρακτηριζόταν ‘ύποπτος’, ‘επικίνδυνος’, ‘φανατικός Βούλγαρος’ κτλ» («Αναμνήσεις», Θεσ/νίκη 2004, σ.393).

Οι ατομικοί φάκελοι των «ύποπτων» Μακεδόνων δεν ήταν όμως το μοναδικό προϊόν των υπηρεσιών ασφαλείας που αξιοποίησε η βουλγαρική προπαγάνδα. Ερευνώντας τα αποχαρακτηρισμένα αρχεία του βουλγαρικού ΥΠΕΞ, ανακαλύψαμε ένα φάκελο που σχηματίστηκε το 1940 -κι εμπλουτίστηκε τα αμέσως επόμενα χρόνια- με «ντοκουμέντα για τα εθνικά προβλήματα της Βουλγαρίας σε σχέση με τις εργασίες της προσεχούς ειρηνευτικής διάσκεψης, μετά το τέλος του πολέμου» (TsDA, f.176k, op.21, a.e.2613). Το σημαντικότερο από τα έγγραφα που περιέχονται εκεί, και προορίζονταν να στηρίξουν τις βουλγαρικές αξιώσεις πάνω στην ελληνική Μακεδονία, είναι μια 17σέλιδη «στατιστική εθνολογική κατάστασις του [τότε] νομού Φλωρίνης κατ’ επαρχίας».

Καταρτισμένη το 1932 από το (ελληνικό) Β΄ Σώμα Στρατού, καταγράφει τόσο τον αριθμό των σλαβόφωνων κατοίκων ανά χωριό, όσο και την υπηρεσιακή ταξινόμηση των «εθνικών φρονημάτων» τους. Σε σύνολο 77.795 κατοίκων της επαρχίας Φλωρίνης, καταμετρούνται έτσι 60.288 «βουλγαρόφωνοι»: 11.554 «ελληνικής συνειδήσεως», 14.033 «βουλγαρόφρονες» και 34.701 «αμφίβολοι». Στην επαρχία Καστορίας, πάλι, από τους 57.867 κατοίκους «βουλγαρόφωνοι» είναι οι 28.513: 10.418 «ελληνοσυνείδητοι», 4.986 «βουλγαροσυνείδητοι» και 13.109 «αμφίβολοι».

Πώς να μην τρίβαν τα χέρια τους οι απροσδόκητοι παραλήπτες αυτού του «εθνοπρεπούς» συλλογικού φακελώματος;



Η ξεχασμένη μειονότητα

Μια από τις πληθυσμιακές ομάδες που στις 28 Οκτωβρίου 1940 βρέθηκαν στο στόχαστρο των υπηρεσιών ασφαλείας ήταν, αναπόφευκτα, και οι ιταλικές παροικίες της Κέρκυρας και της Πάτρας.

Συγκροτημένες κατά κύριο λίγο από απογόνους πολιτικών προσφύγων των επαναστάσεων του 1848, οι κοινότητες αυτές αριθμούσαν τουλάχιστον 1.500 άτομα στην Κέρκυρα και 2-3.000 στην Πάτρα. Πολιτικά δεν διαφοροποιούνταν ιδιαίτερα από τον ελληνόφωνο περίγυρό τους, παρά την ύπαρξη οργανωμένων πυρήνων του ιταλικού φασιστικού κόμματος. Οι Ιταλοπατρινοί άλλωστε είχαν παίξει παλιότερα καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του τοπικού σοσιαλιστικού και αναρχικού κινήματος.

Με το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου, το σύνολο αυτής της μειονότητας αντιμετωπίστηκε από τις αρχές ως de facto πέμπτη φάλαγγα. «Από της πρώτης ημέρας των εχθροπραξιών, η Αστυνομία της Κερκύρας προέβη εις την σύλληψιν και συγκέντρωσιν εντός του παλαιού φρουρίου απάντων των Ιταλικής καταγωγής Κερκυραίων και άλλων υπόπτων ή επικινδύνων δια την εθνικήν ασφάλειαν ατόμων. Το έργον τούτο ήχθη εις πέρας εντός ελαχίστου χρόνου», μας πληροφορεί χαρακτηριστικά το λεύκωμα της Αστυνομίας Πόλεων (σ.19).

Παρόμοιο ανθρωποκυνηγητό εξαπολύθηκε και στην Πάτρα: «Στις 5 το πρωί αστυνομικές δυνάμεις κυκλώσανε τη συνοικία του Αγίου Διονυσίου, όπου κατοικούσαν πολλοί ιταλοπατρινοί, για να τους συλλάβουνε. Πιάσανε όμως τους πιο ακίνδυνους, γιατί οι οργανωμένοι φασίστες ειδοποιημένοι από το τοπικό φάτσιο δεν κοιμηθήκανε εκείνο το βράδι στα σπίτια τους». Οι συλληφθέντες «κλειστήκανε στις φυλακές του Μαργαρίτη και στη Μέση Σχολή» (Βασίλης Λάζαρης, «Πολιτική ιστορία της Πάτρας», τ.Β΄, Αθήνα 1986, σ.403).

Η καταδίωξη συνεχίστηκε όλο το Νοέμβριο. Με έγγραφό της προς τις κατά τόπους αστυνομικές αρχές, η Στρατιωτική Διοίκηση Πατρών διαβίβασε π.χ. στις 19.11.40 καταστάσεις «ιταλών το γένος προσώπων, κατοικούντων και διαμενόντων εν Πάτραις και εν τοις περιχώροις», τα οποία σύμφωνα με πληροφορίες «δρώσιν αντεθνικώς, προπαγανδίζουν ιδέας και διασπείρουν φήμας προς τον σκοπόν να αποθαρρύνουν τον πληθυσμόν», ζητώντας την άμεση σύλληψή τους (όπ.π., τ.Γ΄, Αθήνα 1989, σ.43).

Αναλυτικές πληροφορίες παρέχει το πρόσφατα δημοσιευμένο «Ημερολόγιο» της τοπικής Χωροφυλακής (Ξενοφών Παπαευθυμίου, «Εδέχθημεν αεροπορικήν επιδρομήν, Πάτρα 2005). Ηδη από τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου, οι σταθμάρχες ενημερώνονται «να ώσιν έτοιμοι να συλλάβουσι τους Ιταλούς βάσει καταστάσεων» και λίγο μετά περνούν στη δράση: «Κατά διαταγήν Υφυπουργείου Δημοσίας Ασφαλείας συνελήφθησαν άπαντες οι Ιταλοί μέχρι της 8ης πρωινής ώρας» (σ.9). Το επόμενο διήμερο, ο επικεφαλής της Υποδιοίκησης πηγαίνει με 22 στρατιώτες στο Προάστειο, συλλαμβάνει 300 Ιταλούς και τους στέλνει «εις το στρατόπεδον συγκεντρώσεως εις Πάτρας» (σ.10-11). Μεταξύ 4–30 Νοεμβρίου ασχολείται, τέλος, «με την εκκαθάρισιν της περιφερείας από κρυπτομένους Ιταλούς υπηκόους και αλβανούς τοιούτους από ηλικίας 16-60 ετών» (σ.13).

Υπήρξαν και «παράπλευρα» θύματα: στις 29.10.40 στα Ζαρουχλέϊκα «δύο στρατιώται καταδιώκοντες φεύγοντα Ιταλόν και πυροβολούντες, εφόνευσαν εξ αμελείας δύο γυναίκας» (σ.10). Τρεις πάλι από τους 7 νεκρούς του ιταλικού βομβαρδισμού της 2.11.40 ήταν Ιταλοπατρινοί (σ.12).

Εξίσου προδιαγεγραμμένο υπήρξε το τέλος αυτής της «αλλογενούς» μειονότητας. Ηδη από την άνοιξη του 1944, ο βρετανός πρεσβευτής Ρέτζιναλντ Λίπερ προεξοφλούσε πως «οι 2.000 περίπου Ιταλοί της Πάτρας δεν μπορούν να παραμείνουν» μεταπολεμικά στη χώρα (FO 371/43775, Leeper to Eden 29.5.44, No 107). Την επαύριο της απελευθέρωσης καταγράφηκαν στην πόλη 1.943 άτομα, εργάτες κατά 90%, που περίμεναν μέρα με τη μέρα την εκδίωξή τους. «Τελικά το σύνολο σχεδόν των ιταλοπατρινών αναχώρησε για την Ιταλία, στα τέλη του Δεκέμβρη του 1945 με τις κορβέτες ‘Πάτραι’ και ‘Θεσσαλονίκη’, ενώ στην αχαϊκή πρωτεύουσα παρέμειναν μόνο εκατό οικογένειες» (Β. Λάσκαρης, όπ.π., τ.Δ΄, Πάτρα 1990, σ.53-4).

Συνοπτικότερες διαδικασίες υιοθετήθηκαν στην Κέρκυρα. Με την απελευθέρωση, η αστυνομία συνέλαβε όχι μόνο «τους Ιταλούς υπηκόους, οίτινες διέπραξαν εγκλήματα κατά του λαού» αλλά και «τα λοιπά μέλη της Ιταλικής παροικίας, προς πρόληψιν αυτοδικιών και αντεκδικήσεων εις βάρος των» (Λεύκωμα, σ.19-20). Στις 13.10.44 πραγματοποιήθηκε «αυθόρμητο συλλαλητήριο» με αίτημα την εκδίωξή τους κι αποτέλεσμα τον εγκλεισμό τους στο φρούριο της πόλης. Τέλος, «στις 7 Νοέμβρη φορτωθήκανε σε νορβηγικό φορτηγό που στείλανε οι Αγγλοι και πήγανε στην Ιταλία» (Οδυσσέας-Κάρολος Κλήμης, «Ιστορία νήσου Κέρκυρας», Κέρκυρα 1992, σ.174).


Ελευθεροτυπία, 25/10/2009