Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

70 χρόνια από την ίδρυση της ΠΕΕΑ

Με αφορμή την συμπλήρωση των 70 χρόνων από την ίδρυση της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, μια προδημοσίευση ένος μικρού αποσπάσματος από το βιβλίο που θα κυκλοφορήσει σύντομα, Η Ελεύθερη Ελλάδα. Η εξουσία του ΕΑΜ στα χρόνια της Κατοχής (1943-1944), από τις εκδόσεις Ασίνη.

Βάλιας Σεμερτζίδης, Συνεδρίαση χωρικών


Στις 10 Μαρτίου 1944, ημέρα Κυριακή, ιδρύθηκε η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) στο χωριό Βίνιανη της Ευρυτανίας. Η πρώτη σύνθεσή της περιλάμβανε τους Ευριπίδη Μπακιρτζή, Εμμανουήλ Μάντακα, Γεώργιο Σιάντο, Ηλία Τσιριμώκο και Κώστα Γαβριηλίδη. Στην πλατεία του χωριού, ο Ευριπίδης Μπακιρτζής διάβασε την Ιδρυτική Πράξη:

Κύριος και πρωταρχικός σκοπός της Επιτροπής είνε:
Να συντονίσει και να διεξαγάγει με όλα τα μέσα και με όλες τις δυνάμεις μέσα στην Ελλάδα και στο πλευρό των Συμμάχων μας τον αγώνα κατά των κατακτητών.
Να αγωνιστεί για το διώξιμο από τη χώρα και τη συντριβή των Γερμανών και βουλγάρων εισβολέων, για την ολοκληρωτική εθνική απελευθέρωση και για την κατοχύρωση της ανεξαρτησίας και ακεραιότητας της χώρας.
Να επιδιώξει την εθνική μας αποκατάσταση με βάση την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών σύμφωνα με το χάρτη του Ατλαντικού και τη συμφωνία της Τεχεράνης και τη στρατηγική διαρρύθμιση των συνόρων μας.
Να αγωνισθεί για την εξόντωση του εσωτερικού φασισμού και των ενόπλων προδοτικών σωμάτων.
[...]Η Επιτροπή ξεκινώντας από την αντίληψη πως, για να πραγματοποιηθούν ικανοποιητικά οι πιο πάνω εθνικοί σκοποί, επιβάλλεται να συμμετάσχουν στο έργο αυτό όλες οι εθνικές δυνάμεις, θεωρεί σαν πρωταρχικό της καθήκον να εξακολουθήσει δραστήρια τις ενέργειες για το σχηματισμό κυβέρνησης γενικού εθνικού συνασπισμού.[…][1]

Στην πρώτη της συνεδρίαση, δυο μέρες αργότερα, αποφασίστηκε να σταλεί επιστολή με την οποία να γνωστοποιείται η συγκρότηση της ΠΕΕΑ στις κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας, των Η.Π.Α. και της Ε.Σ.Σ.Δ., καθώς και στο αντίστοιχο κυβερνητικό σχήμα της Γιουγκοσλαβίας. Επίσης, αποφασίστηκε να σταλεί πρόσκληση στους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων και των εθνικών οργανώσεων, καθώς και στην κυβέρνηση Τσουδερού, για την έναρξη διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό «κυβέρνησης γενικού εθνικού συνασπισμού». Ο Τσουδερός, σύμφωνα με αναφορά του Λίπερ προς το Foreign Office, δεν θα αναγνώριζε την ΠΕΕΑ, θεωρώντας τη δημιουργία της εκβιασμό προ των διαπραγματεύσεων για τη διεύρυνση της κυβέρνησής του, και ζητούσε την υποστήριξη των Βρετανών.[2]
Η ΠΕΕΑ, όμως, από την αρχή της ύπαρξής της ήταν σίγουρα κάτι παραπάνω από ένα διαπραγματευτικό χαρτί του ΕΑΜ Άλλωστε, υπήρχε η αντικειμενική αναγκαιότητα διοίκησης της ευρείας απελευθερωμένης περιοχής. Τα πρώτα μέτρα της ΠΕΕΑ ήταν ένας συνδυασμός αναγκών της διοίκησης και δειγμάτων πολιτικού προσανατολισμού και πρωτοβουλίας προς την επίτευξη της εθνικής ενότητας. Στη δεύτερη μόλις συνεδρίαση των μελών της επιτροπής αποφασίστηκε η σύγκληση εθνικού συμβουλίου και ο τρόπος εκλογής των μελών του, η ανάληψη της διοίκησης του ΕΛΑΣ, η έγκριση των ως τότε διοικητικών μέτρων του ΕΛΑΣ, αλλά και η πρώτη κωδικοποίηση με την Πράξη 4 των διατάξεων για την αυτοδιοίκηση. Επίσης, με ένα είδος αμνηστίας, η Επιτροπή ανέστειλε τις ποινές και τη δίωξη των εγκλημάτων που διαπράχτηκαν ως την ίδρυσή της, με εξαίρεση τα εγκλήματα εσχάτης προδοσίας και τα εγκλήματα πολέμου. Αποφασίστηκε η πρόσκληση προς τους Ζέρβα και Ψαρρό να ενταχθούν στον Εθνικό Στρατό, όπως θεωρούνταν πλέον ο ΕΛΑΣ[3] Αντιστοίχως όμως ο ΕΔΕΣ και η ΕΚΚΑ είχαν ήδη απορρίψει, από τις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στη Συμφωνία της Πλάκας, κάθε συζήτηση για συμμετοχή στο νέο σχήμα.[4]
Στην επιστολή της ΠΕΕΑ, ο Τσουδερός απάντησε στις 16 Μαρτίου, όχι στην ίδια την επιτροπή, αλλά στα μέλη της ατομικά, αποφεύγοντας να της δώσει υπόσταση, έστω και με αυτόν τον τρόπο. Ζητούσε δε από τον Σαράφη να διαβιβάσει στα μέλη της ΠΕΕΑ τη διαβεβαίωση ότι στόχος της κυβέρνησής του παρέμενε η διεύρυνσή της, ώστε να αποκτήσει αντιπροσωπευτικό λαϊκό χαρακτήρα.[5] Την ίδια ημέρα, ο Τσουδερός ανακοίνωσε τηλεγραφικώς στον Βασιλιά το κείμενο της έκκλησης της ΠΕΕΑ και το σχέδιο απάντησής του, στο οποίο θα έλεγε ότι είναι «υπέρ μιας γενικής εθνικής κυβερνήσεως με έδρα το Κάιρο». Με το πνεύμα αυτό θα απευθυνόταν και στα παλαιά κόμματα. Ο Βασιλιάς απάντησε μετά από δύο μέρες και πρόσταξε: «…μη προβήτε εις ανάληψιν υποχρεώσεων δυναμένων δεσμεύσουν ημάς πριν δοθή ο απαιτούμενος χρόνος μελετήσωμεν και σχηματίσωμεν γνώμην». Συγχρόνως, τηλεγράφησε στον Θ. Σοφούλη και του ζητούσε να αναλάβει συνομιλίες για την υπόδειξη προσώπων που θα καταρτίσουν στο Κάιρο «κυβέρνησιν ενιαίου εθνικού μετώπου».[6]
Παράλληλα, στο Κάιρο, ο Τσουδερός απέκρυπτε την ίδρυση της ΠΕΕΑ. Η ΠΕΕΑ απάντησε στις 17 Μαρτίου με τον πρόεδρό της Μπακιρτζή –και όχι με τον Σαράφη, που είχε λάβει το μήνυμα Τσουδερού– ότι συμφωνούσε με τη συμμετοχή όλων των κομμάτων και οργανώσεων στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας και τόνιζε τον κίνδυνο που ενείχε η υπερβολική παράταση των σχετικών συζητήσεων.[7]

Στις 20 Μαρτίου, η Κ.Ε. του ΕΑΜ έστειλε στους αρχηγούς των κομμάτων αντίγραφα της Απόφασής της, της Ιδρυτικής Πράξης της ΠΕΕΑ και του Διαγγέλματός της.[8] Η αντίδραση από τη μεριά του πολιτικού κόσμου ήταν η αλλαγή στάσης απέναντι στη σύνθεση της κυβέρνησης του Καΐρου. Ενώ μέχρι τότε καθυστερούσαν τις σχετικές συζητήσεις και προτιμούσαν τη διατήρηση της κυβερνητικής σύνθεσης ως είχε, παρά μια διεύρυνση στην οποία αναπόφευκτα θα συμμετείχαν και εκπρόσωποι του ΕΑΜ, τώρα ζητούσαν επιτακτικά τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης.
Η είδηση για την ίδρυση της ΠΕΕΑ και η διακήρυξή της ανακοινώθηκαν με ραδιοτηλεγραφήματα του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ προς τις μονάδες του και από εκεί στις πολιτικές οργανώσεις, που την προπαγάνδισαν πλατιά με έκτακτες εκδόσεις αντιστασιακών φύλλων.[9] Οι βρετανοί σύνδεσμοι ακολούθησαν μια τακτική μη αναγνώρισης της νέας κατάστασης. Ο Γούντχαουζ συμβούλευε τους συνδέσμους να μην εμπλέκονται σε συζητήσεις με τις πολιτικές αρχές που εγκαθιστούσε η ΠΕΕΑ και να επιμένουν να έχουν επαφή μόνο με αξιωματούχους του ΕΛΑΣ, τονίζοντας την αποκλειστικά στρατιωτική φύση της αποστολής τους.[10] Η ΠΕΕΑ, όμως, ήταν μια πραγματικότητα και ευθύς μετά την ίδρυσή της θα αναλάμβανε καθήκοντα διακυβέρνησης της επικράτειας της Ελεύθερης Ελλάδας.




[1] Κείμενα της Εθνικής Αντίστασης, 2ος τόμος, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, σ. 15-17.
[2] Μαρία Σπηλιωτοπούλου - Προκόπης Παπαστράτης (σύνταξη), Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944, Ακαδημία Αθηνών, σ. 138-139 [F.O. 371/43682/R3987].
[3] Αρχείο της ΠΕΕΑ. Πρακτικά Συνεδριάσεων, Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, 1990, σ. 71.
[4] Για την ΕΚΚΑ, Hagen Fleischer, Im Kreuzschatten der Mächte, 2ος τόμος, Φρανκφούρτη-Βέρνη-Νέα Υόρκη, Peter Lang, 1986, σ. 407. Για τον ΕΔΕΣ, Ημερολόγιο Στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα, Αθήνα, Ωκεανίδα, 2013, σ. 452-453.
[5] Εμμανουήλ Ι. Τσουδερός, Ιστορικό Αρχείο 1941-1944, Γ2 τόμος, Αθήνα, Φυτράκης, 1990, σ. 1077.
[6] Στο ίδιο, σ. 1077-1078.
[7] Μαρία Σπηλιωτοπούλου - Προκόπης Παπαστράτης (σύνταξη), Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944, ό.π., σ. 147 [F.O. 371/43683/R702]. Γιώργης Αθανασιάδης, Η πρώτη πράξη της ελληνικής τραγωδίας. Μέση Ανατολή 1941-44, ό.π., σ. 169.
[8] Θανάσης Χατζής, Η νικηφόρα επανάσταση που χάθηκε, 3ος τόμος, Αθήνα, Δωρικός, σ. 98-109.
[9] Ανεξαρτησία, όργανο Περιφερειακής Οργάνωσης ΕΑΜ Κατερίνης, φ. 10, 20 Μαρτίου 1944: ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΚΔΟΣΗ – ΣΥΝΕΚΡΟΤΗΘΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗΣ. Το ενδιαφέρον στο ραδιοτηλεγράφημα του Γενικού Στρατηγείου (υπογραφές Σαράφης – Σάντος [sic]) που ανήγγειλε τη συγκρότηση της ΠΕΕΑ ήταν η ημερομηνία: 9 Μαρτίου, μια ημέρα δηλαδή πριν την επίσημη ίδρυση της. Σε επόμενο φύλλο της εφημερίδας Ανεξαρτησία (φ. 12, 27 Απριλίου 1944) δημοσιεύεται και το τηλεγράφημα (αρ. 3063) του Γενικού Στρατηγείου για την ανακοίνωση του ανασχηματισμού της ΠΕΕΑ στις μονάδες και το λαό της περιοχής. Και εδώ έχει ενδιαφέρον η κατάληξη του ραδιοτηλεγραφήματος: «Η παραπάνω σύνθεση της Επιτροπής και κατανομή Γραμματειών είναι προσωρινή και ισχύει έως ότου λήξουν οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό Κυβέρνησης Γενικού Εθνικού Συνασπισμού».
[10] Μαρία Σπηλιωτοπούλου - Προκόπης Παπαστράτης (σύνταξη), Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944, ό.π., σ. 162 [F.O. 371/43685/R6319].

Το Ολοκαύτωμα ως ευρωπαϊκή σύνθεση

δημοσιεύτηκε στις Αναγνώσεις της Αυγής της Κυριακής, 9 Μαρτίου 2014


Enzo Traverso, Οι ρίζες της ναζιστικής βίας. Μια ευρωπαϊκή γενεαλογία, Αθήνα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2013.

Οι εκδόσεις για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το ναζισμό και το Ολοκαύτωμα συνεχώς πολλαπλασιάζονται, ενώ ένας ξεχωριστός επιστημονικός κλάδος, αυτός των Holocaust Studies, βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη. Η «μοναδικότητα» του Ολοκαυτώματος (της "Τελικής Λύσης", της Shoah) παραμένει ένα κρίσιμο ζήτημα και αρκετοί μελετητές ασχολούνται πολύπλευρα και σε βάθος με το ίδιο το φαινόμενο, όχι όμως και με το ιστορικό του πλαίσιο και ιδίως με τις προϋποθέσεις που το κατέστησαν δυνατό. Η ίδια η ορολογία φανερώνει διαφορετικές προσεγγίσεις - ο Τραβέρσο χρησιμοποιεί τον όρο "ιουδαιοκτονία" (Judéocide), που πρότεινε ο Arno Mayer για την αποφυγή θρησκευτικών συνδηλώσεων.
Συχνά, οι προσπάθειες ιστορικοποίησης του Ολοκαυτώματος θεωρούνται δυνάμει υπεύθυνες για τη σχετικοποίηση του και άρα τη μείωση της -ηθικής, πολιτικής ή άλλης- σημασίας του. Καθώς παρατηρεί ο συγγραφέας, "όπως αλλοτε η συρρίκνωση της ιουδαιοκτονίας σε μια μικρή υποσημείωση στα βιβλία για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έτσι και η έμφασή που δίνεται σήμεσα στον χαραχτήρα της ως 'γεγονός δίχως προηγούμενο' και 'απολύτως μοναδικό' κινδυνεύει να σταθεί εμπόδιο στις προσπάθειες για την κατανόησή της μέσα στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ιστορίας".
Είναι γνωστή σε όσους έχουν ασχοληθεί με την ιστορία της περιόδου, η "διαμάχη" μεταξύ όσων ερευνητών τόνισαν τις προθέσεις εξόντωσης των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς και όσων εστίασαν στη δυναμική του ίδιου του πολέμου εξόντωσης που κατέστησε δυνατό το Ολοκαύτωμα. Άλλη πηγή αντιπαράθεσης υπήρξε η ιδιαιτερότητα του ναζισμού και του αντισημιτισμού του με βάση την πορεία της Γερμανίας προς τη νεωτερικότητα σε σχέση με τις άλλες προηγμένες βιομηχανικά ευρωπαϊκές χώρες. Οι ερμηνευτικές αυτές προσπάθειες τείνουν να ξεπεραστούν δημιουργικά καθώς η επιστημονική έρευνα προχωρά μαζί με τον στοχασμό που προκαλούν τα ανησυχητικά φαινόμενα αναβίωσης πλευρών του φασισμού στη σύγχρονη Ευρώπη. Ειδικά στην Ελλάδα, η δράση της ναζιστικής Χρυσής Αυγής αλλά και η πολιτική του επίσημου κράτους απέναντι στους μετανάστες, οδηγεί στο επώδυνο συμπέρασμα πως "αυτό που συνέβη μπορεί να ξανασυμβεί" και στην αναγκαιότητα της ιστορικής ερμηνείας, γνώσης και αναγνώρισης του φασισμού.[1]
Το βιβλίο του Ένζο Τραβέρσο "Οι ρίζες της ναζιστικής βίας" με τον εύγλωττο υπότιτλο "Μια ευρωπαϊκή γενεαλογία", γραμμένο το 2002 στα γαλλικά, αποτελεί ένα σημαντικό έργο για στην πορεία επανεπεξεργασίας των μέχρι τότε θεωριών και ερμηνειών του ναζισμού και του Ολοκαυτώματος. Το αποτέλεσμα είναι η συγκρότηση μιας νέας πρότασης για την ερμηνεία του Άουσβιτς ως αυθεντικού προϊόντος του δυτικού πολιτισμού, μιας σύνθεσης όλων των μορφών βίας που δημιούργησε το εργαστήριο της φιλελεύθερης ιμπεριαλιστικής Ευρώπης, καθώς τα κράτη της προσπάθησαν να κατακτήσουν τον κόσμο και εντέλει να επικρατήσουν σε μια ολοκληρωτική μάχη μεταξύ τους. Όχι ιδιαιτερότητα, ούτε κάτι το ασύλληπτο και μη ερμηνεύσιμο, αλλά μια σύνθεση "ενός πλατιού συνόλου τρόπων κυριαρχίας και εξόντωσης, που είχαν ήδη δοκιμαστεί ξεχωριστά στην πορεία της νεότερης δυτικής ιστορίας", μια σύνθεση μεταξύ του ναζιστικού αντισημιτισμού και της πορείας του πολέμου, ένα καθ' όλα πιθανο προϊόν, "νόμιμο τέκνο" της Δύσης. Αυτή η οπτική μας επιτρέπει αφενός να γνωρίσουμε τα βήματα, τα συστατικά, τις ρίζες που επέτρεψαν να τραφεί ο ριζοσπαστικός ναζιστικός αντισημιτισμός και να δώσει τον ολέθριο καρπό του και αφετέρου να αναγνωρίσουμε στο σήμερα παρόμοια φαινόμενα συνειδητοποιώντας πως τίποτε δεν αποκλείει άλλες συνθέσεις, "το ίδιο αν όχι περισσότερο καταστροφικές".
Ποια ήταν αυτά τα συστατικά; Ο συγγραφέας μας τα παρουσιάζει σε 5 συνθετικά κεφάλαια με τη σειρά. Εν αρχή ην η εκβιομηχάνιση της επιτήρησης, της τιμωρίας και του θανάτου στην Ευρώπη του 19ου αιώνα. Η απρόσωπη εκτέλεση της θανατικής ποινής από τις μηχανές ξεκινώντας από τη γκιλοτίνα αλλά και η παραδειγματική τιμωρία και εγκλεισμός για την πειθάρχηση των κατώτερων τάξεων, όσων δεν χωρούσαν στα εργοστάσια-φυλακές του θριαμβεύοντος βιομηχανικού καπιταλισμού. Τα στρατόπεδα εξόντωσης αναγνωρίζονται ως σύνθεση πολλών βημάτων, των φυλακών και των στρατοπέδων συγκέντρωσης στις αποικίες και του Α'  Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και των εργοστασίων, της γκιλοτίνας αλλά και του εξορθολογισμού των σφαγείων. Αλλά και κατά τη διάρκεια του πολέμου σημαδεύτηκαν από "μια διαρκή ένταση" μεταξύ εργασίας και εξόντωσης, συνδυάζοντας την τιμωρία, την παραγωγή και τελικά την εξόντωση. Όχι μόνο οι τεχνικές δυνατότητες της εξόντωσης προέρχονται από το σύγχρονο εργοστάσιο αλλά και η τεϊλοροποιημένη "επιστημονική οργάνωση" των καθηκόντων των θυτών (και των θυμάτων). Η θέση των εργατών στη βιομηχανική επανάσταση του Τέιλορ και του αντισημίτη Φορντ πρόσφερε στο ναζισμό τους τρόπους της καταστροφής.
Ο ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός και η σταυροφορία κατάκτησης του κόσμου αναγνωρίζεται ως ένα βασικό στάδιο με έναν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τρόπο: ως μετάβαση από μια ιδεολογία παρακμής των ευρωπαϊκών ελίτ σε μια βούληση για παγκόσμια κυριαρχία, από το συντηρητισμό στο φασισμό. Ο φυλετισμός και βιολογικός ρατσισμός, η έννοια του "ζωτικού χώρου", η ρητορική περι της "εξαφάνισης των κατώτερων φυλών" ως φυσικού νόμου και η τάση προς τον βιολογικό ντετερμινισμό, όπου η "τεχνητή επιλογή" θα αντικαθιστούσε την αντίστοιχη "φυσική", αναγνωρίζονται ως κοινή κληρονομιά της αποικιοκρατίας και του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού. Τα αποικιακά εγκλήματα και σφαγές οδηγούν στον ολοκληρωτικό πόλεμο και στην απανθρωποποίηση του εχθρού, του Άλλου.
Βασικό στοιχείο στη θεώρηση του Τραβέρσο αποτελεί ο κομβικός ρόλος που επιφυλάσσει για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, "αποφασιστικό στάδιο στη γέννηση του φασισμού" και "στιγμή ρήξης μέσα στην ιστορία της Ευρώπης".[2] Στον Μεγάλο Πόλεμο, οι στρατοί υιοθέτησαν τις αρχές του εργοστασίου και ο τεχνολογικός πόλεμος επέφερε τον ανώνυμο μαζικό θάνατο. Αυτή η βιομηχανοποιημένη σφαγή ήταν για τον συγγραφέα μια ανθρωπολογική ρήξη, προϋπόθεση μιας γενοκτονίας που συντελείται με απάθεια. Η μακρά διάρκεια του πολέμου οδηγούσε σε μια "σχιζοφρενική συνύπαρξη της φυσιολογικότητας και του σκοτωμού", καθώς οι στρατιώτες ενάλλασσαν τους ρόλους των φονιάδων με αυτούς των πολιτών και οικογενειαρχών. Αυτή η ηθική και νοοτροπία, η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής και η αδιαφορία για αυτήν, θα επιτρέψει στους "φυσιολογικούς ανθρώπους", κατά τον Christopher Browning, να διαπράξουν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αδιανόητα εγκλήματα. Στο ενδιάμεσο, αυτός ο εκβαρβαρισμός θα γεννήσει τον φασισμό.
Τέλος, η προϋπάρχουσα ταξινόμηση και καταστολή των "επικίνδυνων τάξεων" θα συναντηθεί με το ρατσισμό του ιμπεριαλισμού και τη βαρβαρότητα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου σε μια ναζιστική σύνθεση. Καταλύτης για αυτήν υπήρξε ο ριζοσπαστικός αντισημιτισμός ως παράγοντας μεταμόρφωσης, κατά τον συγγραφέα, του συντηρητικού εθνικισμού σε αντιδραστικό μοντερνισμό. Η αφαιρετική κατηγορία του Εβραίου αντικατέστησε τους πραγματικούς Εβραίους και μετατράπηκε στο συνώνυμο όλων των αρνητικών που επέφερε η νεωτερικότητα: ο κομμουνισμός αλλά και ο χρηματιστικός καπιταλισμός, η δημοκρατία και ο κοσμοπολιτισμός, η αφηρημένη λογική, ο ατομισμός κ.ο.κ. Ο Εβραίος γίνεται λοιπόν ένα ουσιαστικοποιημένο επίθετο που χαρακτηρίζει μια σειρά παρόμοιων γνωρισμάτων. Η "βιολογικοποίηση" του αντισημιτισμού από το ναζισμό θα επιτρέψει τη σύνθεση μεταξύ των παραδοσιακών, αντιδραστικών αντιλήψεων με την πιο επιστημονική, τεχνολογική εξόντωση. Συγκροτήθηκε λοιπόν ένας "αναζωογονητικός" αντισημιτισμός που θα επέτρεπε την υπέρβαση της νεωτερικότητας με τα ίδια της τα όπλα.
Το συμπέρασμα του Τραβέρσο είναι πως η Γερμανία δεν ήταν απομονωμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη στην πορεία της προς τον εθνικοσοσιαλισμό αλλά αντίθετα ένα εργαστήρι όπου έγινε δυνατή η σύνθεση όλων των παραπάνω στοιχείων που υπήρχαν παντού στην Ευρώπη. Ο ιδιαίτερος δρόμος της Γερμανίας ανοίχτηκε στο τραγικό τέλος αυτής της κοινής πορείας και όχι πρωτύτερα. Γενικεύοντας, η γενεαλογία που συγκροτεί ο συγγραφέας θα μπορούσε να χρησιμεύσει και ως πρόταση για το σήμερα, για την επικέντρωση της προσοχής μας όχι τόσο στις εθνικές ιδιαιτερότητες αλλά στις κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές που οδηγούν σε αδιέξοδα.



[1] Ποθητή Χαντζαρούλα, "αυτό που συνέβη μπορεί να ξανασυμβεί", online περιοδικό Χρόνος, τεύχος 9, Ιανουάριος 2014 [http://www.chronosmag.eu/index.php/p-l-p-s-p-xs.html]
[2] Αυτή την άμεση σύνδεση μεταξύ Α΄ και Β΄Παγκοσμίου Πολέμου θα αναπτύξει ο συγγραφέας περαιτέρω στο βιβλίο του Δια πυρός και σιδήρου. Περί του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου 1914-1945, το οποίο γράφτηκε το 2007 και κυκλοφόρησε στην Ελλάδα επίσης από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου το 2013.