Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

65 χρόνια από τη μάχη στο Κιλκίς

(από τον ιστορικό Γιώργο Μαργαρίτη, στο Ριζοσπάστη της 29ης Νοεμβρίου 2009)

Αναμετρήθηκαν δυο κόσμοι


Πλήρης  στοίχιση
Για τις λεπτομέρειες της μάχης στο Κιλκίς στις 4 Νοέμβρη του '44, άλλοι είναι ίσως πιο αρμόδιοι από εμένα να μιλήσουν. Θα ήθελα, παρ' όλα αυτά, να ξεχωρίσω ένα στοιχείο από τα πολλά: Οι αριθμητικοί συσχετισμοί υπόσχονταν μία αβέβαιη μάχη: Από 6 έως 9.000 υπολογίστηκαν από τις πηγές οι ένοπλοι και εκείνοι που τους συνόδευαν και είχαν κλειστεί στο Κιλκίς, έναντι 6.000 περίπου μαχητών του ΕΛΑΣ, οι περισσότεροι των οποίων δεν πρόλαβαν να πάρουν μέρος στη μάχη. Τελικά, σε κανένα σημείο δεν υπήρξε αμφιβολία ως προς την τελική έκβασή της. Ισως αυτό προδίδει την πολιτική - αποφεύγω τη λέξη αλλά μάλλον είναι σωστή στην προκειμένη περίπτωση: την ηθική ανωτερότητα του ΕΛΑΣ - αυτό το είδος της υπεροχής που δεν μετριέται με αριθμούς τουφεκιών, σφαιρών και πυροβόλων.

Ηθική, καθότι ήταν ουσιαστικά πολιτική. Ο ΕΛΑΣ είχε εκείνο το Νοέμβρη πίσω του έναν επικό αγώνα ενάντια στον κατακτητή και ενάντια σε όλο το θεσμικό, οικονομικό και κοινωνικό σύστημα της Κατοχής, μέσα από το οποίο οι τότε άρχουσες τάξεις της χώρας αποπειράθηκαν να εντάξουν τη χώρα στη Νέα Ευρώπη του ναζισμού. Ο ΕΛΑΣ είχε πίσω του τη μαζικότερη πολιτική οργάνωση που είχε γνωρίσει έως τότε η Ελλάδα, το ΕΑΜ, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Είχε πίσω του το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, μέρος ενός παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος που στα 1944, αφού επέβαλε την ισότιμη αποδοχή του στην Αντιφασιστική Συμμαχία, ολοκλήρωνε τη συντριβή του ναζισμού, την επιβολή του πολιτισμού πάνω στη ρατσιστική βαρβαρότητα. Είχε πίσω του την ακτινοβολία της Σοβιετικής Ενωσης και του Κόκκινου Στρατού. Τέλος, και το πιο σπουδαίο ήταν αυτό, είχε πίσω του τους αγρότες, τους εργάτες, πλατιά στρώματα ενός ελληνικού πληθυσμού που είχε τα πάνδεινα υποφέρει στην Κατοχή, αλλά και πριν από αυτήν, και προσδοκούσε επιτέλους να απολαύσει τους καρπούς του δικού του μόχθου, τις κατακτήσεις που με το αίμα του κέρδισε...

Από την άλλη μεριά, ήταν τα υποπροϊόντα μιας «παρεξήγησης»: Κοινωνικά ήταν αγρότες και πρόσφυγες σε μεγάλο βαθμό οι κλεισμένοι στην πόλη του Κιλκίς. Σε κάποιο ποσοστό τους τουρκόφωνοι - κατάσταση που τους είχε αποκόψει από την επαφή με το γύρω τους κόσμο και από την παρακολούθηση των κοσμοϊστορικών αλλαγών. Ερμαια της πολιτικής των Γερμανών και των στελεχών της «Ελληνικής Πολιτείας» - του κράτους του δοσιλογισμού. Ερμαια των βρετανικών ραδιουργιών, έρμαια των οπλαρχηγών και των πολιτευτών που λεηλατούσαν προπολεμικά την ψήφο και την ψυχή τους. Ερμαια, όπως εκείνοι οι λαοί που δεν τολμούν να βγουν από τις βαθιές σπηλιές της άγνοιας και της οπισθοδρόμησης και ν' αποφασίσουν στο φως για την τύχη του εαυτού τους, των παιδιών τους, της χώρας τους.... Εξαρτήματα ενός κόσμου, που στα 1944 έδειχνε να πεθαίνει, μόλις είχαν γευτεί την περιφρόνηση και τελικά την εγκατάλειψη από τους παλαιούς τους κυρίους τους Γερμανούς - για χάρη των οποίων είχαν βαθιά βουτήξει τα χέρια τους στο αίμα των συμπατριωτών τους. Πλησίαζαν το απόλυτο τίποτα, όπως συμβαίνει με εκείνους τους λαούς που εναποθέτουν τη μοίρα τους σε προστάτες και σωτήρες...

Αυτά ήταν τα αντίπαλα στρατόπεδα στη μάχη των δύο κόσμων που αναμετρήθηκαν στην Ελλάδα της Κατοχής και στο μικρό αλλά πολύπαθο Κιλκίς.

Αυτήν την ηθική υπεροχή του ΕΛΑΣ προσπαθούν έκτοτε να καταστρέψουν οι αντίπαλοί του. Από την επομένη κιόλας της σύγκρουσης, ξεκίνησε μία προπαγανδιστική εκστρατεία ενάντια στον ΕΛΑΣ και στο ΚΚΕ όπου, τα όσα έγιναν τον Νοέμβριο του 1944 στο Κιλκίς, όπως και όσα είχαν προηγηθεί σε προηγούμενες συγκρούσεις του ΕΛΑΣ με τα Τάγματα Ασφαλείας και τους άλλους σχηματισμούς συνεργασίας - ο Μελιγαλάς στη Μεσσηνία είναι κάτι αντίστοιχο. Η προπαγανδιστική αυτή εκστρατεία πήρε τερατώδεις διαστάσεις μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, το Φεβρουάριο του 1945, αποτέλεσε τη «νομιμοποιητική» βάση για τη δολοφονική σταυροφορία της «Λευκής αντικομμουνιστικής τρομοκρατίας» στα 1945 - 1947 και συνόδευσε όλο το μετέπειτα μετεμφυλιακό καθεστώς των διωγμών και των απαγορεύσεων. Γνώρισε μία αναμενόμενη έξαρση στη χούντα - όπου μάλιστα οι κάθε λογής συνεργάτες των κατακτητών αναγορεύτηκαν, στα 1969, ως «εθνική αντίσταση». Στις μέρες μας, μέρες πολύμορφης κρίσης και ανησυχίας, το ίδιο προϊόν το σερβίρουν ξαναζεσταμένο οι «αναθεωρητές» προπαγανδιστές - φοβούμαι ότι δεν μπορώ να τους ορίσω ως ιστορικούς, ως επιστήμονες ή ως τίποτε άλλο - Καλύβας - Μαρατζίδης και λοιποί.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τη δική τους εκδοχή, οι κομμουνιστές στην Ελλάδα ως μέρος της ευρύτερης εγκληματικής συνωμοσίας που ταλαιπώρησε τον κόσμο ολόκληρο στη διάρκεια του εικοστού αιώνα, έδειξαν, στην Κατοχή και τον Εμφύλιο - όταν, δηλαδή, είχαν τα όπλα και τις δυνατότητες - το πραγματικό τους πρόσωπο και σχέδιο: Αρχισαν, δηλαδή, να εξοντώνουν τους αντιπάλους τους έτσι ώστε να μείνουν μόνοι αυτοί στον κόσμο και ν' απολαύσουν την επί του κενού στηριγμένη εξουσία τους. Για το λόγο αυτό στο Κιλκίς, στο Μελιγαλά και στις όποιες «πηγάδες», σκότωναν δικαίους και αδίκους, έτσι χωρίς λόγο και χωρίς νόημα....

Η «πτωματολογία» αποτέλεσε εξάλλου σταθερή παρα-επιστημονική (όπως λέμε μετα-φυσική) μέθοδο της ελληνικής δεξιάς (το προσδιορίζω γιατί τη μέθοδο αρχικά τη δίδαξε ο ναζισμός και ο ευρύτερος αντι-κομμουνισμός του μεσοπολέμου) από τον καιρό της έκθεσης ξεθαμένων πτωμάτων μπροστά στο Ζάππειο ή στο Περιστέρι στην μετά τα Δεκεμβριανά Αθήνα. Τότε, μάλιστα, ήρθαν και Βρετανοί «σύμβουλοι» για να βοηθήσουν τη σχετική σκηνοθεσία και να ικανοποιήσουν τους δημοσιογράφους του «ελεύθερου κόσμου» που προσπαθούσαν να εξηγήσουν στους αναγνώστες τους τα ανεξήγητα - το πώς και το γιατί ο βρετανικός στρατός, μεσούντος του πολέμου, προτίμησε να εκστρατεύσει ενάντια στον ΕΛΑΣ παρά ενάντια στους Γερμανούς ναζί...

Η «πτωματολογία» έχει το προσόν ότι δεν εξηγεί τίποτα πέρα από το ότι οι κομμουνιστές είναι εγκληματίες και ότι η φύση και τα ένστικτα των ανθρώπων είναι ταπεινά και βίαια και ως εκ τούτου «προληπτικά» οι ανθρώπινες κοινωνίες πρέπει να εγκλείονται σε φυλακές με περιορισμένα δικαιώματα, κάμερες και άφθονες «δυνάμεις της τάξης». Δεν εξηγεί το γιατί, αποφεύγει την πολιτική, τη γνώση, την Ιστορία. Αποφεύγει να απαντήσει στο τι γύρευαν μερικές χιλιάδες άτομα κλεισμένα στο Κιλκίς τις λαμπρές, κατά τα άλλα, μέρες της Απελευθέρωσης από το ναζιστικό ζυγό. «Από το φόβο των κομμουνιστών», μας λένε χωρίς να μας εξηγούν γιατί τους φοβόντουσαν...

Τα πράγματα από κοντά

Πρώτα απ' όλα να ξεκαθαρίσουμε το τοπίο. Πραγματικά σκοτώθηκαν πολλοί άνθρωποι στο Κιλκίς, στη μάχη και στις αμέσως επόμενες ημέρες. Σε καμία περίπτωση - εκτός από τους αμάχους που τυχαία σκοτώθηκαν στις μάχες - δεν ήταν πρόσωπα «αθώα» ή «άσχετα» με την πολιτική έννοια της λέξης. Επρόκειτο για ποικιλότροπα στρατευμένους στην υπόθεση της ναζιστικής Νέας Τάξης ανθρώπους, αυτής της «Νέας Τάξης» που βύθισε τον λαό μας στη δουλεία, στον θάνατο, στην εξαθλίωση. Να τι ξεχνούνε πρώτο - πρώτο οι «αναθεωρητές ιστορικοί» : ότι γινόταν πόλεμος εκείνο τον καιρό, ολοκληρωτικός πόλεμος με καίριο διακύβευμα - για την εφιαλτική προοπτική της επικράτησης του ναζισμού επρόκειτο (και είχε σχέδια ο ναζισμός : μετά τους κομμουνιστές, τους Εβραίους, τους Σλάβους ποιον είχε σειρά να εξοντώσει; ...). Σε αυτόν τον πόλεμο οι κλεισμένοι στο Κιλκίς είχαν διαλέξει το στρατόπεδό τους : ήταν με τη Νέα Τάξη και πολέμησαν γι' αυτήν! Γι' αυτό και βρέθηκαν στο Κιλκίς - το σχέδιο ήταν να ακολουθήσουν τους υποχωρούντες Γερμανούς. Η απροθυμία των τελευταίων να τους φορτωθούν, αλλά και τα καταχθόνια σχέδια των Βρετανών - όπως θα δούμε στη συνέχεια τους παγίδεψαν στο Κιλκίς.

Αυτοί οι «οπλαρχηγοί», οι «εθελοντές» των λόχων και ταγμάτων, οι προσήλυτοι της «Εθνικοσοσιαλιστικής Οργανώσεως» της Κοζάνης, της «Εθνικής Αντικομμουνιστικής Οργανώσεως» της Κατερίνης, οι γερμανοντυμένοι του «Εθνικού Ελληνικού Στρατού» - το τάγμα «Λεωνίδας» του Πούλου που έφυγε έγκαιρα και συνέχισε να πολεμά στο πλευρό των Γερμανών ως τον Απρίλιο του 1945 στη Σλοβενία και στην Αυστρία... - είχαν, τον καιρό της Νέας Τάξης, σπείρει ανέμους και θύελλες, είχαν στο πλευρό των Γερμανών ματώσει τους συμπατριώτες τους, είχαν γίνει κυνηγιάρικα σκυλιά για να ξετρυπώνουν κομμουνιστές, πατριώτες, Εβραίους ή ό,τι άλλο επιθυμούσε ο αφέντης τους. Είναι αφύσικο το ότι θέρισαν θύελλες; Ηταν αφύσικο ότι μερικοί από αυτούς λιντσαρίστηκαν από τους συγχωριανούς τους;

Αυτό, όμως, δεν απαντά στο ερώτημα του πώς μαζεύτηκαν μερικές χιλιάδες άτομα πρόθυμα μέσα στην απελπισία τους ν' ακολουθήσουν τους Γερμανούς στο μαύρο δρόμο της καταστροφής και της ήττας. Οι πιο σοβαροί από τους συντηρητικούς ιστορικούς - όπως ο Στράτος Δορδανάς - περιγράφουν αυτόν τον κόσμο του δοσιλογισμού, της συνεργασίας με τον κατακτητή και της προδοσίας με τα πιο μελανά χρώματα. Οι ηγέτες του ήταν οπωσδήποτε εξαιρετικά αμφιλεγόμενες και σκοτεινές προσωπικότητες και μεγάλο ποσοστό από αυτούς είχε στο παρελθόν διαπρέψει είτε στους χώρους του εγκλήματος, είτε στον εξίσου βρώμικο χώρο των «εθνικιστικών» και «ακροδεξιών» οργανώσεων του ελληνικού φασισμού και εθνικοσοσιαλισμού. Θα ήταν όμως υπερβολικό να αποδώσουμε τη δράση τους στον καιρό της κατοχής αποκλειστικά και μόνο στο παρελθόν τους και στην ηθική τους υπόσταση. Πολιτικές και κοινωνικές ήταν οι επιλογές τους σε αυτήν την περίοδο και πάνω σε αυτό πρέπει να σταθούμε, για να καταλάβουμε το τι συνέβη. Δεν ντύθηκαν «γερμανικά» επειδή ήταν «κακοί». Πρόδωσαν την πατρίδα και το λαό τους επειδή είχαν συγκεκριμένα συμφέροντα δικά τους και αλλωνών να προασπίσουν.

Οι βιογραφίες πολλών από αυτούς - όσων δεν πρόφτασαν να ενταχθούν στη μεταπολεμική τάξη και να στρατολογηθούν στο κυβερνητικό στρατόπεδο στον Εμφύλιο - μας είναι γνωστές από τις δικογραφίες των ειδικών δικαστηρίων δοσιλόγων που συστήθηκαν στα 1945 - 1946 από τις τότε κυβερνήσεις της Αθήνας. Τα τότε δικαστήρια, όπως και οι σημερινοί συντηρητικοί ιστορικοί, εξηγούσαν το φαινόμενο με ηθικούς όρους : ο κακός και ο άσχημος.... Επίμονα επένδυσαν σε αυτήν την ερμηνεία και εκδοχή, τόσο επίμονα που νόμιμα μπορούμε να υποψιαστούμε ότι είχαν κάτι το πολύ σοβαρό να αποκρύψουν, ότι ήθελαν να μεταφέρουν την όλη συζήτηση στο επουσιώδες, στο προσωπικό και στο τυχαίο - μακριά από τους μηχανισμούς της τότε κοινωνίας και μακριά απ' όσους σημαντικούς - τις ομάδες, τις κοινωνικές τάξεις - ωφελούνταν στη μαύρη περίοδο της Κατοχής.

Στις δικογραφίες που παρέδωσε μετά τη Βάρκιζα το δικαστικό τμήμα του ΕΛΑΣ στις αρμόδιες πλέον δικαστικές υπηρεσίες - δυστυχώς οι περισσότερες από αυτές για ευνόητους λόγους καταστράφηκαν - διακρίνεται ξεκάθαρα η σχέση που είχαν οι ένοπλοι στην υπηρεσία του κατακτητή με τους οικονομικά ισχυρούς, μερικούς μεγαλογαιοκτήμονες αλλά κυρίως μεγαλεμπόρους της μαύρης ή της άσπρης αγοράς - προμηθευτές του στρατού κατοχής, εργολάβους, πλοιοκτήτες και μεταφορείς και βιομηχάνους. Με όλους δηλαδή τους εκπροσώπους του ελληνικού καπιταλισμού που είδε τις δουλειές και τα κέρδη του να αυγαταίνουν κατακόρυφα τον καιρό της Νέας Τάξης. Η λεηλασία του μόχθου των αγροτών - μέσα από την αρπαγή, την «υποχρεωτική συγκέντρωση», τη φορολογία της δεκάτης ή το παρακράτημα, και στη συνέχεια εμπορευματοποίησή της με όρους ληστρικούς από τους συνδεδεμένους με την κατοχική εξουσία άφηνε δυσθεώρητα κέρδη όπως και η εμπορευματοποίηση των εφοδίων που ο Ερυθρός Σταυρός έστελνε για στήριξη και αρωγή των πεινασμένων. Τα στρατιωτικά έργα για λογαριασμό του κατακτητή (αεροδρόμια, οχυρά, δρόμοι, λατομεία - ορυχεία, στρατόπεδα, κ.λπ.) συχνότατα με τη χρήση δουλικού εργατικού δυναμικού που προμηθεύονταν οι εργολάβοι από τις «αγγαρείες» ή από τα στρατόπεδα προμήθειας δούλων (του Παύλου Μελά ήταν ένα τέτοιο στη Θεσσαλονίκη) επίσης έκαναν τους οικονομικά ισχυρούς ακόμα ισχυρότερους. Οι βιομηχανίες - μερικές με «μεσεγγυούχους» διαχειριστές - δούλευαν επίσης νυχθημερόν για τις ανάγκες του στρατού κατοχής ή για την οικονομία του Τρίτου Ράιχ. Οπωσδήποτε δεν έχαναν οι ιδιοκτήτες τους και οι διαχειριστές τους - κάθε άλλο μάλιστα !

Διεξαγόταν αμείλικτος ταξικός αγώνας

Αυτό που μας κρύβουν οι συντηρητικοί ιστορικοί - και δε μιλώ εδώ για τους «αναθεωρητές» που έχουν λυμένο το πρόβλημα (= για όλα φταίει η εγκληματική φύση του κομμουνισμού...), είναι ότι στην Κατοχή δεν υπήρχε μία και μόνο, αδιαίρετη, ενωμένη και μεταφυσική ελληνική κοινωνία αλλά ότι στο γενικό πλαίσιο του πολέμου και της Νέας Ευρώπης διεξαγόταν μια έντονη κοινωνική σύγκρουση, ένας αμείλικτος ταξικός αγώνας. Ο ελληνικός καπιταλισμός κέρδιζε πολλά, υπηρετώντας τους κατακτητές, δουλεύοντας για τον δικό τους κόσμο και τα δικά τους συμφέροντα, σε αυτή την κατάσταση: κέρδιζε επειδή - χάρη στο κατοχικό πολιτικό καθεστώς - προωθούσε την χωρίς όρια εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, του μόχθου των ανθρώπων και την χωρίς φραγμούς λεηλασία των παραγωγών της υπαίθρου, των αγροτών.

Πολλές ενδείξεις πιστοποιούν τις διαστάσεις της συσσώρευσης πλούτου από τον ελληνικό καπιταλισμό, είτε τον προϋπάρχοντα, είτε τον νέο που ακριβώς οι συνθήκες της κατοχής δημιούργησαν. Η δίψα για χρυσό, η μαζική αγορά ακινήτων στις πόλεις, τα πορίσματα της ειδικής επιτροπής οικονομικών δοσιλόγων που συστάθηκε και βραχύβια λειτούργησε στα 1945, μας δείχνουν τις διαστάσεις του φαινομένου. Τα ποσά των κερδών και των ωφελημάτων του ελληνικού καπιταλισμού σε αυτήν την περίοδο προκαλούν ίλιγγο. Οσα έχαναν οι φτωχοί τα αποκτούσαν οι πλούσιοι. Και με τις λόγχες των κατακτητών ως υπομόχλιο, οι εργαζόμενοι είχαν πολλά, πολλά να χάσουν - κυριολεκτικά οι όποιες περιουσίες και ο μόχθος τους καταστροφικά λεηλατήθηκαν.

Φυσικά, οι άρχουσες τάξεις, φυσικά οι μεγαλέμποροι και οι βιομήχανοι, θα προάσπιζαν τον πλούτο και τη θέση τους - φυσικά θα συγκρούονταν μέχρι θανάτου με την απειλή που αντιπροσώπευε γι' αυτούς το ΚΚΕ, το ΕΑΜ το ταξικό και ταυτόχρονα πατριωτικό - ενάντια στην προδοσία που ο ελληνικός καπιταλισμός είχε επιλέξει ως τρόπο πλουτισμού - κίνημα. Η στρατολόγηση ενόπλων σωμάτων δεν γινόταν μόνο για την εξυπηρέτηση του κατακτητή - γινόταν και για την προάσπιση της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης - νεόκοπης ή παλιάς, πειρατικής ή συμβατικής - καπιταλιστικής δηλαδή, το ίδιο είναι !

Το αίμα που χύθηκε από δοσίλογους μπορούμε να το χρεώσουμε απευθείας στον καπιταλισμό και στους τρόπους που παλεύει να κρατηθεί.

Αυτό δεν μπορούν να μας το πουν οι συντηρητικοί ιστορικοί - στην υπόθεση της άρχουσας τάξης είναι στρατευμένοι - γι' αυτό και περιγράφουν τον δοσιλογισμό ως υπόθεση του «κακός, εγκληματίας και άσχημος» για να μην αναφερθούν στην ταξική φύση του φαινομένου.

Τα ένοπλα σώματα σχετίζονταν άμεσα με την πολιτική και προπαντός με την υλική στήριξη της άρχουσας τάξης στην κατοχή. Ηταν ένα είδος εγγύησης γι' αυτήν, ένα είδος σωματοφυλακής για τα πρόσωπα και τα θησαυροφυλάκιά τους. Στην περίπτωση της βόρειας Ελλάδας το σύνολο σχεδόν των συνεργαζομένων με τη γερμανική στρατιωτική ή οικονομική μηχανή «επιχειρηματιών» συνέδραμαν οικονομικά τη συγκρότηση ένοπλων ομάδων. Η οργάνωση ολόκληρων χωριών ενίοτε στο αντικομμουνιστικό μέτωπο προφανώς δεν ήταν προϊόν της όποιας τρομοκρατίας που επέβαλε ο ΕΛΑΣ, καθότι για να υπάρξει τέτοιου είδους «τρομοκρατία» έπρεπε πρώτα τα χωριά αυτά να ενταχθούν στο αντικομμουνιστικό ένοπλο στρατόπεδο (ενίοτε εκδιώκοντας όσους από τους κατοίκους τους διαφωνούσαν). Οι ειδικές παροχές (από τη βοήθεια του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού ενίοτε), προνόμια και δικαιώματα εξηγούν αυτήν την εξαγορά η οποία συμβαίνει σε κοινότητες των οποίων οι κάτοικοι είχαν παρουσιάσει δυσκολίες επικοινωνίας με τους γείτονές τους στον αγροτικό χώρο. Οι χθεσινοί περιφρονημένοι μπορούσαν έτσι να επιδείξουν μια κάποια δόξα στους γείτονες τους - μια σκοτεινή έστω δόξα. Στην ανθρώπινη ιστορία - μας λένε οι μύθοι - πολλοί έσπευσαν να πουλήσουν την ψυχή τους στον όποιο διάβολο για πολύ μικρότερα οφέλη...
Ονόμασαν τους δοσίλογους «εθνικό στρατό»

Η μη παράδοση και η απόφαση αντίστασης στον ΕΛΑΣ - ακόμα και όταν οι Γερμανοί τους εγκατέλειψαν - έχει τη δική της εξήγηση, εξήγηση κατά το μάλλον ή ήττον βρετανική.

Από τον Σεπτέμβριο του 1944 κιόλας, οι Βρετανοί άρχισαν να εφαρμόζουν μία διπλή πολιτική - όπως λέμε διπλά βιβλία.

Από τη μία, προχώρησαν σε ανοικτή καταγγελία των ένοπλων σωμάτων που δημιούργησαν οι Γερμανοί και ζήτησαν την άμεση παράδοσή τους στις συμμαχικές δυνάμεις - στον ΕΛΑΣ, δηλαδή, που ήταν κυρίαρχος στην ελληνική ύπαιθρο, ενώ συνυπόγραφαν τις αποφάσεις για βίαιη διάλυση των όσων εξακολουθούσαν να αντιστέκονται, θεωρώντας αυτούς τους σχηματισμούς «εχθρικές δυνάμεις». Από την άλλη, όμως, μεριά, οι Βρετανοί αξιωματικοί σύνδεσμοι ξεδίπλωσαν κάθε είδους εφευρετικότητα για να διατηρήσουν αυτούς τους μηχανισμούς όσο το δυνατόν πιο αλώβητους και συγκροτημένους.

Η κεντρική ιδέα - που εφαρμόστηκε στο μακεδονικό κυρίως χώρο - ήταν η έγκαιρη μετεξέλιξη των δοσιλογικών σωμάτων σε «συμμαχικά» τμήματα. Με άλλα λόγια, όταν οι Γερμανοί θα αποχωρούσαν, τα ένοπλα αυτά σώματα θα «στασίαζαν» κατά των απόντων έτσι και αλλιώς Γερμανών και θα προσχωρούσαν στις συμμαχικές δυνάμεις. Φυσικά, αυτό δε θα γινόταν με τον ΕΛΑΣ, ο οποίος, μάλλον, δε θα ήθελε να παίξει αυτό το παιχνίδι, αλλά με οργανώσεις που την τελευταία στιγμή συγκροτούνταν στο χώρο. Ετσι, λοιπόν, εμφανίστηκαν στην Κεντρική Μακεδονία οργανώσεις του ΕΔΕΣ - ή μάλλον ένα άθροισμα στρατολογημένων «παραγόντων», οι οποίοι ήταν απολύτως πρόθυμοι να υιοθετήσουν τα απολωλότα πρόβατα στην ανοικτή αγκαλιά του ΕΔΕΣ και να τα μεταβαπτίσουν σε αντιστασιακούς, παρέχοντάς τους τις σχετικές περγαμηνές.

Μάλιστα, οι ίδιοι οι Βρετανοί φρόντισαν, ώστε οι εκπρόσωποι του ΕΔΕΣ να ταξιδέψουν δεξιά και αριστερά υπό την προστασία τους για να γίνουν οι σχετικές συνεννοήσεις.

Με μαγικό σχεδόν τρόπο, ο ένας μετά τον άλλον, οι στρατιωτικοί σχηματισμοί των δοσίλογων άρχισαν να εμφανίζονται ως τάγματα και συντάγματα του ΕΔΕΣ, ενώ διστακτικά οι Βρετανοί αξιωματικοί έσπευδαν να πληροφορήσουν το επιτελείο του ΕΛΑΣ για τις απροσδόκητες αυτές εξελίξεις.

Ας σταθούμε για λίγο εδώ, πρώτον, γιατί αυτά τα πράγματα δεν είναι πολύ γνωστά, αφ' ετέρου, διότι πρέπει να αποτίσουμε φόρο τιμής στη βρετανική πονηρία, ραδιουργία, διπλοπροσωπία και ό,τι άλλο μπορεί να βρει κανείς για να ορίσει ετούτα τα απίστευτα .

Στις αρχές του Οκτωβρίου, παρά τις απόλυτα καταδικαστικές συμμαχικές διαταγές ως προς την τύχη των στρατιωτικών σχηματισμών της κατοχικής εξουσίας που ήδη έχουν χαρακτηριστεί τμήματα ενός εχθρικού στρατού και ως τέτοια θα πρέπει να αντιμετωπίζονται από τις συμμαχικές δυνάμεις, οι Βρετανοί άρχισαν την επιχείρηση διάσωσης των δοσίλογων τμημάτων της Βόρειας Ελλάδος.
Ενας απίστευτος ελιγμός

Στις 11 Οκτωβρίου του 1944 ήρθαν διαταγές από το Λονδίνο στη δύναμη «133» (κεντρική διοίκηση όλων των Βρετανών συνδέσμων που βρίσκονταν εκείνο τον καιρό σε ελληνικό έδαφος ) που της ζητούσαν να διατάξει τον στρατηγό Στέφανο Σαράφη (επικεφαλής του ΕΛΑΣ) να εντάξει στη δύναμή του τον «Ελληνικό Εθνικό Στρατό» του Παπαδόπουλου. Επρόκειτο προφανώς για δοκιμαστική κρούση και για διερεύνηση των αντιδράσεων του ΕΛΑΣ.

Ακόμα και οι Αγγλοι αξιωματικοί της περιοχής εξεπλάγησαν από αυτήν τη διαταγή και πολύ θα αναρωτήθηκαν αν το Λονδίνο είχε όρεξη για αστεία τέτοιους καιρούς. Το Λονδίνο, όμως, μιλούσε σοβαρά.

Στις 14 Οκτωβρίου, λίγες μέρες μετά αφού η τράπουλα ανακατεύτηκε η κεντρική ιδέα των Βρετανών ιθυνόντων ξεκαθάρισε.

Αφού αργεί ο ΕΛΑΣ να αποφασίσει, ο «Ελληνικός Εθνικός Στρατός» θα υιοθετηθεί από τον Ζέρβα. Η δύναμη 133, που άρχισε επιτέλους να κατανοεί το κόλπο, αντέδρασε περιγράφοντας το ποιόν του ΕΕΣ και τις ειδικές δυσκολίες που θα συναντούσε η ένταξή τους στον Ζέρβα, απάντησε δε ότι θα ήταν προτιμότερο να συνεχιστεί η προηγούμενη σκηνοθεσία, δηλαδή για την επιβίωση του ΕΕΣ ίσως να ήταν πιο έξυπνη ιδέα η προσφορά του στον Σαράφη, στον ΕΛΑΣ, δηλαδή, ο ΕΛΑΣ ίσως να μη διέλυε ένα τμήμα που θα είχε τοποθετηθεί κάτω από τις προσταγές του.

Από ό,τι φαίνεται, ο ΕΛΑΣ το συζήτησε αυτό το θέμα με την έννοια την εξής: Παραδοθείτε, ενταχθείτε, μεταστραφείτε, στασιάστε, κάντε ό,τι νομίζετε, παραδώστε τα όπλα οι πολλοί από εσάς πηγαίνετε σπίτια σας, όσοι είναι δακτυλοδεικτούμενοι και κατηγορούνται ελάτε εδώ και θα σας παραδώσουμε στα δικαστήρια και τούτο καθεξής.

Οταν ήρθαν αυτά τα πρώτα μηνύματα του ΕΛΑΣ, αντέδρασαν οι ίδιοι οι ένοπλοι, λέγοντας ότι «εδώ ο ΕΛΑΣ θα μας πάει στα δικαστήρια. Τι είναι ακριβώς αυτό το πράγμα, εμείς γι' αυτό ακριβώς το πράγμα αλλάζουμε για να μην πάμε στα δικαστήρια». Και κάπου εκεί χάλασε το σχέδιο .

Αλλά καθώς οι Εγγλέζοι επέμεναν στις 25 Οκτωβρίου (το Λονδίνο είχε τρελάνει τη δύναμη 133 με διαταγές τις σχετικές, κάπου εκεί η δύναμη 133 στασίασε η ίδια «τι μας ζητάνε εδώ, μας ζητάνε κάτι το αδύνατο») η δύναμη 133 στέλνει στο Λονδίνο μια μακροσκελέστατη αναφορά, περιγράφει τι ακριβώς είναι αυτοί οι ένοπλοι εθελοντές των Μακεδονικών Σωμάτων που τους ζητούνε να τους εντάξουν πότε στον ΕΛΑΣ και πότε στον ΕΔΕΣ.

Αυτή ακριβώς η αναφορά είναι από τις καλύτερες περιγραφές που έχουμε για το τι ακριβώς ήταν αυτές οι ομάδες. Υπογράμμισε αυτή η αναφορά: Την απόλυτη ταύτισή τους με τους Γερμανούς, το γενικό μίσος του πληθυσμού εναντίον τους και, τέλος, υπενθυμίζει ότι οι κατευθυνόμενοι προς το Κιλκίς ένοπλοι έχουν επανειλημμένα συμπλακεί και σκοτώσει Βρετανούς αξιωματικούς και στρατιωτικούς εν γένει σε διάφορες μάχες κτλ. Και μάλιστα, για να το κάνει πιο βαρύ αυτό, αναφέρει την εμπλοκή αυτών των σωμάτων στη Μάχη της Κοζάνης, όπου στρατεύματα του ΕΛΑΣ, μαζί με Βρετανούς σαμποτέρ, επιτέθηκαν στην πόλη και η πόλη σώθηκε χάρη στη μέχρι αυτοθυσίας άμυνα από τμήματα των ενόπλων καπεταναίων για την προάσπιση των Γερμανών. Οτι συμμετείχαν ενεργά σε αυτή τη μάχη, πράγμα που κόστισε απώλειες και στον ΕΛΑΣ και στους Βρετανούς. Στην αναφορά τους, λοιπόν, υπενθύμισαν αυτό το γεγονός.

Αλλά όλη αυτή η ιστορία, η οποία εξακολουθεί μέχρι το τέλος Οκτωβρίου, δημιουργεί μια εύλογη σύγχυση στους επικεφαλής των ενόπλων του Κιλκίς, οι οποίοι δεν είχαν ξεκαθαρίσει ακόμα στο μυαλό τους (και αυτό μας το περιγράφει καλά ο Δαρδανας) τι ήθελαν οι Αγγλοι, θα τους προστάτευαν ή θα τους θυσίαζαν. Θα έπρεπε να παραδοθούν στον ΕΛΑΣ για να σωθούν και αργότερα να χρησιμεύσουν ως εφεδρείες της αντίδρασης ή ήταν η σύγκρουση με τον ΕΛΑΣ η τελευταία τους ευκαιρία. Οι Αγγλοι αξιωματικοί σύνδεσμοι είχαν μπερδευτεί και οι ίδιοι τι ακριβώς θέλανε να κάνουν με αυτούς. Ο ΕΔΕΣ ήταν εικονική πραγματικότητα στην περιοχή και οι άλλοι καπετάνιοι (όπως τους ονομάζει ο Μαρατζίδης) μέσα σ' αυτήν τη σύγχυση και την ταραχή αφέθηκαν κυριολεκτικά στην τύχη τους. Αυτό εξηγεί πώς βρεθήκανε 9.000 ίσως άτομα κλεισμένα στο Κιλκίς στις 4 Νοεμβρίου του 1944.

Η επόμενη μέρα αυτών που πλούτισαν στην κατοχή

Για την κατανόηση της σύγκρουσης, χρήσιμα είναι και ορισμένα ακόμα στοιχεία που αφορούν στη γενικότερη κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα της Ελλάδας εκείνης της εποχής. Η σύγκλιση των δύο αντικομμουνιστικών πόλων εξουσίας ήταν επιθυμία και επιλογή σημαντικών κοινωνικών στρωμάτων, στηριζόταν σε ισχυρό κοινωνικό έρεισμα. Η κατοχή, με τις ανατροπές και τις νέες λειτουργίες που προκάλεσε, ήταν περίοδος έντονης οικονομικής δραστηριότητας και πεδίο ευκαιριών, πάνω στις οποίες μπορούσαν εύκολα να κτισθούν μεγάλες ή μικρές περιουσίες1. Οι εξαιρετικά προσοδοφόρες δραστηριότητες αφορούσαν σε κάποιο ποσοστό ευκαιριακές, πρόσκαιρες καταστάσεις που εμφανίζονταν στο περιθώριο της νομιμότητας, έστω και με την κατοχική εκδοχή της. Η μαύρη αγορά, στη μεγάλη κλίμακα, ήταν μία από αυτές, σημαντική εξαιτίας των επιπτώσεων που είχε στη ζωή των πολλών, όχι όμως η πιο αποδοτική στο οικονομικό πεδίο. Στο τελευταίο, οι περισσότερο νόμιμες δραστηριότητες απέδιδαν σαφώς περισσότερα. Το χονδρεμπόριο, λόγου χάρη, ειδών διατροφής, συνδεόταν με τρεις πηγές πλούτου: τους μηχανισμούς της κρατικής συγκέντρωσης της αγροτικής παραγωγής, από τη μεταφορά της ειδικά ως την κατανομή της στο λιανικό εμπόριο, τους μηχανισμούς διαχείρισης των αγαθών που έφερνε ο Ερυθρός Σταυρός και οι άλλοι οργανισμοί από το εξωτερικό και τελευταίο, τις παραγγελίες και τον εφοδιασμό των στρατευμάτων κατοχής. Ολα αυτά ήσαν και νόμιμα και «επίσημα», γεγονός που επέτρεπε σε όσους διέπρεπαν σε τέτοιες δραστηριότητες να βρίσκονται κοντά στην κατοχική εξουσία και στις κοινωνικές λειτουργίες.

Η βιομηχανική παραγωγή δεν ήταν επίσης μία αδιάφορη δραστηριότητα. Η έκδοση αδειών για ίδρυση ή επέκταση βιομηχανικών καταστημάτων, στο χώρο της υφαντουργίας για παράδειγμα, γνώρισε αξιοσημείωτες αιχμές το 1943. Η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων λιγνίτη στα πέριξ της Αθήνας και στην υπόλοιπη Αττική δημιούργησε πλήθος μικρών εκμεταλλεύσεων που ανέδειξαν ισάριθμους εργολάβους. Για τους τελευταίους, όμως, σε μικρή, οικογενειακή, ή σε μεγάλη, εταιρική κλίμακα, οι μεγάλες ευκαιρίες παρουσιάστηκαν στο πεδίο των στρατιωτικών έργων, για λογαριασμό, φυσικά, του στρατού κατοχής. Στη διάρκεια της κατοχής κατασκευάστηκαν ή επεκτάθηκαν ή βελτιώθηκαν είκοσι περίπου αεροδρόμια (το Ελληνικό περιλαμβάνεται σε αυτά), ναυτικές βάσεις, πολλά χιλιόμετρα δρόμων, στρατόπεδα, αποθήκες καταφύγια και ολόκληροι οικισμοί για λογαριασμό του κατοχικού στρατού, καθώς και πλήθος οχυρώσεων κάθε μορφής, έκτασης και είδους. Το σύστημα των εργολαβιών και των υπεργολαβιών κυριάρχησε σε αυτές τις κατασκευές σε όφελος Ελλήνων επιχειρηματιών ή τεχνιτών. Η εργατική δύναμη που χρησιμοποιήθηκε σε αυτά τα έργα ήταν επίσης σημαντική, ήταν σε μικρό ποσοστό υποχρεωτική - με την έννοια των «αγγαρειών» κυρίως - στις περισσότερες των περιπτώσεων όμως και στα πιο σημαντικά από τα έργα στηριζόταν στη μισθωτή εργασία με τις αμοιβές σε χρήμα ή σε είδος, ανάλογα με την εποχή και την περίσταση.

Η έλλειψη οικονομικών μελετών για την περίοδο καθιστά αδύνατο προς το παρόν τον προσδιορισμό των εισοδημάτων που προέκυπταν από αυτό το είδος των δραστηριοτήτων. Για να αντιληφθούμε το μέγεθος των πρώτων δεν μπορούμε παρά να καταφύγουμε σε ενδείξεις. Από τις τελευταίες η πιο ενδιαφέρουσα, καθώς μάλιστα αφορά κυρίως το πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας, είναι η αγοραπωλησία ακινήτων που πήρε διαστάσεις επιδημίας όχι τόσο στον καιρό της πείνας και των ελλείψεων του 1941 - 1942, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς, αλλά στα 1943 - 1944, όταν δηλαδή τα εισοδήματα κοινωνικών ομάδων της πόλης πήραν σημαντικές αποστάσεις από τα αντίστοιχα εισοδήματα των πολλών - των μισθοσυντήρητων. Εκτός από αυτό το φαινόμενο (θα μας απασχολήσει σε άλλη αναφορά για την Αθήνα του 1944), η γοητεία του χρυσού, η πυρετώδης αναζήτηση χρυσών λιρών αποτυπώνει επίσης την ύπαρξη εισοδημάτων τα οποία προσπαθούσαν απεγνωσμένα να εκφραστούν σε επένδυση που θα διέσωζε την αξία τους στη διάρκεια των αναταράξεων και της γενικής ρευστότητας της εποχής.

Πέρα από τους οικονομικούς ελιγμούς για τη διασφάλιση των αποκτηθέντων, οι ομάδες αυτές κατανοούσαν ότι το πλέον σημαντικό, σε μία κατάσταση ρευστή, όπως εκείνη της Ελλάδας του 1944, ήταν η διασφάλιση πολιτικών ερεισμάτων που θα προστάτευαν τη νέα οικονομική και κοινωνική τους κατάσταση. Ως εκ τούτου, τα μέλη τους ανήκαν σε εκείνους που επιθυμούσαν διακαώς την πολιτική σύγκλιση μεταξύ των πολιτικών εκείνων σχηματισμών που θα ήταν σε θέση να κατανοήσουν την ειδική κατάσταση των «πλουτισάντων» και να την προασπίσουν απέναντι στην κυριότερη απειλή - το ΕΑΜ και το κίνημα της Αντίστασης. Το μεγάλο τους κεφάλαιο σ' αυτήν την προτεινόμενη συνεργασία ήταν η ίδια η δύναμη του κινήματος της Αντίστασης που επέβαλε, για την αντιμετώπισή της, τη συγκρότηση ισχυρών συμμαχιών, στο πλαίσιο των οποίων μπορούσαν να «ξεχαστούν» πολλές θλιβερές καταστάσεις του πρόσφατου παρελθόντος. Η συναλλαγή δεν ήταν άνιση. Στον αγώνα μάλιστα ενάντια στην Αντίσταση και την αριστερά οι δυνάμεις αυτές ήσαν ιδιαίτερα αξιόπιστες. Σε αυτές τις ομάδες περίσσευε ο φανατισμός καθώς επίσης περίσσευε ο φόβος και το άγχος. Η θέση τους ήταν επισφαλής, τα εισοδήματά τους οφείλονταν σε μία συγκυρία που χανόταν και η διασφάλισή τους εξαρτιόταν άμεσα και απόλυτα από την πολιτική ατμόσφαιρα που θα επικρατούσε μετά την απελευθέρωση.

Οι «ενωτικοί»


Αλλα κοινωνικά στρώματα, ισχυρότερα αριθμητικά, προσδένονταν στο κράτος της Αθήνας με λιγότερο προσοδοφόρους τρόπους. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι τραπεζοϋπάλληλοι, για παράδειγμα, είχαν πρωτοστατήσει στις κινητοποιήσεις του 1943 με γενικό αίτημα την καλύτερη πρόσβαση στα εφόδια του Ερυθρού Σταυρού ή στα διαθέσιμα του κρατικού μηχανισμού. Οι κινητοποιήσεις αυτές πέτυχαν σε ικανοποιητικό βαθμό και δημιούργησαν επίσημους μηχανισμούς «επιδότησης» αυτών των μισθωτών. Οι συνεταιρισμοί, οι ενώσεις, τα ταμεία αλληλοβοήθειας των τελευταίων δεν ήσαν πλέον υποχρεωμένα να συνδιαλλαγούν με την ύπαιθρο για την εξασφάλιση των όσων ήσαν απαραίτητα στα μέλη τους. Στα 1944 στηρίζονταν στους επίσημους μηχανισμούς του κράτους. Στις πολιτικές τους πεποιθήσεις, πολλοί από αυτούς που τρέφονταν πλέον από το σύστημα παρέμεναν στο χώρο της αριστεράς, ένιωθαν κάποιους δεσμούς με το κίνημα στις γραμμές του οποίου είχαν αγωνιστεί και χάρη στο οποίο είχαν ξεφύγει από τα φάσμα της οικονομικής και κοινωνικής υποβάθμισης. Η συμπόρευσή τους όμως είχε πάψει να είναι ανατρεπτική, επαναστατική. Αφορούσε τη διασφάλιση της τρέχουσας κατάστασης και όχι την ανατροπή ενός συστήματος χάρη στο οποίο επιβίωναν με αξιοπρεπή τρόπο σε καθόλου αξιοπρεπείς εποχές. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο κοινωνικός αυτός χώρος παρουσιαζόταν ως «ενωτικός», επιθυμούσε να δει την επιτάχυνση της σύγκλισης με τρόπο ήπιο, τέτοιο ώστε να μη θέτει σε κίνδυνο τις εύθραυστες κατακτήσεις αυτών των στρωμάτων.

Ενας απρόβλεπτος παράγοντας


Τέλος, υπήρχε ένας κοινωνικός χώρος ισχυρός αριθμητικά και απρόβλεπτος πολιτικά. Αφορούσε κυρίως τις πόλεις. Καθώς η κατοχή βάδιζε προς το τέλος της περιορίζονταν ή σταματούσαν τα στρατιωτικά έργα και συρρικνώνονταν οι μηχανισμοί που συνδέονταν με τις δυνάμεις κατοχής. Το ίδιο συνέβαινε και στο τμήμα εκείνο της βιομηχανίας που εργαζόταν στη βάση παραγγελιών για τους Γερμανούς. Η διαδικασία αυτή άφηνε πίσω της σημαντικό αριθμό από ανέργους σε μία εποχή όπου όλες οι αβεβαιότητες και οι ανασφάλειες για το μέλλον εμφανίζονταν και πάλι ισχυρές. Οι μηχανισμοί πρόνοιας, προστάτευσαν αυτόν τον ευρύτατο χώρο από τη λιμοκτονία και από την εξαθλίωση. Πολύ λιγότερα πράγματα όμως μπορούσαν να γίνουν για τις ανησυχίες αυτών των ανθρώπων που ένιωθαν ότι οι εξελίξεις τούς οδηγούσαν έξω από τον ενεργό κοινωνικό ιστό.

Περισσότερο από κάθε τι άλλο ο κοινωνικός αυτός χώρος ήταν αμήχανος και ανήσυχος. Οι προοπτικές του ήσαν εξαιρετικά θολές. Στην ουσία, περίμενε την «ανοικοδόμηση» ως νέο μάννα εξ ουρανού χωρίς όμως να προσδιορίζει την ακριβή έννοια της λέξης. Η προσδοκία ότι η απελευθέρωση θα έφερνε σχετική ευημερία και θα έλυνε τα προβλήματα ακόμα και των πλέον άτυχων της δεδομένης συγκυρίας λειτουργούσε ως κατευναστική ελπίδα αλλά και επικίνδυνη θρυαλλίδα στην περίπτωση που οι εξελίξεις θα παρουσιάζονταν κατώτερες των προσδοκιών. Ηταν χώρος απρόβλεπτος, έτοιμος να εκραγεί σε μία θύελλα διεκδικήσεων ή να υποταχθεί σε όποια κρατική ή κοινωνική αρωγή. Στο πολιτικό πεδίο ήταν μια πηγή κινδύνου. Μπορούσε να ερμηνεύσει με τον τρόπο του τόσο την «Λαϊκή κυριαρχία» και την «Λαοκρατία» της Αντίστασης όσο και την «Μεγάλη Ελλάδα» των οπαδών της παλιννόστησης. Και τα δύο συνθήματα εμπεριείχαν κάποια υπόσχεση ευημερίας...

Σημείωση:

1. Οι «πλουτίσαντες επί κατοχής» και γενικά όσοι βρήκαν τρόπους να μεταβάλουν την περιουσιακή τους κατάσταση και την κοινωνική τους θέση στη διάρκειά της θα έπρεπε να αποτελέσουν καίριο πεδίο για τη μελέτη της περιόδου. Τα φαινόμενα κοινωνικής και οικονομικής ανόδου ή έστω τα αντίστοιχα της πρόσδεσης σε ένα οικονομικό σύστημα, εξηγούν σε πολλές περιπτώσεις τις πολιτικές επιλογές των ανθρώπων και των ομάδων. Δυστυχώς, πρόκειται για ένα πεδίο που αφήνει αδιάφορους τους μελετητές. Οσα εδώ αναφέρονται μένουν έτσι στο επίπεδο των αρχικών παρατηρήσεων καθώς δεν μπορούν να στηριχθούν σε πρωτογενείς έρευνες και πηγές.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου