Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση

(δημοσιεύτηκε στον τόμο Εμφύλιος Πόλεμος: 60 χρόνια από τη λήξη του, στα Ιστορικά της Ελευθεροτυπίας, στις 29 Αυγούστου 2009)


Το ιστορικό πλαίσιο


Από τη Γαλλική και την Αμερικάνικη Επανάσταση τον 18ο αιώνα μέχρι τους εθνικούς και λαϊκούς αγώνες για αποαποικιοποίηση του «Τρίτου Κόσμου» μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η παγκόσμια ιστορία ήταν ένα μωσαϊκό πολέμων και επαναστάσεων που ξεσπούσαν κατά κύματα για τη βίαιη διάλυση κοινωνικών συστημάτων, για τη δημιουργία εθνικών κρατών και τη διάλυση αυτοκρατοριών, την επιβολή των νόμων της ελεύθερης αγοράς, και μετέπειτα την επιβολή της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας και την αντίσταση σε αυτή τη διαδικασία φτάνοντας στις σοσιαλιστικές επαναστάσεις.

Όλη αυτή η ιστορική μακροπερίοδος γέννησε νέες μορφές κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, νέες μορφές στρατών και διοίκησης. Γέννησε κόμματα και διεθνείς ενώσεις, και επηρέασε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ύπαρξης δημιουργώντας δίκαιο, ιδεολογία, τέχνη. Μια σημαντική πτυχή ήταν η αλλαγή στις μορφές διακυβέρνησης – το εθνικό κράτος πήρε τη θέση των αυτοκρατοριών και οι συνταγματικές κυβερνήσεις, με ή χωρίς βασιλέα, τη θέση του απόλυτου μονάρχη και της αυλής του. Η ίδια η μορφή των κυβερνήσεων άλλαξε σε σχέση με τις κοινωνικές δυνάμεις που τις υποστήριζαν και τη ριζοσπαστικότητα των προγραμμάτων τους. Άλλαζαν παράλληλα οι όροι και οι ονομασίες, από την αστική Γαλλική Επανάσταση και την εργατική Κομμούνα μέχρι τη σοσιαλιστική και σοβιετική εξουσία και φτάνοντας στις μορφές της λαϊκής δημοκρατίας τόσο για τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης όσο και πολλές περιπτώσεις χωρών του Τρίτου Κόσμου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Σημαντική θέση ανάμεσα στις μορφές διακυβέρνησης κατέχουν και οι μορφές προσωρινής επαναστατικής διακυβέρνησης, μεταβατικές μορφές εξουσίας που ξεκινούν μέσα από την αντίσταση απέναντι σε έναν εξωτερικό κατακτητή ή μια εγχώρια εχθρική εξουσία, η οποία βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. Μορφές που οικοδομούν και κατοχυρώνουν, μέσα από μια επαναστατική διαδικασία αντίστασης, μια άλλη μορφή εξουσίας που συνήθως στοχεύει στο να επιβληθεί και νομιμοποιηθεί ως η επίσημη πηγή εξουσίας.

Ο σχηματισμός μιας νέας δομής εξουσίας είναι από μόνος του μια πράξη επανάστασης. Μια νέα πηγή εξουσίας ακυρώνει την προγενέστερη αυτής και επιβάλλεται σε έναν ορισμένο χώρο και τους ανθρώπους του. Ας προσπαθήσουμε να δώσουμε εδώ κάποια κοινά χαρακτηριστικά αυτής της εξουσίας. Για την εγκαθίδρυση μιας πολιτικής μορφής εξουσίας χρειάζεται φυσικά ένας ικανός χώρος με τον αντίστοιχο πληθυσμό, όπου ασκείται ήδη de facto η επαναστατική εξουσία, συνήθως από έναν επαναστατικό στρατό που αντλεί τις δυνάμεις του από αυτόν το χώρο και τον πληθυσμό. Αυτή η επαναστατική βάση είναι σχεδόν πάντα η ύπαιθρος, όπου δεν φτάνει και δεν μπορεί να σταθεί η εξουσία του αντιπάλου, εξωτερικού ή εσωτερικού, ή ενίοτε και συνδυασμού τους. Οι μεταβατικές μορφές εξουσίας προκύπτουν από την εξέγερση απέναντι σε έναν τέτοιο εχθρό, συνεπώς προϋποθέτουν μια επαναστατική κατάσταση, η οποία με τη σειρά της έχει δημιουργήσει επαναστατικό δίκαιο, στρατιωτικές δομές και στοιχειώδεις μορφές αυτοοργάνωσης των απελευθερωμένων περιοχών. Η ίδια αυτή διαδικασία παράγει ιδεολογία, επιδρά στην κοινωνική συνείδηση και δημιουργεί συλλογική ταυτότητα, επηρεάζει τις μορφές της κοινωνικής ζωής, την τέχνη. Ως ενοποιητικό στοιχείο προβάλει το όραμα της εθνικής ή και της κοινωνικής απελευθέρωσης. Η συγκρότηση μιας μορφής πολιτικής εξουσίας συνήθως έρχεται ως επιστέγασμα μιας τέτοιας διαδικασίας. Αφομοιώνει και δημιουργεί θεσμούς εξουσίας, τοπικά συμβούλια, συγκροτημένο στρατό και πολιτοφυλακή, κεντρικό κυβερνητικό όργανο, αντιπροσωπευτικές συνελεύσεις που κατοχυρώνουν την εξουσία με διακηρύξεις συνταγματικού τύπου, νόμους και αποφάσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις η μεταβατική αυτή μορφή πολιτικής εξουσίας, ανάλογα με την έκβαση του αγώνα, μετεξελίσσεται σε επίσημη κρατική εξουσία. Η πραγματικότητα εντέλει θέτει κάθε φορά τα όρια στην επαναστατική δράση και στην εκπορευόμενη από αυτήν ιδεολογία.

Τέτοιες μορφές προσωρινών ή μεταβατικών επαναστατικών κυβερνήσεων συναντάμε κυρίως στον 20ο αιώνα. Χαρακτηριστικά αλλά και διαφορετικά παραδείγματα αποτελούν τόσο η αντιπροσωπευτική επιτροπή με εκτελεστικά καθήκοντα της Ένωσης για την Υπεράσπιση των Δικαιωμάτων της Ανατολίας και της Ρουμελίας (LDRAR) με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ και η μετέπειτα κυβέρνηση της Άγκυρας το 1920 όσο και επαναστατική κυβέρνηση στο Γκουαντούν της Κίνας από το ενιαίο μέτωπο του Κουομιτάνγκ με τη συμμετοχή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας το 1923 και αργότερα το 1927, οι επαναστατικές βάσεις του Κόμματος στην ύπαιθρο. Σε αυτές αναδείχτηκε και ο Μάο Τσετουνγκ, που θα θεωρητικοποιούσε το λαϊκό πόλεμο.


Η Αντίσταση και οι μορφές προσωρινής εξουσίας


Τέτοιες μορφές εξουσίας εμφανίστηκαν όμως κυρίως κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα από την ένοπλη Αντίσταση των λαών απέναντι στον φασιστικό Άξονα και τη Νέα Τάξη, που ήθελε να εγκαθιδρύσει. Οι αντιστασιακές δυνάμεις απελευθέρωσαν περιοχές μέσα στο σώμα της κατεχόμενης Ευρώπης, περιοχές που έπρεπε να οργανωθούν και να διοικηθούν, τόσο με γνώμονα τις ανάγκες της συνέχισης του αγώνα ενάντια στον κατακτητή όσο και, ορισμένες φορές, με το βλέμμα σε μια δικαιότερη μεταπολεμική κοινωνική οργάνωση.

Οι μορφές διακυβέρνησης των απελευθερωμένων περιοχών ποίκιλλαν στο επίπεδο της πολιτικής οργάνωσης, από τον απόλυτο έλεγχο μέσω στρατιωτικών σωμάτων ή τη λειτουργία τοπικών επιτροπών μέχρι και τη δημιουργία με επίσημο τρόπο κυβερνήσεων και αντιπροσωπευτικών σωμάτων που φιλοδοξούσαν να εκφράσουν τη θέληση ολόκληρου του έθνους και του λαού. Στη Δυτική Ευρώπη, τόσο το εύρος της ένοπλης Αντίστασης όσο και οι απελευθερωμένες ζώνες ήταν μικρότερης έκτασης. Στη Γαλλία, προς το τέλος της Κατοχής, το οροπέδιο του Βερκόρ στις Άλπεις απελευθερώθηκε για δύο μήνες (9 Ιουνίου – 21 Ιουλίου 1944). Αμέσως οργανώθηκε μια νέα διοίκηση και στις 3 Ιουλίου ανακηρύχτηκε Δημοκρατία με δική του σημαία. Κατάργησε το καθεστώς του Βισί και προχώρησε στην τιμωρία προδοτών και δοσιλόγων. Μια παρόμοια διαδικασία έλαβε χώρα στη Βουργουνδία, τον Αύγουστο του 1944[1]. Διοίκηση απελευθερωμένων περιοχών είχαμε και στην Ιταλία την ίδια περίοδο, ενώ και στην Πολωνία υπήρξε ένα «παράνομο κράτος» με τους δικούς του τομείς εκπαίδευσης, δικαιοσύνης, πρόνοιας και προπαγάνδας. Ο σκοπός του ήταν η διαφύλαξη της πολωνικής κοινωνίας από τις πιέσεις της γερμανικής κατοχής με την παράλληλη προετοιμασία για τη στιγμή της εκδίωξης των κατακτητών.[2]

Στη Σοβιετική Ένωση, ο αντάρτικος αγώνας πήρε μεγάλες διαστάσεις. Σε διάφορες περιοχές, όπως γύρω από το Σμόλενσκ, οι αντάρτες επανεγκατέστησαν τους θεσμούς της σοβιετικής τοπικής διοίκησης, όρισαν νέους αξιωματούχους, επανίδρυσαν την Κομσομόλ και τις συλλογικές φάρμες, τις οποίες καλλιεργούσαν.[3]

Στην Αλβανία, τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα, ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας πήρε τις μεγαλύτερες διαστάσεις του από την άποψη της οργάνωσης και της εμβέλειάς του. Ως αποτέλεσμα αυτού ήταν και η ύπαρξη μεγάλων και ενιαίων απελευθερωμένων περιοχών, που έκανε επιτακτική την ανάγκη διοίκησής των. Και στις τρεις χώρες, η πολιτική οργάνωση των απελευθερωμένων περιοχών έφτασε σε ανώτερο στάδιο, στη δημιουργία μιας de facto κυβέρνησης από τις δυνάμεις των εθνικοαπελευθερωτικών μετώπων με κύρια δύναμη τα κομμουνιστικά κόμματα. Δημιουργήθηκε με τον τρόπο αυτό μια μεταβατική μορφή εξουσίας σε μια σημαντική ζώνη της κάθε χώρας σε αντίθεση με την εξουσία της δοσίλογης κυβέρνησης αλλά και σε ανταγωνιστική σχέση με τις αντίστοιχες εξόριστες βασιλικές κυβερνήσεις, που είχαν την υποστήριξη κυρίως των Βρετανών.

Οι συνεχιζόμενοι αγώνες των λαών για την εκπλήρωση ενός καλύτερου μέλλοντος, που προοιωνιζόταν η ήττα του φασισμού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήρθαν σε αντίθεση με τις δυνάμεις που ήθελαν να σταματήσουν την ιστορική εξέλιξη συντηρώντας το άδικο και αναχρονιστικό καθεστώς της αποικιοκρατίας. Οι αγώνες αυτοί με τη σειρά τους συνέχισαν να δημιουργούν νέες μορφές εξουσίας και διακυβέρνησης απελευθερωμένων περιοχών φτάνοντας ενίοτε και στην κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, με λαμπρότερο παράδειγμα το Βιετνάμ και την Προσωρινή Κυβέρνηση των Βιετ-Μινχ που εγκαθιδρύθηκε στο Ανόι από το βιετναμέζικο κίνημα με επικεφαλής τον Χο Τσι Μινχ στις 28 Αυγούστου 1945 για να θριαμβεύσει στη Σαϊγκόν τριάντα χρόνια αργότερα.

Μέσα σε αυτό το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, στις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες φυσικά, τοποθετούμε και τη μεταγενέστερη δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, που σχημάτισε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, ως μορφή διακυβέρνησης των περιοχών της χώρας που έλεγχε ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση δημιουργήθηκε μέσα στην όλο ένταση αρχή του Ψυχρού Πολέμου. Είχε όμως αυτή η μορφή διακυβέρνησης στην Ελλάδα ένα πολύ κοντινό πρότυπο, την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, την «κυβέρνηση του βουνού» στην Ελεύθερη Ελλάδα της κατοχικής περιόδου.


Η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης – ένα πρότυπο;


Όταν αναφερόμαστε στην «κυβέρνηση του βουνού», το μυαλό των περισσότερων πάει στην Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) που δημιουργήθηκε στις 10 Μαρτίου 1944 στα βουνά της Ευρυτανίας από τις δυνάμεις του ΕΑΜ αλλά και άλλες πολιτικές δυνάμεις για να διοικήσει τη μεγάλη απελευθερωμένη από τον ΕΛΑΣ περιοχή της ορεινής «Ελεύθερης Ελλάδας». Μετά τον ανασχηματισμό της τον Απρίλιο του 1944, η ΠΕΕΑ περιλάμβανε προσωπικότητες όπως ο πρόεδρος της Αλέξανδρος Σβώλος, οι καθηγητές Άγγελος Αγγελόπουλος και ο Πέτρος Κόκκαλης, ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Γιώργος Σιάντος, ο Ηλίας Τσιριμώκος της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας και ο Κώστας Γαβριηλίδης του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας, οι στρατιωτικοί Ευριπίδης Μπακιρτζής και Εμμανουήλ Μάντακας, κ.ά.

Πριν το σχηματισμό της ΠΕΕΑ, οι απελευθερωμένες περιοχές είχαν ήδη οργανωθεί με θεσμούς λαϊκής αυτοδιοίκησης και δικαιοσύνης, θεσμούς που είχαν εγκριθεί από το καλοκαίρι του 1943 όχι μόνο από τον ΕΛΑΣ αλλά και από το Κοινό Γενικό Στρατηγείο Ανταρτών, όπου συμμετείχαν και οι αντιστασιακές ομάδες του ΕΔΕΣ και της ΕΚΚΑ και αντιπρόσωποι της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα. Η μεγάλη ενιαία απελευθερωμένη περιοχή καθιστούσε επιτακτική την οργάνωση και διοίκησή της σε συνδυασμό με τις ανάγκες του διαρκώς ογκούμενου και αξιόμαχου ΕΛΑΣ. Επίσης οι πολιτικές εξελίξεις έτρεχαν, με φόντο την επικείμενη απελευθέρωση της χώρας, και οι αντιστασιακές δυνάμεις έβλεπαν μια μεγάλη πολιτική κινητικότητα τόσο στην εξόριστη βασιλική κυβέρνηση στο Κάιρο όσο και στην τρίτη και πιο πολιτική δοσίλογη κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη.

Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν την ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην ίδρυση της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, ενός τρίτου πόλου στην πολιτική ζωή της χώρας με το κύρος και τη δύναμη της Αντίστασης τόσο με την ένοπλη μορφή της στην ύπαιθρο όσο και με τους μαχητικούς διεκδικητικούς αγώνες της στις πόλεις. Με την ίδρυση της, η ΠΕΕΑ δημιούργησε ένα εντυπωσιακό μηχανισμό με Γραμματείες (υπουργεία), με τοποθέτηση διοικητικών επιτροπών και διοικητών στις επαρχίες και τη σύγκληση ενός ευρύτατου αντιπροσωπευτικού σώματος, του Εθνικού Συμβουλίου που θα νομιμοποιούσε την ίδια και τις αποφάσεις της. Το Εθνικό Συμβούλιο συγκροτήθηκε μέσα από μια τεράστια εκλογική διαδικασία τόσο στις απελευθερωμένες όσο και στις κατεχόμενες περιοχές, στην όποια πήραν μέρος περισσότεροι από 1.500.000 άνθρωποι και για πρώτη φορά οι γυναίκες.

Η ΠΕΕΑ προχώρησε στο έργο της με Πράξεις (νόμους) και Αποφάσεις. Οργάνωσε τη Λαϊκή Αυτοδιοίκηση και Δικαιοσύνη, υπήγαγε στην εξουσία της τον ΕΛΑΣ και τακτοποίησε ζητήματα στρατολογίας και ιεραρχίας, ίδρυσε την Εθνική Πολιτοφυλακή, οργάνωσε ένα απαραίτητο φορολογικό σύστημα σε είδος, την «εθνική εισφορά στην παραγωγή» αλλά εξέδωσε και χαρτονόμισμα, «ομολογίες» με αντίκρισμα σε στάρι.

Προχώρησε σε αποφάσεις έχοντας στραμμένο το βλέμμα στο μέλλον και στη μεταπολεμική οργάνωση του κράτους καταρτίζοντας νόμο για τους συνεταιρισμούς, τη σύσταση και τη λειτουργία τους, εκπονώντας το «Σχέδιο για μια Λαϊκή Παιδεία», φροντίζοντας για τα «Κατώτατα όρια αποδοχών μισθωτών και εξίσωση αποδοχών ανδρών και γυναικών» αλλά και για την «προστασία, διοίκηση και διαχείριση δασών και δασικών βοσκοτόπων».

Μετά από μια πολύ πυκνή περίοδο πολιτικών εξελίξεων που ξεκίνησαν με το Συνέδριο του Λιβάνου τον Απρίλιο του 1944, στο οποίο πήραν μέρος η ΠΕΕΑ, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, εκπρόσωποι τους πήραν μέρος στο τέλος του καλοκαιριού στην κυβέρνηση Εθνικής Ένωσης που είχε ήδη σχηματιστεί από τον Γεώργιο Παπανδρέου. Μετά την απελευθέρωση της χώρας και τον ερχομό της κυβέρνησης στην πρωτεύουσα, η ΠΕΕΑ και το Εθνικό Συμβούλιο αυτοδιαλύθηκαν επίσημα στις 5 Νοεμβρίου 1944. Οι μετέπειτα εξελίξεις, με κομβικό σημείο το Δεκέμβρη του 1944, οδήγησαν στον εμφύλιο πόλεμο και μεταξύ άλλων και την απόφαση του ΚΚΕ να δημιουργήσει, τρία χρόνια μετά, ένα άλλο κυβερνητικό σχήμα.


Η δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης


Στις 27 Ιουνίου του 1947, από το βήμα του συνεδρίου του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο Στρασβούργο, ο αντιπρόσωπος του ΚΚΕ Μιλτιάδης Πορφυρογένης διακήρυξε την πρόθεση «δημιουργίας μιας λεύτερης δημοκρατικής Ελλάδας, με δική της κυβέρνηση και δική της κρατική υπόσταση». Η δήλωση αυτή, που προανήγγειλε τη δημιουργία ξεχωριστής κυβέρνησης, δημιούργησε αναταραχή στους πολιτικούς κύκλους της Ελλάδας. Σημειώθηκαν κάποιες προσπάθειες για συνεννόηση των δύο πλευρών και ο Θεμιστοκλής Σοφούλης φέρεται να ανέλαβε να συναντηθεί με τον πρωθυπουργό Δημήτριο Μάξιμο και με τους επικεφαλής του ΕΑΜ.[4] Εκείνη την ημέρα, στις 9 Ιουλίου 1947, η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν ένας διωγμός κατά της Αριστεράς με μαζικές συλλήψεις και εκτοπίσεις χιλιάδων και μεταξύ τους και αυτών που θα συναντούσαν τον Σοφούλη[5]. Από τη μεριά του ΚΚΕ, πήραν πλέον το δρόμο τους οι προετοιμασίες για τη δημιουργία μιας ξεχωριστής κυβέρνησης σε μια αυτόνομη περιοχή. Σχετικό διάγγελμα μεταδόθηκε στην πρώτη εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού της Ελεύθερης Ελλάδας, στις 16 Ιουλίου 1947. Το διάγγελμα κατέληγε στην απόφαση δημιουργίας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης: «Το συμφέρον της Ελλάδας και η εσχάτη προδοσία του φασισμού μας επιβάλλουν να πάρουμε επείγουσες και ριζικές αποφάσεις. Το έργο μας πρέπει να ολοκληρωθεί. Όλες οι προϋποθέσεις που χρειάζονται υπάρχουν. Και ολοκλήρωση θάναι ο σχηματισμός Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης στην περιοχή της Ελεύθερης Ελλάδας, όπου κυριαρχεί ο Δημοκρατικός Στρατός»[6].

Τον Αύγουστο δημοσιεύτηκαν πέντε «Πράξεις» του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας για τη Λαϊκή Δικαιοσύνη και Αυτοδιοίκηση, δημιουργώντας ένα θεσμικό πλαίσιο και μια κρατική υπόσταση στις περιοχές που έλεγχε. Οι Πράξεις αυτές αφορούσαν «την οργάνωση της Λαϊκής Εξουσίας», «την οργάνωση της Λαϊκής Δικαιοσύνης», «τον αναδασμό της γης», «τα δάση» και «την οργάνωση της Λαϊκής Εκπαίδευσης». Ήταν ένα αποφασιστικό βήμα πολιτικά προς τη προδιαγεγραμμένη δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Στο πρακτικό πεδίο, οι «Πράξεις» αυτές δεν ήταν παρά επαναφορά θεσμών που οι περιοχές αυτές είχαν καλά γνωρίσει και εφαρμόσει στο πρόσφατο παρελθόν της Κατοχής και δεν πρόσθεταν κάτι το νέο. Πολιτικά όμως ήταν η δημόσια διακήρυξη ότι στην Ελλάδα υπάρχει και λειτουργεί, εκτός της κυβέρνησης της Αθήνας, και μια δεύτερη εξουσία. Όπως η ΠΕΕΑ επί Κατοχής είχε αναλάβει τον έλεγχο των περιοχών, όπου ήδη εφαρμόζονταν οι διατάξεις του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, έτσι και η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση θα αναλάμβανε τη διακυβέρνηση των περιοχών που διοικούνταν με συγκεκριμένο τρόπο από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας.

Όλες αυτές όμως οι σοβαρότατες αποφάσεις έπρεπε να εγκριθούν στο ανώτερο δυνατό κομματικό επίπεδο. Αυτό ήταν το έργο της 3ης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ που συνήλθε στις 11-12 Σεπτεμβρίου 1947, με παρουσία έξι μελών της, στη Γιουγκοσλαβία. Οι αποφάσεις της εγκρίθηκαν ακολούθως και από τα υπόλοιπα μέλη της ΚΕ που βρίσκονταν στην Αθήνα. Διαμορφώθηκε μέσα από τις διαδικασίες της Ολομέλειας, ένα δεύτερο καθοδηγητικό κέντρο, καταστατικά νομιμοποιημένο, που θα είχε την ευθύνη για το κύριο μέτωπο: τον ένοπλο αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, τις ελεύθερες περιοχές και τις σχέσεις με το εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια της Ολομέλειας εγκρίθηκε επίσης το επιχειρησιακό σχέδιο «Λίμνες» με μεγαλεπήβολο στόχο τη δημιουργία μιας μεγάλης ελεύθερης περιοχής με κέντρο τη Θεσσαλονίκη.

Η δημοσίευση της «Ανακοίνωσης της 3ης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής», που απέδιδε συνοπτικά τις αποφάσεις που πάρθηκαν σε αυτήν, από το Ριζοσπάστη στις 8 Οκτωβρίου 1947, είχε ως αποτέλεσμα την απαγόρευση της νόμιμης κυκλοφορίας του λίγες μέρες αργότερα.

Στις 2 Δεκεμβρίου, το «Δεύτερο Κλιμάκιο» του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ είχε αποφασίσει «ως το τέλος του χρόνου να γίνει Π[ροσωρινή] Δ[ημοκρατική] Κυβέρνηση στις περιοχές της Λεύτερης Ελλάδας». Στις 10 Δεκεμβρίου η απόφαση αυτή ανακοινώθηκε στο κλιμάκιο του Πολιτικού Γραφείου στην Αθήνα και ζητιόταν η βολιδοσκόπηση των κομμάτων του ΕΑΜ και των συνεργαζόμενων με αυτά για τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση. Δεν γνωρίζουμε αρκετά για αυτήν την υπόθεση. Όμως και για όσους πιθανά δέχτηκαν να πάρουν μέρος σε αυτήν, στάθηκε αδύνατο να προωθηθούν προς το βουνό.

Τελικά η σύνθεση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης περιλάμβανε μόνο στελέχη του ΚΚΕ. Η Απόφαση δημιουργίας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης γνωστοποιήθηκε στο πανελλήνιο όταν στις 13 Δεκεμβρίου 1947, από το ραδιοσταθμό του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας εκφωνήθηκε άρθρο του Ν. Ζαχαριάδη, υπό τον τίτλο «Πού τραβάμε;». Στο άρθρο, μεταξύ άλλων, αναφερόταν ότι: «το δημοκρατικό κίνημα συμπληρώνει το έργο του και ο σχηματισμός Δημοκρατικής Κυβέρνησης στη Λεύτερη Ελλάδα δεν είναι παρά ζήτημα ημερών». Με βάση όλη την παραπάνω πορεία, στις 24 Δεκεμβρίου 1947 ανακοινώθηκε από το ραδιοφωνικό σταθμό «Ελεύθερη Ελλάδα» η ίδρυση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης με αλλεπάλληλες εκπομπές.

Η σύνθεση της κυβέρνησης ήταν η ακόλουθη:

Πρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός των Στρατιωτικών: Στρατηγός Μάρκος.

Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός των Εσωτερικών: Γιάννης Ιωαννίδης.

Υπουργός των Εξωτερικών: Πέτρος Ρούσσος.

Υπουργός της Δικαιοσύνης: Μιλτιάδης Πορφυρογένης.

Υπουργός Υγιεινής και Πρόνοιας και προσωρινά της Παιδείας: Πέτρος Κόκκαλης.

Υπουργός Οικονομικών: Βασίλης Μπαρτζιώτας.

Υπουργός της Γεωργίας: Δημήτρης Βλαντάς.

Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και προσωρινά του Επισιτισμού: Λεωνίδας Στρίγκος.

Από αυτούς, μόνον ο Πέτρος Κόκκαλης είχε συμμετάσχει στην πρώτη κυβέρνηση του βουνού, στην ΠΕΕΑ, ενώ ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης υπήρξε υπουργός Εργασίας στην κυβέρνηση Εθνικής Ένωσης του Γεωργίου Παπανδρέου εκ μέρους του ΚΚΕ. Το Κόμμα, όπως ήταν επόμενο, τέθηκε και τυπικά εκτός νόμου στις 27 Δεκεμβρίου και μαζί του το ΕΑΜ και άλλες αριστερές οργανώσεις.

Χαρακτηριστικό της πολιτικής της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, και κατ’ επέκταση του ΚΚΕ και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, ήταν το διάγγελμα της προς τον ελληνικό λαό:

«Πρώτος και κύριος σκοπός της Προσωρινής Κυβέρνησης είναι να κινητοποιήσει όλες τις δυνάμεις του λαού για τη γρήγορη απελευθέρωση της χώρας από τους ξένους ιμπεριαλιστές και από τους ντόπιους γραικύλους, για την κατοχύρωση της εθνικής κυριαρχίας, για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας από κάθε ξένη ιμπεριαλιστική επιβουλή και για τη νίκη της Δημοκρατίας».

Και συνέχιζε:

«Η διακυβέρνηση των ελεύθερων περιοχών πάνω σε λαϊκοδημοκρατικές βάσεις και η παραπέρα ανάπτυξη των θεσμών των λαϊκών συμβουλίων και της λαϊκής δικαιοσύνης, που αποτελούν την πρώτη βάση για τη δημοκρατική αναδημιουργία, θα είναι ένα από τα κύρια καθήκοντά μας. Το ίδιο η εθνικοποίηση των ξένων εταιριών, των μεγάλων τραπεζών και της βαριάς βιομηχανίας. Η εφαρμογή της αγροτικής μεταρρύθμισης, η αντιμετώπιση των επισιτιστικών αναγκών του λαού. Η αναδιοργάνωση της εθνικής οικονομίας και του κρατικού μηχανισμού πάνω σε λαϊκές δημοκρατικές βάσεις. Η σταθεροποίηση της συμφιλίωσης και ενότητας του λαού πάνω στη βάση της εξασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας και του σεβασμού των δημοκρατικών του δικαιωμάτων. Η αναγνώριση πλέριας ισοτιμίας στις εθνικές μειονότητες και του δικαιώματος της ελεύθερης εθνικής τους ανάπτυξης. Η δημιουργία γερού λαϊκού στρατού, στόλου και αεροπορίας, μιας ισχυρής Ελλάδας, ικανής να υπερασπίσει την εθνική της κυριαρχία, ανεξαρτησία και ακεραιότητα από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική επιβουλή, σε στενή αδελφική συνεργασία με όλους τους δημοκρατικούς λαούς της Ευρώπης».[7]

Η αναγγελία της δημιουργίας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης συνδέθηκε με τη μάχη της Κόνιτσας που άρχισε την επομένη, στις 25 Δεκεμβρίου 1947. Η κατάληψή της θα δημιουργούσε μια, προσωρινή έστω, πρωτεύουσα για τη νέα κυβέρνηση μαζί με μια σημαντική επικράτεια και θα μπορούσε να δημιουργήσει αίσθηση σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο. Η πολυήμερη όμως επιχείρηση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας για την κατάληψη της πόλης απέτυχε και άρα και η δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης δεν συνοδεύτηκε με μια επιτυχία.

Στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων, ανεπιτυχείς υπήρξαν και οι επίμονες προσπάθειες του ΚΚΕ για αναγνώριση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης από τις κυβερνήσεις των χωρών του ανατολικού στρατοπέδου. Έγιναν διαβουλεύσεις πριν τη δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης αλλά δεν υπήρξαν επίσημα καταγεγραμμένες παροτρύνσεις ή αντιρρήσεις ως προς την απόφαση του ΚΚΕ από αυτή τη μεριά. Τα κόμματα και οι μαζικές οργανώσεις θα βοηθούσαν τους έλληνες συντρόφους αλλά τα κράτη δεν θα αναγνώριζαν μια ξεχωριστή κρατική υπόσταση στην Ελλάδα. Στις εύθραυστες ισορροπίες της παραμονής του Ψυχρού Πολέμου, η ελληνική περίπτωση δεν ήταν προτεραιότητα για το υπό εκκόλαψη ανατολικό μπλοκ. Από την άλλη, η ελληνική κυβέρνηση και το δυτικό μπλοκ αντέδρασαν έντονα. Στις 29 Δεκεμβρίου 1947, η νεοσυσταθείσα Βαλκανική Επιτροπή του ΟΗΕ εξέδωσε απόφαση, όπου χαρακτηριστικά αναφέρονταν: «η αναγνώριση ακόμα και ντε φάκτο, της αυτό-αποκαλούμενης «Προσωρινής Δημοκρατικής Ελληνικής Κυβέρνησης», συνοδευόμενη και με άμεση ή έμμεση βοήθεια προς το αντάρτικο κίνημα, στρέφεται κατά της ελληνικής κυβέρνησης, παραβιάζει τις αρχές του διεθνούς δικαίου και του ΟΗΕ και αποτελεί απειλή κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας». Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ εξέταζε την περίπτωση αναγνώρισης της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης από την ΕΣΣΔ και τις άλλες ανατολικές χώρες και την συνακόλουθη ανάγκη αποστολής στρατού στην Ελλάδα και την αύξηση της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας προς την κυβέρνηση. Οι ΗΠΑ έστειλαν επιδεικτικά μια ναυτική μοίρα στην ανατολική Μεσόγειο τον Ιανουάριο του 1948 προκαλώντας νευρικότητα στις ηγεσίες των βαλκανικών χωρών[8].


Το έργο της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης


Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση ανέλαβε το ρόλο της πολιτικής διοίκησης των ελεγχόμενων από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας περιοχών με όλους τους περιορισμούς που δημιουργούσε η στενότητα των υλικών πόρων των περιοχών αυτών, ορεινών και αγροτικών και ειδικά μετά την εκκένωση πολλών χωριών από τον Εθνικό Στρατό που σχημάτιζε με αυτό τον τρόπο μια νεκρή από ανθρώπους και παραγωγική δραστηριότητα ζώνη. Υπολογίζεται ότι περίπου 700.000 άνθρωποι απομακρύνθηκαν από τους τόπους κατοικίας τους – οι αποκαλούμενοι «συμμοριόπληκτοι».

Άλλωστε ο τρόπος του πολέμου ανάγκαζε τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας να μετακινείται συνεχώς και ο έλεγχος πολλών περιοχών δεν ήταν παρά τυπικός – δεν υπήρχε δηλαδή η δυνατότητα για δημιουργία πολιτικών οργανώσεων που να εφαρμόζουν σε μια σταθερή βάση μια συγκεκριμένη πολιτική και να δημιουργήσουν ένα κρατικό μόρφωμα – αυτοδιοίκηση, δικαιοσύνη, φορολογία, στρατολογία, πόσο μάλλον υποδομές και υπηρεσίες προς όφελος του λαού. Αυτή η κατάσταση αντικατοπτρίζεται και στο περιεχόμενο αλλά και στο μικρό σχετικά εύρος του νομοθετικού έργου της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, ειδικά αν συγκριθεί με την παραγωγή της πιο βραχύβιας ΠΕΕΑ. [9]


Λαϊκή Αυτοδιοίκηση


Πέρα από την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση στο πρότυπο της ΠΕΕΑ, προβλεπόταν και η σύγκληση μιας Λαϊκής Εθνοσυνέλευσης σε αντιστοιχία με το Εθνικό Συμβούλιο της κατοχικής περιόδου – αυτό τουλάχιστον αναφέρεται στους νόμους της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, που τελούσαν υπό την έγκριση αυτής της Λαϊκής Εθνοσυνέλευσης, μόλις θα συγκαλούνταν. Επίσης με νόμο, ο υπουργός Εσωτερικών μπορούσε να διορίζει κυβερνητικούς αντιπροσώπους σε περιοχές, όπως η ΠΕΕΑ διόριζε γενικούς διοικητές και διοικητικές επιτροπές. Σύμφωνα με το σχετικό άρθρο, οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι είχαν το ρόλο συνδέσμου της τοπικής εξουσίας με την κυβέρνηση και αποτελούσαν όργανα της λαϊκής εξουσίας χωρίς να περιορίζουν τα δικαιώματα των τοπικών λαϊκών οργάνων. Επίσης, κατά τα πρότυπα της Εθνικής Πολιτοφυλακής, δημιουργήθηκε η Λαϊκή Πολιτοφυλακή.

Με το νόμο 12 συμπληρωνόταν η Πράξη 1 του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού για την οργάνωση της λαϊκής εξουσίας[10]. Σύμφωνα με αυτόν, ορίζονταν τα επαρχιακά συμβούλια ως όργανα λαϊκής εξουσίας δευτέρου βαθμού, με καθήκοντα μεταξύ άλλων, τη διοίκηση της επαρχίας, την καθοδήγηση, το συντονισμό και τον έλεγχο των λαϊκών συμβουλίων. Δημιουργήθηκε ένας κορμός αυτοδιοίκησης με δύο βαθμούς εκλεγμένων εκπροσώπων και ένα τρίτο, αυτό των κυβερνητικών εκπροσώπων, διορισμένο από την κεντρική κυβέρνηση.


Φορολογία και οικονομικά


Ένα άλλο ζήτημα ήταν η φορολογία των υπαγόμενων στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση περιοχών που γινόταν σε είδος και ρυθμιζόταν με νόμο «για την εισφορά πάνω στην παραγωγή», ανάλογο της πράξης της ΠΕΕΑ για το ίδιο ζήτημα. Στην αιτιολογική έκθεση γινόταν σαφές ότι η εισφορά αυτή πήγαινε κατά κύριο λόγο στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας «για τη νικηφόρα διεξαγωγή του πολέμου». Η φορολογία ήταν προοδευτική αρχίζοντας από το 5% της παραγωγής ενώ το αφορολόγητο όριο ήταν χαμηλό. Ένα 20% της εισφοράς προβλεπόταν να διατεθεί για τις ανάγκες των κατά τόπους λαϊκών συμβουλίων και ένα 5% αυτού του 20% έμενε στη διάθεση του υπουργείου Εσωτερικών για την ενίσχυση των άγονων περιοχών. Επίσης έγινε προσπάθεια να μπουν σε ένα πλαίσιο οι επιτάξεις που έκανε ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, να αναληφθούν από την κυβέρνηση ως δημόσιο χρέος και να πληρωθούν όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν.

Ήταν ξεκάθαρο ότι ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας ήταν αναγκασμένος να ζητάει την ενίσχυση του από τις τοπικές κοινωνίες του χώρου που έλεγχε χωρίς να είναι σε θέση να προσφέρει με τη σειρά του κάτι χειροπιαστό – στο σημείο αυτό η διαφορά με το δίκτυο ενίσχυσης και αλληλεγγύης που είχε δημιουργήσει το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ ήταν προφανής.


Η στρατιωτικοποίηση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας


Στις αρχές του 1948, είχε παρθεί απόφαση για τη στρατιωτικοποίηση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, δηλαδή τη δημιουργία ισχυρών τακτικών μονάδων. Το πρώτο βήμα, που έγινε μέσα από τις αποφάσεις της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης ήταν η δημιουργία ενός βασικού κορμού, μιας ιεραρχίας στρατιωτικών στελεχών γύρω από την οποία θα χτιζόταν ο τακτικός Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Όπως όμως και η ίδια η κυβέρνηση, έτσι και το στρατιωτικό αυτό επιτελείο ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στελεχωμένο μονόπλευρα από στελέχη του Κόμματος.[11]

Δημιουργήθηκε με νόμο και το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στα τέλη Αυγούστου του 1948, καταργήθηκαν τα Αρχηγεία Περιοχών και δημιουργήθηκαν επτά Μεραρχίες. Με πολλά διατάγματα ονομάστηκαν αξιωματικοί του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, έγιναν προαγωγές και δόθηκαν διακρίσεις και μετάλλια ανδρείας. Με νόμο οργανώθηκε και η στρατιωτική δικαιοσύνη.

Με νόμους της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης έγινε προσπάθεια να λυθούν τα προβλήματα στρατολογίας και ανεφοδιασμού του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Ο υπουργός Στρατιωτικών είχε το δικαίωμα να καλεί στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας ηλικίες αξιωματικών και οπλιτών, ανδρών αλλά και γυναικών.

Με ιδιαίτερη στρατολογική διάταξη, απαλλάσσονται από την υποχρεωτική στράτευση γυναίκες που είτε είχαν άλλα τέσσερα αδέρφια στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας ή που είχαν δύο θύματα στον εμφύλιο. Αργότερα ορίστηκε σαν αρχή του «σημερινού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα» και άρα της απαλλαγής, η 27η Σεπτεμβρίου 1941, η ημέρα ίδρυσης δηλαδή του ΕΑΜ.


Αμνηστία και ανταλλαγή αιχμαλώτων


Την 1η Φεβρουαρίου 1948, η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση δημοσιεύει νόμο «για την αμνηστεία κοινών και πολιτικών εγκλημάτων» στην επικράτειά της. Το μέτρο αυτό θεωρήθηκε ότι θα συντελούσε στη συμφιλίωση και την εθνική ενότητα με όσους για διάφορους λόγους βρίσκονταν στο αντίπαλο στρατόπεδο.

Καθώς σκληραίνει η άλλη πλευρά και πολλαπλασιάζονται οι εκτελέσεις, και άρα δεν έχει κάποια ορατή ανταπόκριση η αμνηστία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης θεσπίζεται νόμος για την ανταλλαγή αιχμαλώτων. Σύμφωνα με αυτόν, καταδικασμένοι από τα δικαστήρια της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, μπορούσαν να ανταλλαγούν με κατάδικους ή υπόδικους του ελληνικού κράτους. Ούτε όμως και σε αυτήν την περίπτωση δεν υπήρξε κάποια θετική αντίδραση από το αντίπαλο στρατόπεδο.


Η Επιτροπή Βοήθειας στο Παιδί


Το 1948 ο «πόλεμος των παιδιών», το λεγόμενο «παιδομάζωμα», είχε πλέον γίνει βασικό χαρακτηριστικό του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Ενός πολέμου, που μέσα στις αναδυόμενες ψυχροπολεμικές συνθήκες, περιέλαβε πολλές «καινοτομίες» από τη μεριά των ΗΠΑ, που ανέλαβαν την κηδεμονία του ελληνικού κράτους με το Δόγμα Τρούμαν. Μακρόνησος, νέα όπλα και κυρίως την παραγνωρισμένη μέχρι και σήμερα εκτόπιση εκατοντάδων χιλιάδων αγροτικού πληθυσμού από τα σπίτια του στο πλαίσιο των αντιαντάρτικων μεθόδων. Καθώς ο πόλεμος έπαιρνε ολοκληρωτικές διαστάσεις, στις 7 Μαρτίου του 1948 το υπουργείο Εσωτερικών της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης ανακοίνωσε μέτρα για τα παιδιά που βρίσκονταν στην Ελεύθερη Ελλάδα. Στην ανακοίνωση αυτή διαπίστωνε ότι τα κυριότερα θύματα της πολιτικής που οι Αμερικανοί και η κυβέρνηση της Αθήνας εφάρμοζαν στην εμπόλεμη Ελλάδα ήταν τα παιδιά. Αφού σημείωνε ότι: «με το εγκληματικό πέταμα στους δρόμους των πόλεων 150.000 και πάνω παιδιών όπου καθημερινά δεκάδες από αυτά πεθαίνουν. Με την τελευταία διαταγή της Φρειδερίκης που διέταξε τους υποτακτικούς της να συγκεντρώσουν όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά στα κέντρα, για να τα μετατρέψουν σε γενιτσάρους και να τα βάλουν αναγκαστικά στις αγαπητές της χιτλερικές οργανώσεις νεολαίας. Ακόμα δε και με τους άνανδρους βομβαρδισμούς των ανυπεράσπιστων γυναικόπαιδων, από τους οποίους τον τελευταίο καιρό σκοτώθηκαν 120 παιδάκια...». ανακοίνωνε την απόφαση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης να εγκρίνει την αποστολή και παραμονή των παιδιών που προέρχονταν από τις απειλούμενες ζώνες στις γειτονικές χώρες. Για τη μεταφορά αυτή προχώρησε σε συνεννοήσεις με οργανισμούς πρόνοιας των αντίστοιχων χωρών υποδοχής.

Το Μάιο του 1948, η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση ίδρυσε την ΕΒΟΠ, Επιτροπή βοήθειας στο Παιδί, επικεφαλής της οποίας τοποθετήθηκαν ο Πέτρος Κόκκαλης, η Έλλη Αλεξίου, ο Γιώργος Αθανασιάδης, ο Θανάσης Μητσόπουλος και άλλοι εκπαιδευτικοί, παιδαγωγοί ή άνθρωποι των Γραμμάτων. Η επιτροπή αυτή συντόνισε τη μεταφορά των παιδιών στο εξωτερικό και την εκεί περίθαλψή τους καθώς πολλά από αυτά έπασχαν από τις χρόνιες τότε αρρώστιες της φτωχής ελληνικής επαρχίας αλλά και τις κακουχίες που ο πόλεμος προκαλούσε. Επίσης οργάνωσε και το εκπαιδευτικό σύστημα των παιδιών αυτών για τη μελλοντική όπως έλπιζαν τότε σοσιαλιστική Ελλάδα.[12]


Νόμοι με το βλέμμα στο μέλλον


Άλλος νόμος, που έδειχνε την πολιτική διάθεση και προσανατολισμό της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και αποτελούσε μέρος της πολιτικής του ΚΚΕ για προσέγγιση κοινωνικών στρωμάτων στις πόλεις παρά κάτι το φλέγον στην επικράτεια του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, ήταν και ο νόμος 4 «για την ακύρωση αγοραπωλησιών ακινήτων επί κατοχής». Επρόκειτο για ένα σοβαρότατο ζήτημα, συγκεκριμένη αποκρυστάλλωση του επί κατοχής πλουτισμού που έγινε σε βάρος των πολλών και που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις μεταπολεμικά.

Προς τις μελλοντικές διαθέσεις και πολιτικές της Λαϊκής Δημοκρατίας παρέπεμπε επίσης και ο νόμος 6 «για τη ρύθμιση των εργατικών ζητημάτων». Ρυθμίζονταν ζητήματα όπως οι συνδικαλιστικές ελευθερίες και το δικαίωμα της απεργίας, της ισοτιμίας της γυναίκας στην εργασία, της κατοχύρωσης και επέκτασης της κοινωνικής ασφάλισης, των συλλογικών συμβάσεων, της επέκτασης των εργατικών δικαιωμάτων στις τάξεις των υπηρετών και των εργατών γης.

Θεσπίστηκε επίσης νόμος για την απονομή συντάξεων στα θύματα των εθνικών απελευθερωτικών αγώνων, από την περίοδο της Κατοχής και μέχρι την τελική απελευθέρωση της χώρας, δηλαδή καθ’ όλη την περίοδο του Εμφυλίου, όσο αυτός θα διαρκούσε. Ορίστηκαν συντάξεις και άλλα προστατευτικά μέτρα όπως η παραχώρηση αγροτικού κλήρου και άλλες διευκολύνσεις.


Ανασχηματισμός και διπλωματικές προσπάθειες


Μια άλλη, αγνοημένη μέσα στην τραχύτητα του πολέμου, απόφαση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης ήταν και ο ανασχηματισμός της τον Απρίλιο του 1949. Πλέον εκτός του ΚΚΕ, θα περιλάμβανε μέλη του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας, του ΝΟΦ (Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου των Σλαβομακεδόνων), της ΓΣΕΕ και της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Γεωργικών Συνεταιρισμών. Πρόεδρος της κυβέρνησης οριζόταν ο Μήτσος Παρτσαλίδης ενώ συμμετείχαν επίσης εκτός από τα αρχικά μέλη με την εξαίρεση βέβαια του Μάρκου Βαφειάδη, οι Κώστας Καραγιώργης ως υπουργός Πολεμικού Εφοδιασμού, ο Μήτσος Παπαδημήτρης, υπουργός Γεωργίας, ο Στέφανος Σαββίδης, υπουργός Συνεταιρισμών, ο Παρμενίων Αβδελίδης, υπουργός Εθνικής Οικονομίας, ο Γιώργης Τσαπακίδης, υπουργός Προνοίας, ο Πασκάλ Μητρόφσκυ, υπουργός Επισιτισμού, ο Γιάννης Βουρνάς, υπουργός Συγκοινωνίας και ο Αποστόλης Γκρόζος, υπουργός Εργασίας.

Η συμμετοχή του ΝΟΦ στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση εντασσόταν στην περίπλοκη κατάσταση που είχε δημιουργήσει η ρήξη μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γιουγκοσλαβίας και στην προσπάθεια του ΚΚΕ για τον προσεταιρισμό του σημαντικού σλαβομακεδονικού στοιχείου της Δυτικής Μακεδονίας παρά και ενάντια στην αυξανόμενη κρίση της σχέσης του με τον Τίτο. Οι συμμετοχές των ΑΚΕ, ΓΣΕΕ και Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Γεωργικών Συνεταιρισμών δεν προσέθεταν στην πραγματικότητα πολιτική εμβέλεια στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση και ήταν τίτλοι ανθρώπων και ομάδων που είχαν ταυτίσει απόλυτα την πορεία τους με αυτήν του ΚΚΕ.

Πιο σημαντική ήταν η προσπάθεια ειρήνευσης που έγινε την ίδια περίοδο από την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση και συγκεκριμένα από τον υπουργό Δικαιοσύνης Μιλτιάδη Πορφυρογένη στις 20 Απριλίου με βασικά σημεία τη μεσολάβηση του ΟΗΕ, την κατάπαυση του πυρός, τη γενική αμνηστία και τη διενέργεια νέων εκλογών, οργανωμένων και από τις δύο παρατάξεις. Το σημαντικό ήταν η μεταφορά της πρότασης αυτής στον ΟΗΕ από τον αντιπρόσωπο της Σοβιετικής Ένωσης Αντρέι Γκρομίκο, γεγονός που της πρόσθεσε κύρος και δημιούργησε αναταραχή στους κυβερνητικούς κύκλους της Αθήνας πριν καθησυχαστούν από Αμερικάνους και Βρετανούς.

Το ΚΚΕ δημιουργώντας την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, είχε τόσο την δική του πείρα από την περίοδο της Κατοχής και το σχηματισμό της ΠΕΕΑ όσο και τη γνώση των αντίστοιχων εμπειριών από άλλες χώρες και κινήματα. Η λειτουργία όμως της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης ήταν σε αντιστοιχία με τις δυνατότητες και τις ανάγκες του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού. Οι δυσχέρειες του αγώνα αυτού αντικατοπτρίζονται στον περιορισμένο τελικά ρόλο της. Από όσα γνωρίζουμε, οι δομές της λαϊκής αυτοδιοίκησης δεν ήταν συγκρίσιμες με τις αντίστοιχες της Κατοχής και οι διατάξεις για αυτήν έμειναν εν πολλοίς νεκρό γράμμα. Η Λαϊκή Εθνοσυνέλευση δεν συγκλήθηκε ποτέ αφού δεν ήταν δυνατόν να γίνει αντίστοιχη κινητοποίηση με τις εκλογές για το Εθνικό Συμβούλιο του 1944. Οργανωμένη διοίκηση μπορούσε να σταθεί, από μια περίοδο και ύστερα μόνο στην ελεγχόμενη περιοχή των Πρεσπών, όπως μαρτυρίες πιστοποιούν.

Μια σημαντική εξαίρεση αποτέλεσε η Πελοπόννησος την άνοιξη του 1948. Η ανάπτυξη του Δημοκρατικού Στρατού στην περιοχή επέτρεψε αλλά και επέβαλλε τη δημιουργία διοικητικών δομών. Από την αρχή του χρόνου είχε φτάσει στην Πελοπόννησο μια αποστολή στελεχών για να αναλάβουν την ηγεσία του αγώνα, και ανάμεσά τους και εκπρόσωποι της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Εγκαταστάθηκε κυβερνητικός αντιπρόσωπος, τοποθετήθηκαν νομάρχες και έπαρχοι, λειτούργησε η λαϊκή αυτοδιοίκηση και συγκροτήθηκε Λαϊκή Πολιτοφυλακή με διοικήσεις, υποδιοικήσεις και τμήματα. Επίσης, δημιουργήθηκε διδασκαλείο για τη δημιουργία δασκάλων και σχολεία, ακόμη και παιδικές κατασκηνώσεις. Η τοπική κοινωνία ανταποκρίθηκε και υπήρξε αθρόα προσέλευση εθελοντών στο Δημοκρατικό Στρατό. Η καταστροφή του τελευταίου τον επόμενο χειμώνα έθεσε τέλος και στο διοικητικό πείραμα της Πελοποννήσου.[13]

Συμπερασματικά, η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση αποτέλεσε το αναγκαίο, τόσο για το εσωτερικό όσο και για το εξωτερικό, επιστέγασμα της πολεμικής προσπάθειας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Οργάνωσε, κατά το δυνατόν, την ελεγχόμενη από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας περιοχή, έγινε το βήμα για την προσπάθεια αναγνώρισης της επικράτειας αυτής από τον ανατολικό συνασπισμό και για την υλική ενίσχυση της πολεμικής προσπάθειας αλλά και για τις διπλωματικές προσπάθειες στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών. Αποτέλεσε ένα εργαλείο πολιτικής, σε μια περίοδο όπου αυτή ελάχιστα περιθώρια κινήσεων είχε πέρα από το ίδιο το πεδίο της στρατιωτικής αναμέτρησης. Και τελικά η τύχη της σφραγίστηκε από την έκβαση αυτής της τελευταίας.


Αρχεία - Πηγές

Επιμορφωτικό Κέντρο της ΚΕ του ΚΚΕ «Χαρίλαος Φλωράκης» - Εφημερίδα της Προσωρινής Κυβέρνησης

Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ, 6ος τόμος, 1945-1949, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1987.


Βιβλιογραφία

Ηλιού Φίλιππος, Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος. Η εμπλοκή του ΚΚΕ, Αθήνα: Θεμέλιο, 2004.

Κλόουζ Ντέιβιντ (επιμ.), Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, 1943-1950. Μελέτες για την πόλωση, Αθήνα: Φιλίστωρ, 2000.

Μαργαρίτης Γιώργος, Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, 1946-1949, 2 τόμοι, Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2005.

Μαργαρίτης Γιώργος, «Τα παιδιά του εμφυλίου πολέμου», Ριζοσπάστης, Κυριακή 29 Μαρτίου 2009.

Μπάεφ Ιορντάν, Μια ματιά απ’ έξω. Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα. Διεθνείς διαστάσεις, Αθήνα: Φιλίστωρ, 1997.

Mazower Mark, Hitler’s Empire. Nazi Rule In Occupied Europe, Λονδίνο: Penguin Books, 2008

Skalidakis, Giannis (Jean-Marie) and Christos Giovanopoulos, "Greece, partisan resistance." The International Encyclopedia of Revolution and Protest. Ness, Immanuel (Ed). Λονδίνο: Blackwell Publishing, 2009.

Wieviorka Olivier and Tebinka Jacek, “Resisters: From Everyday Life to Counter-state”, in Robert Gildea, Olivier Wieviorka, Anette Warring (ed.), Surviving Hitler and Mussolini: Daily Life In Occupied Europe, King’s Lynn: Berg, 2007.



[1] Olivier Wieviorka and Jacek Tebinka, “Resisters: From Everyday Life to Counter-state”, in Robert Gildea, Olivier Wieviorka, Anette Warring (ed.), Surviving Hitler and Mussolini: Daily Life In Occupied Europe, King’s Lynn, Berg, 2007, σ. 168.

[2] Mark Mazower, Hitler’s Empire. Nazi Rule In Occupied Europe, Λονδίνο, Penguin Books, 2008, σ. 471-473.

[3] Mark Mazower, Hitler’s Empire. Nazi Rule In Occupied Europe, Λονδίνο, Penguin Books, 2008, σ. 488.

[4] Φίλιππος Ηλιού, Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος. Η εμπλοκή του ΚΚΕ, Αθήνα: Θεμέλιο, 2004, σ. 133-135.

[5] Ανάμεσά τους ο Μ. Παρτσαλίδης γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ και μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ - υπεύθυνος για τη νόμιμη κομματική δουλιά, ο Μ. Παπαρήγας ΓΓ της ΓΣΕΕ, ο Ν. Αραμπατζής μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, τα μέλη της ΚΕ του ΕΑΜ Γαβριηλίδης, Λούλης, Κρητικάς, Πασαλίδης, ο αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη» Χρ. Καβαφάκης κ.ά.

[6] Φίλιππος Ηλιού, ό.π., σ. 160.

[7] Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ, 6ος τόμος, 1945-1949, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1987, σ. 456-457.

[8] Ιορντάν Μπάεφ, Μια ματιά απ’ έξω. Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα. Διεθνείς διαστάσεις, Αθήνα: Φιλίστωρ, 1997, σ. 149-151.

[9] Η παρουσίαση των νόμων της ΠΔΚ στηρίζεται στη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Προσωρινής Κυβέρνησης, η οποία βρίσκεται σε ψηφιοποιημένη μορφή, στο Επιμορφωτικό Κέντρο «Χαρίλαος Φλωράκης».

[10] Ο όρος «λαϊκή εξουσία» δεν απαντάται στα επίσημα έγγραφα (πράξεις και αποφάσεις) της ΠΕΕΑ το 1944. Εκεί βρίσκουμε τον όρο «λαϊκή αυτοδιοίκηση» και αργότερα και «τοπική αυτοδιοίκηση».

[11] Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, 1946-1949, τόμος 1ος, Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2005, σ. 479.

[12] Γιώργος Μαργαρίτης, «Τα παιδιά του εμφυλίου πολέμου», Ριζοσπάστης, Κυριακή 29 Μαρτίου 2009.

[13] Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, 1946-1949, τόμος 1ος, Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2005, σ. 575-580.

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

60 χρόνια από το Δόγμα Τρούμαν

(δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αριστερά!, τεύχος 215, στις 23 Μαρτίου 2007)

Συμπληρώνονται αυτές τις μέρες 60 χρόνια από το «Ειδικό Μήνυμα προς το Κογκρέσο για την Ελλάδα και την Τουρκία» του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Χάρυ Τρούμαν, το οποίο έμεινε στην Ιστορία σαν «Δόγμα Τρούμαν». Το γεγονός αυτό ήταν καθοριστικό για τη χώρα και πολλαπλά σημαντικό για τις διεθνείς εξελίξεις της εποχής, σε σημείο ώστε να θεωρείται ως σημείο έναρξης του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση.

Το διεθνές περιβάλλον και η συγκυρία

Στις αρχές του 1947 είχε περάσει ήδη ένα σημαντικό διάστημα από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και η συσσώρευση διαφωνιών για τις μεταπολεμικές διευθετήσεις ανάμεσα στους τρεις μεγάλους νικητές (Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ από τη μια και Σοβιετική Ένωση από την άλλη) έδειχνε το δρόμο προς την οριστική ρήξη. Το ζήτημα της κυβέρνησης και των συνόρων της Πολωνίας, οι περιπτώσεις της Ρουμανίας και της Ελλάδας και κυρίως το ζήτημα της Γερμανίας, των πολεμικών επανορθώσεων και της ανασυγκρότησης της ήταν οι αιχμές. Στα τέλη του 1946, οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία αποφάσισαν μονομερώς να ενοποιήσουν τις ζώνες της Γερμανίας που είχαν στον έλεγχο τους, παρά τις διαμαρτυρίες της Σοβιετικής Ένωσης αλλά και της Γαλλίας.
Την ίδια περίοδο, το τέλος του πολέμου και η ήττα του ναζισμού-φασισμού είχε δώσει ώθηση σε εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα παγκοσμίως. Αντιμέτωπη με αυτή την κατάσταση βρέθηκε κυρίως η Μεγάλη Βρετανία, νικήτρια μεν του πολέμου αλλά και αποικιακή δύναμη πρώτης γραμμής που έβλεπε να αμφισβητείται η αυτοκρατορία της σε όλες τις γωνιές της γης. Η Ελλάδα είχε την ατυχία να υποστεί μια παραδειγματική επέμβαση, κατά τα Δεκεμβριανά, οπότε και η Μεγάλη Βρετανία για να ελέγξει την κατάσταση και να δείξει σε όλους τις προθέσεις της, δεν δίστασε, ενώ μαινόταν ακόμη ο πόλεμος με τη Γερμανία, να στείλει πολλαπλάσιες δυνάμεις κατάκτησης και κατοχής από αυτές που έστειλε ως συμμαχικές το 1941. Όλο το επόμενο διάστημα, η Μεγάλη Βρετανία προσπάθησε με κάθε τρόπο να επιβάλει τον έλεγχο της στη χώρα, ωστόσο η κλιμάκωση του εμφυλίου πολέμου την έφτασε στα όρια της ως προς τους πόρους που μπορούσε να διαθέσει στη συγκυρία. Άλλωστε, είχε πολλά και πιο σημαντικά μέτωπα, όπως την Ινδία.
Αντιθέτως, οι ΗΠΑ έβγαιναν επίσης θριαμβεύτριες από τον πόλεμο και έτοιμες να καλύψουν τα «κενά» που δημιούργησε ο πόλεμος και οι μεταπολεμικές εξελίξεις. Με τα δολάρια και τη «μπόμπα» ήταν αποφασισμένες να μη γυρίσουν στον απομονωτισμό τους αλλά να εδραιωθούν ως η νέα παγκόσμια ιμπεριαλιστική δύναμη. Η αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την Ελλάδα και η ανάληψη των «υποχρεώσεων» της από τις ΗΠΑ, ήταν ένα καλό έναυσμα για τη γνωστοποίηση αυτών των γενικότερων προθέσεων προς όλες τις κατευθύνσεις και κυρίως προς τη Σοβιετική Ένωση.

Στα τέλη Φεβρουαρίου 1947, η Μεγάλη Βρετανία γνωστοποίησε στις ΗΠΑ την αδυναμία της να συνεχίσει την οικονομική και στρατιωτική στήριξη προς την ελληνική κυβέρνηση. Οι ΗΠΑ ανταποκρίθηκαν αμέσως και γνωστοποίησαν με τη σειρά τους τις προθέσεις τους στην εκεί ελληνική πρεσβεία. Λίγες μέρες αργότερα, στις 3 Μαρτίου, η Ελλάδα υπόβαλε επίσημη αίτηση βοήθειας προς τις ΗΠΑ. Στις 12 Μαρτίου, ο πρόεδρος Τρούμαν εκφώνησε το περίφημο διάγγελμα που έμεινε γνωστό ως «Δόγμα Τρούμαν», με το οποίο εισήγαγε νομοσχέδιο για τη χορήγηση οικονομική βοήθειας ύψους 300 εκατομμυρίων δολαρίων στην Ελλάδα και 100 εκατομμυρίων δολαρίων στην Τουρκία.

Απόσπασμα:

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έλαβαν από την ελληνική κυβέρνηση μια επείγουσα έκκληση για οικονομική βοήθεια. Προκαταρκτικές εκθέσεις από την Αμερικανική Οικονομική Αποστολή στην Ελλάδα και εκθέσεις του Αμερικανού Πρέσβη στην Ελλάδα ενισχύουν τη δήλωση της ελληνικής κυβέρνησης ότι η βοήθεια είναι αναγκαία ώστε να επιβιώσει η Ελλάδα ως ελεύθερο έθνος. […]

Η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε επίσης τη βοήθεια έμπειρων Αμερικανών διοικητών, οικονομολόγων και τεχνικών ώστε να διασφαλίσει ότι η οικονομική και άλλη βοήθεια που θα δοθεί στην Ελλάδα, θα χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά για τη δημιουργία μιας σταθερής και αυτοσυντηρούμενης οικονομίας και τη βελτίωση της δημόσιας διοίκησης.[…]

Η ίδια η ύπαρξη του ελληνικού κράτους απειλείται σήμερα από τις τρομοκρατικές δραστηριότητες πολλών χιλιάδων οπλισμένων ανδρών, υπό την καθοδήγηση Κομμουνιστών, οι οποίοι αμφισβητούν την εξουσία της κυβέρνησης σε μια σειρά σημεία, ειδικά κατά μήκος των βορείων συνόρων. Μια Επιτροπή διορισμένη από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθών ερευνά τώρα τις ανώμαλες συνθήκες στη βόρεια Ελλάδα και τις υποτιθέμενες παραβιάσεις συνόρων κατά μήκος των συνόρων της Ελλάδας με την Αλβανία, τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία.[…]

Αυτό δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια καθαρή αναγνώριση του γεγονότος ότι ολοκληρωτικά καθεστώτα που επιβλήθηκαν σε ελεύθερους λαούς, με άμεση ή έμμεση βία, υπονομεύουν τα θεμέλια της διεθνούς ειρήνης και άρα την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών. […]

Συνακόλουθα, η εξαφάνιση της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους θα είχε ένα μεγάλο αντίκτυπο σε αυτές τις χώρες στην Ευρώπη , οι λαοί των οποίων παλεύουν ενάντια σε μεγάλες δυσκολίες για να διατηρήσουν τις ελευθερίες τους και την ανεξαρτησία τους καθώς αποκαθιστούν τις ζημιές του πολέμου.[…]

Οι συνέπειες του «Δόγματος Τρούμαν» ήταν, όπως είπαμε, καθοριστικές για τη χώρα αλλά και για τις διεθνείς εξελίξεις. Η απόφαση των ΗΠΑ να αναμιχθούν στα ελληνικά πράγματα υπήρξε για τις ίδιες έμπρακτη συμβολική «απάντηση» στη Σοβιετική Ένωση και σίγουρα καθοριστικό σημείο στις σχέσεις τους ενόψει του ευρύτερου Σχεδίου Μάρσαλ. Η ενέργεια αυτή των ΗΠΑ παράκαμπτε επιδεικτικά το νεοσύστατο Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και εισήγαγε δύο θεμελιώδη στοιχεία της πολιτικής τους αντίληψης για το Ψυχρό Πόλεμο. Το πρώτο ήταν η «ανάσχεση» του αντιπάλου (containment), δηλαδή η ανάληψη επιθετικών, προληπτικών ενεργειών σε μια αντιπαράθεση όπου η συνεννόηση δεν είχε θέση. Το δεύτερο ήταν η θεωρία του «ντόμινο», δηλαδή ότι η απώλεια θέσεων ή έστω η μη κάλυψη κενών θα ευνοούσε αλυσιδωτά τον αντίπαλο σε μια σειρά σημείων του πλανήτη. Και βασικά χτίστηκε έκτοτε η εικόνα της Σοβιετικής Ένωσης και του σοσιαλιστικού στρατοπέδου σαν το «απόλυτο κακό», «ολοκληρωτισμός» και «τυραννία» σε αντιπαράθεση με τον «ελεύθερο κόσμο», τη «δημοκρατία».

Για την Ελλάδα, οι συνέπειες ήταν καθοριστικές, τόσο στη συγκυρία του Εμφυλίου πολέμου όσο και μακροπρόθεσμα με την ιμπεριαλιστική ανάμειξη των ΗΠΑ στη χώρα απροκάλυπτα μέχρι τη Μεταπολίτευση και ουσιαστικά, αδιάλειπτα μέχρι τις μέρες μας.
Η βοήθεια των ΗΠΑ ουσιαστικά ήταν μια τουλάχιστον συγκυβέρνηση της χώρας, πράγμα πρωτοφανές τόσο για ευρωπαϊκή χώρα μεταπολεμικά όσο και για την, πλούσια ωστόσο σε εμπειρίες επεμβάσεων, Ελλάδα. Το ποσό των 300 εκατομμυρίων δολαρίων διαιρέθηκε στη μέση σε οικονομική και στρατιωτική βοήθεια αν και στην ουσία μεγάλο μέρος της ευρύτερης οικονομικής βοήθειας ήταν έμμεσα αλλά ουσιαστικά στρατιωτική, δηλαδή στην υπηρεσία της ολοκληρωτικής συντριβής του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού. Η αποκατάσταση των συγκοινωνιών, λιμανιών και αεροδρομίων ήταν στα πλαίσια των αναγκών του πολέμου, όπως φυσικά και η χρηματοδότηση πρωτοφανών επιχειρήσεων όπως η μετεγκατάσταση εκατοντάδων χιλιάδων πληθυσμού για την ερήμωση των περιοχών του Δημοκρατικού Στρατού και η δημιουργία της Μακρονήσου, πρότυπου στρατοπέδου συγκέντρωσης στη μεταπολεμική Ευρώπη για την «ανάνηψη» των αμετανόητων αριστερών.
Για τη διαχείριση του ποσού του «Δόγματος Τρούμαν» εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα η Αμερικάνικη Αποστολή (AMAG) και η αντίστοιχη στρατιωτική (USAGG). Ο πολιτικός έλεγχος που εγκαινιάστηκε με το «Δόγμα Τρούμαν» συνεχίστηκε και εντάθηκε αμέσως μετά στα πλαίσια του Σχεδίου Μάρσαλ.
Οι Αμερικάνοι είχαν λόγο για κάθε πτυχή της πολιτικής της χώρας, σε μεγάλο βαθμό νομότυπα με τις συμφωνίες με τις οποίες δεσμεύτηκε η χώρα αλλά φυσικά και με βάση την πολιτική επιρροή τους. Οι ίδιες οι αιτήσεις της Ελλάδας για βοήθεια και οι διακοινώσεις της γράφτηκαν στο Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ. Οι ίδιες οι κυβερνήσεις της χώρας άλλαζαν με βάση τις απόψεις των ΗΠΑ και Αμερικάνοι σύμβουλοι υπήρχαν σε όλες τις βασικές υπηρεσίες και οργανισμούς, στρατιωτικούς και πολιτικούς με βάση ελληνικούς νόμους και διατάγματα. Αμερικανοί ειδικοί είχαν τοποθετηθεί επίσημα στη Νομισματική Επιτροπή και στη Διοίκηση Εξωτερικού Εμπορίου αλλά και επικεφαλής στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ). Η Αμερικανική Αποστολή αποτελούσε κράτος εν κράτει, εξασφαλίζοντας και την κακόφημη «ετεροδικία», δηλαδή την απαλλαγή από τη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Αποτέλεσε λοιπόν το «Δόγμα Τρούμαν» τη βάση πάνω στην οποία αναπτύχτηκε ο έλεγχος της χώρας από τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, έλεγχος οικονομικός αλλά και στρατιωτικός στον Εμφύλιο και μετέπειτα με τις βάσεις, έλεγχος πολιτικός με έντονη παρέμβαση στις πολιτικές εξελίξεις και προσφορά μια επτάχρονη χούντα. Αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία γαντζώθηκε η τάξη των «πλουτισάντων επί Κατοχής» που έγιναν «εθνικόφρονες» και πρόγραψαν ως «αντεθνικό» το μεγαλειώδες λαϊκό κίνημα της χώρας. Οι σχέσεις και οι βάσεις είναι βαθιές και συνεχίζουν να υπάρχουν με νέους και με δοκιμασμένους, αν χρειαστεί, τρόπους.


Βιβλία

Γιάννης Γιαννουλόπουλος, Ο μεταπολεμικός κόσμος, Αθήνα: Παπαζήσης, 1992

Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου, Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2000

Γιάννης Χοντζέας, Το τέλος του κομμουνισμού, Αθήνα: Α/συνέχεια, 1993

Συλλογικό, Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950, Ένα έθνος σε κρίση, Αθήνα: Θεμέλιο, 1984

Η Αθήνα ενάντια στην ύπαιθρο. Η εκστρατεία των Ταγμάτων Ασφαλείας από την Αθήνα στην Εύβοια

(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο Πολίτης, τεύχος 163, Φεβρουάριος 2008)

«Το Κράτος είναι αποφασισμένον να επιβάλη οπωσδήποτε και δι’ οιουδήποτε μέσου την θέλησιν του και την τάξιν εις ολόκληρον την Εύβοιαν.»
Προκήρυξη Χ. Παπαθανασόπουλου προς τους κατοίκους της Ιστιαίας [02.04.1944]

Τα γεγονότα του 1943 στη χώρα αλλά και στα παγκόσμια πεδία των μαχών ήταν καταιγιστικά. Στην Ελλάδα, αφού η αγροτική εξέγερση πλαισιωμένη από την πολιτική και οργανωτική κινητοποίηση του ΕΑΜ οδήγησε στη μεταμόρφωση του ΕΛΑΣ από άθροισμα αντάρτικων ομάδων σε έναν εντυπωσιακό στρατό άνω των 20.000 μαχητών, ήρθε η συνθηκολόγηση της Ιταλίας το Σεπτέμβριο του 1943, ο εξοπλισμός του ΕΛΑΣ με ιταλικά όπλα και η συνειδητοποίηση των Γερμανών ότι έπρεπε να ξανακατακτήσουν το μεγάλο μέρος της χώρας που άφηναν οι πρώην σύμμαχοί τους και που τώρα ήταν υπό την κυριαρχία της Αντίστασης, ένα κράτος εν κράτει.
Η τρίτη και τελευταία κατοχική κυβέρνηση, αυτή του Ιωάννη Ράλλη, που συγκροτήθηκε τον Απρίλιο του 1943, αποτέλεσε και τη θεσμική μορφή ανάδυσης «ενός ενιαίου «εθνικόφρονος» χώρου, που περιλαμβάνει τόσο τους επίσημους εκφραστές της «Ελληνικής Πολιτείας» όσο και μεγάλο μέρος των μη ΕΑΜικών αντιστασιακών οργανώσεων». Αυτό που προείχε πια ήταν η καταπολέμηση του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ. Αυτό που ήθελαν δηλαδή και οι Γερμανοί χωρίς να υποστούν ιδιαίτερες απώλειες. Το φθινόπωρο του 1943, όλες οι υπηρεσίες ασφαλείας της χώρας υπάγονται πλέον στον Γερμανό «Αρχηγό των SS και της Αστυνομίας στην Ελλάδα» , φυσικά και τα Τάγματα Ασφαλείας που συγκρότησε η κυβέρνηση Ράλλη.
Την αρχική συγκρότηση δύο ευζωνικών ταγμάτων στην Αθήνα ακολούθησε η συγκρότηση ταγμάτων προς αποστολή τους στην επαρχία, ένα είδος εκστρατείας από την πρωτεύουσα προς την ύπαιθρο. Στα τέλη του 1943 σε μια πρώτη φάση και την άνοιξη του 1944 σε μια δεύτερη, είχε έρθει η σειρά της Εύβοιας. Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι η συγκρότηση των Ταγμάτων στην Εύβοια εκπορεύτηκε από την Αθήνα, τόσο από την κατοχική κυβέρνηση όσο και από το τμήμα του ΕΔΕΣ που συνεργάστηκε μαζί της, με την ενεργή ανάμιξη των Γερμανών, και ενισχύθηκε επίμονα μέχρι να αποκτήσει τοπική βάση. Η λεπτομερής εξιστόρηση της ειδεχθούς δράσης των Ταγμάτων αυτών ξεφεύγει από τα όρια αυτής της ανακοίνωσης.

Από τα μέσα Νοεμβρίου 1943 κυκλοφορούσαν στη Χαλκίδα φήμες για τον ερχομό μεγάλης γερμανικής δύναμης και για τη συγκρότηση στην Αθήνα Ταγμάτων Ασφαλείας με προορισμό την Εύβοια. Μια απόπειρα αρπαγής όπλων από κάποια αποθήκη του ΕΛΑΣ έξω από την Αρτάκη, στην περιοχή «Γαϊδουροσταθμός» και η συνακόλουθη μικροσυμπλοκή οδήγησε στην ανακάλυψη ομάδας που θεωρήθηκε πρόδρομος του Τάγματος. Πράγματι επρόκειτο για ομάδα του απόστρατου στρατηγού Δημήτρη Λιάκου, ο οποίος, σύμφωνα με το λοχαγό Χρήστο Λέρτα , μέλος τότε του ΕΔΕΣ, είχε μυηθεί στην οργάνωση «Εθνική Δράσις». Στις 9.10.1943 ο Λιάκος με άλλους τρεις προσπάθησαν να κλέψουν οπλισμό από τον εφεδρικό ΕΛΑΣ Νέας Αρτάκης αλλά απέτυχαν. Οι δύο εκτελέστηκαν ενώ ο Λιάκος φαίνεται να φυγαδεύτηκε στην Αθήνα από τον τοπικό ΕΔΕΣ που του έδωσε πρακτικό ορκομωσίας και έγγραφο προς την Κεντρική Επιτροπή του ΕΔΕΣ στην Αθήνα. Ο ΕΔΕΣ όμως στην Αθήνα έχει ήδη διασπαστεί.

Ο ΕΔΕΣ Αθηνών και τα Τάγματα

Οι συνταγματάρχες Παπαγεωργίου και Παπαθανασόπουλος του ΕΔΕΣ πέρασαν ένα διάστημα κρατούμενοι των κατοχικών δυνάμεων το 1943 και μετά την αποφυλάκισή τους τάχθηκαν οριστικά ενάντια στην αντιστασιακή δράση και στράφηκαν, μαζί με το δικηγόρο Ηλία Σταματόπουλο, προς την πολιτική κατεύθυνση της αντιμετώπισης του κομμουνισμού ως κύριου κινδύνου ενόψει των μεταπολεμικών εξελίξεων και συνεργάζονταν πλέον ανοικτά με την κατοχική κυβέρνηση και τους Πάγκαλο – Γονατά για τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας. Τον Απρίλιο του 1943 ένα άρθρο του Δ. Γιαννακόπουλου στην εφημερίδα του ΕΔΕΣ «Δημοκρατική Σημαία» με αντιστασιακό περιεχόμενο έγινε αφορμή για την κρίση στον ΕΔΕΣ, που οδήγησε στη διάσπασή του. Μετά από συγκρούσεις, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1943 ο Παπαγεωργίου αυτοανακηρύχτηκε αρχηγός του ΕΔΕΣ Αθηνών και η συγκεκριμένη οργάνωση πήρε ανοιχτά πλέον το δρόμο της συνεργασίας και προσπάθησε να πάρει με το μέρος της τα στελέχη του ΕΔΕΣ αποκρύπτοντας σε ορισμένες περιπτώσεις τη διάσταση της από το Ζέρβα, ενώ και ο τελευταίος άργησε να πάρει αποστάσεις. Ο Παπαθανασόπουλος, που θα συναντήσουμε αμέσως παρακάτω ως επικεφαλής των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Εύβοια, θα εκπροσωπήσει τον διασπαστικό ΕΔΕΣ στη γνωστή συνάντηση με άλλους εκπροσώπους δεξιών οργανώσεων στην Αθήνα, όπως της προαναφερθείσης «Εθνικής Δράσεως» αλλά και του εκπροσώπου της κατοχικής κυβέρνησης Σειραδάκι υπό την αιγίδα του Νεοζηλανδού λοχαγού Ντον Στοτ, ενώ σύμφωνα με το Διονύση Μπενετάτο, ο Παπαθανασόπουλος τον Σεπτέμβριο του 1943 συμμετείχε σε συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής της ΛΑΕ και πρότεινε τη συνεργασία της με την κυβέρνηση Ράλλη με σκοπό την καταπολέμηση του ΕΑΜ.
Σύμφωνα με την κατάθεση του Διονυσίου Παρασκευόπουλου, συγγενή του γαμπρού του Παπαθανασόπουλου, Θάνου Οικονομόπουλου, ο Παπαθανασόπουλος από τις 2 Οκτωβρίου 1943 και για 3μιση μήνες φιλοξενήθηκε στο σπίτι του, στην οδό Πραξιτέλους 8. Σε αυτόν παρουσιάστηκε ως αρχηγός του ΕΔΕΣ και δεχόταν στο σπίτι διάφορους αξιωματικούς και ιδιώτες όπως οι Χαρ. Βουζουναράς, Χαρ. Αντωνάτος, Μάνος Πασβάντης, ο υπασπιστής του Γ. Πολιτάκης, ο Γ. Γκενεράλης, ταγματάρχης Χωροφυλακής, ο δικηγόρος Μαυρίκος Μαυρίκης, ο ανώτερος αξιωματικός Διάμεσης, ο στρατηγός Λιάκος, ο μετέπειτα γαμπρός του Παρασκευόπουλου και πολιτικός σύμβουλος των Λιάκου και Παπαθανασόπουλου Αλ. Οικονομίδης, κ.ά. Κάθε Τετάρτη δειπνούσε με τον Ιωάννη Βουλπιώτη και Γερμανούς αξιωματικούς, όπως του έλεγε ο ίδιος. Είχε δε σχέσεις με τον Ιωάννη Ράλλη με σύνδεσμο τον Βουζουναρά. Μέσω αυτού συγκέντρωσε 500 εκατομμύρια δραχμές από το Ράλλη στα τέλη Νοεμβρίου 1943.

Ανάλογη δράση φαίνεται ότι ανέπτυξε ο δικηγόρος Μαυρίκος Μαυρίκης. Σε επιστολή του προς τον Ηρακλή Πετιμεζά του ΕΔΕΣ στις 27.10.1944 ο Γεώργιος Φαφούτης του απαντά:
« Μου εζητήσατε να σας πω τι γνωρίζω περί του Δικηγόρου Μαυρίκη […]. Κατά το μήνα Οκτώβριον 1943 επέστρεψα από το τελευταίο μου ταξίδι από την Σμύρνην, και συνάντησα τον παλαιόν γνωστόν μου Δημ. Παπαπροκοπίου έφεδρον ανθυπολοχαγόν, ο οποίος μου είπε ότι θα έπρεπε να γνωρίσω τον δικηγόρον Μαυρίκην ο οποίος είναι καλός πατριώτης και αντιπρόσωπος του Στρατηγού Ζέρβα και ότι θα έπρεπε να διευκολύνω και αυτόν διότι κάνει και αυτός (ο Μαυρίκης) πατριωτικόν αγώνα. […] Κατά την συνάντησιν μας αυτήν ο Μαυρίκης με παρεκάλεσε να τον βοηθήσω εις το να φύγει ο υιός του στην Σμύρνη δια να συναντήσει τους Άγγλους δια να τους πείσει να του στείλουν χρήματα, ιματισμόν και πολεμοφόδια διότι ετοιμάζει εδώ σώματα προς καταπολέμησιν των Κομμουνιστών και των Γερμανών. Του απήντησα ότι μπορώ μόνον να βοηθήσω τον υιόν του να φύγει, αλλά είχα αμφιβολίας αν ο υιός του θα κατώρθωνε να πείσει τους Άγγλους να τον βοηθήσουν. […]
Εις την συνάντησιν μας στου Ζαχαράτου μου είπε μεταξύ άλλων να του βρω μερικά παιδιά δια τα σώματα τα οποία ετοίμαζε.
Πράγματι του ευρήκα 18 παιδιά δια τα οποία έλεγε ότι θα τα εγγράψη στα σώματα και με παρεκάλεσε να φροντίσω δια την τροφοδοσίαν των, πράγμα το οποίον έκαμα, αλλά τον λογαριασμόν του εστιατορίου δεν τον επλήρωσε ποτέ, οπότε τα παιδιά διέρευσαν και κατετάγησαν μόνα των εις τα τάγματα ασφαλείας.»
Από πολλές πλευρές φαίνεται η διαπλοκή του ΕΔΕΣ Αθηνών, της κυβέρνησης Ράλλη και των Γερμανών μέσω των άμεσων συνεργατών τους καθώς και άλλων πολιτικών παραγόντων, ο καθένας για τους δικούς του σκοπούς και όλοι μαζί εναντίον της οργανωμένης Αντίστασης του ελληνικού λαού. Άλλωστε αυτό δεν το κρύβει τουλάχιστον ο Παπαθανασόπουλος στην απολογία του στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων, υποστηρίζοντας φαιδρά ότι παραπλανούσε τους Γερμανούς ενώ ενεργούσε υπό το Συμμαχικό Στρατηγείο, το οποίο ήθελε να αναγνωρίζει στο πρόσωπο του αμφιλεγόμενου Στοτ. Πιο ενδιαφέρουσα είναι μια έκθεση του με τίτλο «Δια τας ενεργείας μας εν Ευβοία εναντίον του Κομμουνισμού» με ημερομηνία 2 Ιουνίου 1944 που συνυπογράφεται από το Διοικητή του γερμανικού μηχανοκίνητου τάγματος Westphal, αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στο φύλλο 170 της εφημερίδας «Ελευθερία». Σε αυτή ο Παπαθανασόπουλος αναφέρει καθαρά ότι ζήτησε τη βοήθεια των Γερμανών μέσω του Βουλπιώτη για την εκστρατεία του στην Εύβοια και ανέλαβε δράση μετά την υπόσχεση τους για παροχή όπλων.
Σαφές είναι και ένα κείμενο προς τους Λιάκος-Παπαθανασόπουλο με οδηγίες για τη δράση τους στην Εύβοια. Γίνεται σαφές ότι ο οπλισμός θα σταλεί από την Αθήνα, στην οποία θα πρέπει να αναφέρονται οι Λιάκος-Παπαθανασόπουλος κάθε 48ωρο με δελτία πληροφοριών. Επίσης σαφής είναι η στάση απέναντι στα στρατεύματα Κατοχής, αφού απαγορεύεται επί ποινή θανάτου κάθε ενέργεια στρεφόμενη εναντίον τους.
Η αρχική ιδέα ήταν η στρατολόγηση πολιτοφυλάκων από την γύρω περιοχή, Χαλκίδα και περίχωρα από Ψαχνά έως Βάθεια λόγω οικονομικής αδυναμίας στρατολόγησης Αθηναίων. Μέχρι όμως να επιτευχθεί ο στόχος αυτός θα χρειαστεί δύο φορές να σταλεί δύναμη από Αθήνα όπως θα δούμε. Οι πολιτοφύλακες αυτοί θα εμφανίζονταν ως Ελληνικός Στρατός με ανάλογο ειδικό σήμα. Αποστολή τους η εκκαθάριση της νήσου από τα αναρχικά στοιχεία και η επαναφορά των νομίμων, δηλαδή των κατοχικών ή στην καλύτερη περίπτωση των μεταξικών, Κοινοτικών και Δημοτικών Αρχών. Παράλληλα ο Λιάκος, ενώ θα εμφανίζεται ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης, θα προχωρά στην τοποθέτηση πολιτικών εκπροσώπων του ΕΔΕΣ Αθηνών για την Βόρεια, την Κεντρική και τη Νότια Εύβοια καθώς και τριμελών ή πενταμελών επιτροπών σε κάθε πόλη ή χωριό, την εγγραφή μελών και τη στρατολόγηση πολιτοφυλάκων. Τέλος, ο Λιάκος έπρεπε να οργανώσει υπηρεσία για την τροφοδοσία και τη μισθοδοσία των πολιτοφυλάκων.

Εκστρατεία στην Εύβοια

Κατέφθασε λοιπόν ως νέος νομάρχης Ευβοίας, διορισμένος από την κυβέρνηση Ράλλη ο στρατηγός Δ. Λιάκος μαζί με απόσπασμα από 70 περίπου χωροφύλακες από την Αθήνα . Μαζί του κατέφθασε και ο Α. Οικονομίδης, ως σύμβουλος και διερμηνέας. Τον Ιανουάριο του 1944, ο Λιάκος συγκρότησε «Εθνική Πολιτοφυλακή» με λόχους στα Ψαχνά, στην Αρτάκη, στο Δοκό και στο Βασιλικό. Για την συντήρηση των σωμάτων αυτών ο Λιάκος επιτάσσει τρόφιμα από την επιτροπή συσσιτίων, την ένωση συνεταιρισμών, την Αγροτική Τράπεζα και φορολογεί τα πάντα, από τρόφιμα έως εισιτήρια. Επίσης διενεργείται και η πρώτη τοπική επιστράτευση της κλάσης του ‘32 και δημιουργούνται λόχοι στη Χαλκίδα.
Στις 9 Ιανουαρίου, ο Παπαθανασόπουλος, που βρίσκεται ακόμη στην Αθήνα, στέλνει μια ενθαρρυντική επιστολή στον Οικονομίδη:
«Αγαπητέ Αλέκο, […] Επισπεύσατε την συγκρότησιν των τμημάτων για το κτύπημα των αναρχικών ανταρτικών ομάδων και επισπεύσατε επίσης την συλλογήν χρημάτων δια την τροφοδοσίαν των τμημάτων μας. […]‘Όλοι οι γνωστοί φίλοι σας εύχονται επιτυχίαν. Ελπίζω να έλθω και εγώ μέχρι τέλους της εβδομάδος ως Λειβαδίτης. Να τηρηθή απολύτως μυστικόν. […] Μη λησμονείτε ότι πρέπει να μου στέλλετε δελτία κάθε δύο ημέρες, τα ζητούν οπωσδήποτε οι άλλοι . Με αγάπην, Μπάμπης.»
Με τη δύναμη που συγκέντρωσε ο Λιάκος στη Χαλκίδα άρχισε τις επιδρομές στην υπόλοιπη Εύβοια με σκοπό τη διάλυση των εαμικών οργανώσεων και του αντάρτικου και την εγκατάσταση σταθμών σε σημαντικά κέντρα όπως σε Βάθεια, Ερέτρια, Αλιβέρι και Κύμη. Με αναφορές του προς το Υπουργείο Εσωτερικών, ο Λιάκος δηλώνει ότι έχει εκκαθαρίσει την ευρύτερη περιοχή της Χαλκίδας μέσα στον Ιανουάριο αλλά ζητά την ίδρυση έκτακτου Στρατοδικείου καθώς πολλοί συλληφθέντες απολύονται, πράγμα που αντίκειται «προς την εθνικήν συνείδησιν του λαού».
Στις αρχές Φεβρουαρίου οι νεοσχηματισμένοι λόχοι των Ταγμάτων στη Χαλκίδα τίθενται στη διάθεση των Γερμανών στις εκκαθαριστικές τους επιχειρήσεις στην Κεντρική Εύβοια. Με τις δυνάμεις που εγκαθίστανται στις φρουρές, οι Γερμανοί ελέγχουν τον άξονα Χαλκίδας-Κύμης και την περιοχή των Ψαχνών. Στις 25 Φεβρουαρίου ο Λιάκος διενεργεί στρατολογία σε 5 κλάσεις μέρους του τέως Δήμου Μεσαπίων. Τυχόν ανυπότακτοι θεωρούνται μέλη ανατρεπτικών ομάδων και υποψήφιοι προς εκτόπιση μαζί με τις οικογένειες τους. Παρ’ όλα αυτά, η επιστράτευση παρουσιάζει προβλήματα. Από την Αρτάκη μέχρι τα μέσα Μαρτίου παρουσιάζονται μονάχα 3 από τους 44 κληθέντες.
Μπροστά σε αυτή την κατάσταση και μετά από αίτηση του Λιάκου, η κυβέρνηση Ράλλη στέλνει για ενίσχυση το 2ο Τάγμα Ευζώνων Αθηνών αλλά και οι Γερμανοί στέλνουν ένα λόχο και θέτουν όλες τις δυνάμεις υπό τις διαταγές του λοχαγού Μπάγιερ. Δύο μέρες πριν είχε φτάσει στην Εύβοια και ο Παπαθανασόπουλος «αυτοβούλως» καθώς λέει.
Τα σώματα αυτά μαζί με τα ήδη υπάρχοντα χωρίζονται σε δύο φάλαγγες, η μία για τη Βόρειο Εύβοια υπό τη διοίκηση Λιάκου – Παπαθανασόπουλου και η άλλη για την Κεντρική και Νότια Εύβοια υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Χρήστου Γερακίνη . Με μια σειρά επιδρομών, «χτένισμα» της Εύβοιας, τα σώματα αυτά προκαλούν μεγάλες δυσκολίες στο όχι πολύ ισχυρό αντάρτικο της περιοχής, ενώ επιστρατεύονται και ντόπιοι, ειδικά σε Αγία Άννα, Ερέτρια και Βάθεια (Αμάρυνθο). Οι τελευταίοι, αρχίζουν να εξοπλίζονται από τις 25 Ιανουαρίου και αργότερα συγκροτούν τον 6ο λόχο του 2ου ανεξάρτητου Τάγματος Ευζώνων και συμμετέχουν στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών και των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας των Λιάκου-Παπαθανασόπουλου προς τη βόρεια Εύβοια, η νομαρχιακή επιτροπή του ΕΑΜ αποφάσισε να αντιδράσει και να οργανώσει επίθεση στο Ξηροχώρι (Ιστιαία). Η επίθεση εκδηλώθηκε την 1η Απριλίου 1944 αλλά απέτυχε καθώς δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν την άφιξη γερμανικής δύναμης από την κοντινή οχυρή θέση Γούβες. Στη μάχη σκοτώθηκε ο Λιάκος από Ιταλό αυτόμολο ενώ ως αντίποινα ο λοχαγός Μπουρλίδης εκτέλεσε επιτόπου με το περίστροφό του 18 ντόπιους νέους. Τρεις μέρες αργότερα, στις 4 του μηνός έγινε η μάχη στο Θεολόγο, απ’ όπου σώζεται και το περίφημο τηλεγράφημα του συνταγματάρχη Χρήστου Γερακίνη: «απώλειαι εκ των ημετέρων εις Γερμανός τραυματίας».
Μετά το θάνατο του Λιάκου, τον Απρίλιο του 1944 σταμάτησε η πρώτη εκστρατεία προς την ύπαιθρο της Εύβοιας και οι μονάδες επανήλθαν στις θέσεις τους. Εντωμεταξύ, στην Αθήνα ο Παπαγεωργίου υπέβαλε την παραίτηση του όπως και του Παπαθανασόπουλου από τη διοίκηση του ΕΔΕΣ Αθηνών, σε μια εσωτερική κρίση που ενέπλεξε την κυβέρνηση Ράλλη και τον πολιτικό κόσμο της Αθήνας και η οποία αξίζει περαιτέρω έρευνας. Τελικά ο Παπαθανασόπουλος, που είχε επιστρέψει στην Αθήνα, κράτησε την αρχηγία των επιχειρήσεων στην Εύβοια και ετοιμαζόταν για την επάνοδο του. Στις 19 Απριλίου έστειλε μια επιστολή στον Οικονομίδη που είχε μείνει στη Χαλκίδα και προαλειφόταν για νομάρχης:
«Αγαπητέ Αλέκο,
Χριστός Ανέστη. Εύχομαι εις όλους ευτυχέστερες ημέρες. […] Όπως έγραφα χθες στον Χρήστο, ιδρύονται εν Ευβοία 3 Τάγματα εις τα οποία εξιωματικοί και οπλίται εξομοιούνται ως προς τας αποδοχάς με τα Τάγματα Ευζώνων. […] Εγώ διωρίσθην Ανώτατος Στρατιωτικός Διοικητής Ευβοίας με δικτατορικά δικαιώματα […] Τώρα εκτός αυτών που μου ετοιμάζει η Κυβέρνησις, μου ετοιμάζουν και οι Γερμανοί τον οπλισμόν που εζήτησα και αν είνε έτοιμος προς αποστολήν θα έλθω αμέσως γιατί κουράσθηκα εδώ με τα τρεχάματα.
Παρέλειψα να σου γράψω ότι η Κυβέρνησις μου ανεγνώρισε τον βαθμό του Υποστρατήγου και τώρα πλέον είμαι γνήσιος Στρατηγός. [….]
Σε φιλώ, με αγάπη, Μπάμπης […]»

Η δεύτερη περίοδος

Το Μάιο του 1944 συγκροτήθηκε στη Χαλκίδα Ανώτερη Στρατιωτική Διοίκηση με διοικητή τον υποστράτηγο πλέον Χαρ. Παπαθανασόπουλο. Συγκεκριμένα, με διαταγή του Ιωάννη Ράλλη (Ε.Π. 50/21-4-44) «λόγω εκτάκτων περιστάσεων ιδρύεται εν Ευβοία Ανωτέρα Στρατιωτική Διοίκησις», ο Παπαθανασόπουλος αποκτά «δικαίωμα διοικήσεως της Νήσου ως εκπρόσωπος της Κυβερνήσεως», σε αυτόν υπάγονται όλες οι αρχές και αποκτά «επί της Νήσου πάσαν εξουσίαν προς εκπλήρωσιν της αποστολής του». Συγκροτήθηκαν το 1ο και το 2ο Ανεξάρτητο Τάγμα Ευζώνων ενώ υπήρχε και το 3ο Τάγμα στη γερμανική βάση στις Γούβες.
Την 1η Μαΐου, ο Παπαθανασόπουλος, με δύο προκηρύξεις, διενέργησε τόσο στρατολόγηση με βάση το στρατολογικό νόμο όσο και πρόσκληση για εθελοντική κατάταξη. Κάλεσε τους στρατεύσιμους της κλάσης 1940 που διέμεναν στο Δήμο Χαλκιδέων να παρουσιαστούν από 2 έως 4 Μαΐου για τη συγκρότηση Ανεξάρτητου Τάγματος Ευζώνων. Όσοι δεν παρουσιαζόντουσαν, θεωρούνταν όχι απλά ανυπότακτοι αλλά «ως ανήκοντες εις ανατρεπτικάς οργανώσεις» και ως τέτοιοι θα «διωχθώσιν αυτοί τε και τα μέλη των οικογενειών των». Επίσης προσκάλεσε εθελοντές για ετήσια στρατιωτική υποχρέωση ως υπαξιωματικούς ή στρατιώτες με δέλεαρ μισθό «λίαν ικανοποιητικό» «ανάλογα με την διακύμανσιν του τιμαρίθμου της ζωής», δωρεάν οικογενειακή ιατρική εξέταση, μηνιαία άδεια μετ’ αποδοχών και μετά το τέλος των υποχρεώσεων τους κατάληψη κατά προτίμηση κενών δημοσίων θέσεων «άνευ διαγωνισμού». Την επομένη πάντως, ο ταγματάρχης Όμπερμάιερ εκ μέρους της Φελντ Κομμαντατούρ έσπευσε να διευκρινίσει ότι εργάτες και υπάλληλοι απαραίτητοι σε εργοστάσια Γερμανικών συμφερόντων θα επιστρατεύονταν μόνον κατόπιν άδειάς της. Ο Παπαθανασόπουλος, μετά απ’ αυτό, ζήτησε να εφοδιάζονται με σημείωμα ώστε να απαλλάσσονται. Στις 28 Μαΐου διενεργήθηκε νέα ευρύτερη στρατολόγηση στις κλάσεις από 1935 έως 1939 σε μια σειρά κοινότητες για την επάνδρωση του 2ου Ανεξάρτητου Τάγματος Ευζώνων Ευβοίας. Μέσα στο Μάιο συντελέστηκε η επάνδρωση και η εκπαίδευση των Ταγμάτων και από τις 3 Ιουνίου άρχισε η νέα αιματηρή εξόρμησή τους στην ύπαιθρο της Εύβοιας που δεν θα τερματιστεί παρά με την επεισοδιακή παράδοση τους στην Απελευθέρωση. Προς κατάταξη κλήθηκαν οι κλάσεις 1935 και 1936 του Δήμου Χαλκιδέων για το 2ο Ανεξάρτητο Τάγμα στις 9 Σεπτεμβρίου 1944.
Η δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας στην Εύβοια ήταν λοιπόν αποτέλεσμα πολιτικής απόφασης και πεδίο συνεύρεσης της κατοχικής κυβέρνησης και τουλάχιστον του ΕΔΕΣ Αθηνών με την ενθάρρυνση και βοήθεια του στρατού Κατοχής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και δεν επιτεύχθηκε ο στόχος της διάλυσης του αντάρτικου και των αντιστασιακών οργανώσεων, κατορθώθηκε εντέλει η δημιουργία μιας εντόπιας ένοπλης δύναμης που ο ΕΛΑΣ την υπολόγιζε το Σεπτέμβριο του 1944 σε 2.000 άνδρες τραυματίζοντας βαθιά την τοπική κοινωνία. Οι εκατοντάδες καταγγελίες και μηνύσεις για κάθε είδους έγκλημα που κατέκλυσαν μεταπολεμικά το τοπικό Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων το μαρτυρούν. Η αθώωση σε συντριπτικό ποσοστό των κατηγορουμένων για αυτά υπήρξε το σκηνικό της επόμενης τραγικής περιόδου.