Το ίδιο το άνοιγμα των αρχείων έχει τη σημασία του, καθώς Βρετανία και Γαλλία επέλεξαν να φέρουν στο φως διπλωματικά έγγραφα πολύ πριν το καθιερωμένο αλληλοκαρφώνοντας η μια την άλλη για την τότε στάση των ηγετών τους, Μάργκαρετ Θάτσερ και Φρανσουά Μιτεράν αντίστοιχα, και προσδοκώντας τη γερμανική εύνοια σήμερα. Επιβεβαιώνεται και με αυτόν τον τρόπο ο φόβος των τότε Ευρωπαίων ηγετών για τον ηγεμονικό ρόλο που θα είχε μια ενωμένη Γερμανία, φόβος για το μέλλον, που τρεφόταν από το παρελθόν.
Το Σχέδιο Μάρσαλ και η διαίρεση
Ο χωρισμός της Γερμανίας σε δύο κράτη -τόσο γεωγραφικά όσο και πολιτικά- ήταν αποτέλεσμα όσο και σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις, σύμφωνα με την ορολογία της εποχής. Ήταν μια συνέπεια του νέου συσχετισμού δύναμης, που προέκυψε στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι είχαν συγκλονίσει τον κόσμο σε διάστημα μικρότερο του μισού αιώνα, πόλεμοι με βασικό πρωταγωνιστή μια ισχυρή ιμπεριαλιστική Γερμανία. Η διχοτόμησή της σφράγιζε την ήττα της μέσα στο συγκεκριμένο περιβάλλον των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Η Σοβιετική Ένωση, που είχε αποκτήσει δικαιωματικά την πρωτοκαθεδρία στην Ανατολική Ευρώπη, διεκδικούσε πολεμικές επανορθώσεις από τη Γερμανία που εν μέρει μόνο θα κάλυπταν τις καταστροφές που είχε υποστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Από την άλλη, οι ΗΠΑ, είχαν κάνει στροφή από την περίοδο Ρούζβελτ, κατά την οποία είχε εκπονηθεί το Σχέδιο Μοργκεντάου για το μόνιμο κατατεμαχισμό και αποβιομηχάνιση του Ράιχ, και υποστήριζαν τη διατήρηση μιας ισχυρής Γερμανίας για την εξασφάλιση της σταθερότητας στην Ευρώπη. Η Σοβιετική Ένωση, άλλωστε, δεν ήταν πλέον ένας μακρινός ιδεολογικός εχθρός των καπιταλιστικών χωρών αλλά μια υπαρκτή δύναμη στην καρδιά της ηπείρου. Το γερμανικό πρόβλημα συμπύκνωνε την αναδυόμενη σύγκρουση των νικητών του πολέμου. Οι διαπραγματεύσεις για τη συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία καθυστερούσαν, καθώς η σοβιετική πλευρά προέκρινε έναν μακρόχρονο διασυμμαχικό πολιτικό και οικονομικό έλεγχο της χώρας, ενώ οι ΗΠΑ ήθελαν να απεμπλακούν από τις συναντήσεις κορυφής με τη Σοβιετική Ένωση και να χαράξουν τη δική τους πολιτική για μονομερή οικονομικό έλεγχο της Ευρώπης. Λίγο πριν από το Σχέδιο Μάρσαλ, οι Αμερικανοί προχώρησαν σε μονομερή ενοποίηση της γερμανικής ζώνης ελέγχου τους με αυτήν των Βρετανών, όχι όμως και με εκείνη των Γάλλων που δεν έβλεπαν θετικά την προοπτική μιας ενιαίας οικονομικά και πολιτικά Γερμανίας, με βαρύνοντα ρόλο στην ευρωπαϊκή ανασυγκρότηση. Το Σχέδιο Μάρσαλ επιτάχυνε το χωρισμό της Ευρώπης σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα και έθεσε τέλος στο πολιτικό κλίμα της αντιφασιστικής ενότητας που είχε εκφραστεί και με κυβερνήσεις συνασπισμού στις ευρωπαϊκές χώρες. Στους αμερικανικούς όρους για αποδοχή της βοήθειας, οι Σοβιετικοί απάντησαν με ολοκλήρωση του ελέγχου τους στην Ανατολική Ευρώπη. Με τη συμμετοχή της Γαλλίας στο Σχέδιο Μάρσαλ, αλλάζει και η στάση της στο γερμανικό ζήτημα και συνεργάζεται με την αγγλοαμερικανική ζώνη, εισάγοντας ένα κοινό νόμισμα.
Αυτό ήταν και το τέλος της Διασυμμαχικής Επιτροπής Ελέγχου με την αποχώρηση της Σοβιετικής Ένωσης. Η Γερμανία χωρίζεται de facto στα δύο, όπως και το Βερολίνο, εκατόν εξήντα χιλιόμετρα εντός της σοβιετικής ζώνης. Το τείχος που θα υψωθεί στην πρώην πρωτεύουσα το 1961 θα επισφραγίσει αυτόν το χωρισμό.
Από το 1949 υπήρχαν, λοιπόν, δύο Γερμανίες: η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. Και οι δυο χώρες θα είχαν περιορισμένη κυριαρχία ώς την επανενοποίησή τους το 1990. Η ενοποίηση αυτή, άλλωστε, θα συντελεστεί με τη «συμφωνία 2+4», δηλαδή μεταξύ των δύο μερών αλλά και των τεσσάρων βασικών εταίρων τής πάλαι ποτέ αντιχιτλερικής συμμαχίας. Οι συνθήκες, όμως, ήταν οπωσδήποτε διαφορετικές. Ο ένας βασικός πυλώνας του μεταπολεμικού οικοδομήματος, η Σοβιετική Ένωση μετρούσε τις τελευταίες μέρες της.
Φυγή του Κολ προς τα εμπρός
Η γερμανική ενοποίηση ήταν, όπως άλλοτε η διχοτόμηση της Γερμανίας, αποτέλεσμα ενός νέου παγκόσμιου συσχετισμού δύναμης που διαμορφωνόταν με τη ραγδαία κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Η ηγεσία της Ομοσπονδιακής Γερμανίας κινήθηκε με ταχύτητα και αποφασιστικότητα προς την ένωση με τη Λαοκρατική Δημοκρατία, ξεπερνώντας τα προσκόμματα και τις αντιρρήσεις των Δυτικών συμμάχων της που έβλεπαν, μουδιασμένοι, την αναβίωση μιας ισχυρής Γερμανίας. Οι αντιδράσεις των Βρετανών και των Γάλλων σε αυτήν την εξέλιξη ήταν, άλλωστε, εντελώς παράταιρες, μπροστά στο κλίμα ευφορίας που έφερνε η «νίκη της δημοκρατίας και της αγοράς» πάνω στον ετοιμόρροπο ιδεολογικό αντίπαλο.
Κι όμως, και σε αυτήν την περίπτωση, η πραγματική πολιτική και τα συμφέροντα του κάθε κράτους υπερέβαιναν φυσικά τις ιδεολογικές τοποθετήσεις.
Στην ίδια τη Γερμανία, η ιδέα της ενοποίησης δεν ήταν αυτονόητη. Ακόμη και μετά την πτώση του τείχους, στις αρχές Νοεμβρίου του 1989, στην Ανατολική Γερμανία τα αιτήματα αφορούσαν τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις μάλλον, παρά μια ενοποίηση που φαινόταν μακρινή. Η ηγεσία όμως της Ομοσπονδιακής Γερμανίας υπό τον καγκελάριο Κολ, μπροστά μάλιστα στις εκλογές του επόμενου έτους, αποφάσισε να κάνει μια φυγή προς τα εμπρός. Στις 28 Νοεμβρίου 1989, ο Κολ παρουσίασε στο γερμανικό κοινοβούλιο τα 10 σημεία του για την «ανάκτηση της εθνικής ενότητας της Γερμανίας». Οι Γερμανοί προχωρούσαν μόνοι τους, με «αυξανόμενη υπεροψία», σύμφωνα με τον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών Ντιμά.
Οι Δυτικοί σύμμαχοι της Ομοσπονδιακής Γερμανίας διεκήρυτταν πάντοτε την προσήλωσή τους στη γερμανική ενοποίηση – αλλά όπως η Θάτσερ αποκάλυψε, το έκαναν διότι ήταν πεπεισμένοι πως δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Μυστικές συναντήσεις της Βρετανίδας πρωθυπουργού με τον Γκορμπατσόφ και τον Μιτεράν είχαν ως στόχο να αποτρέψουν το αναπόφευκτο. Οι συναντήσεις σε ανώτατο επίπεδο θύμιζαν σε όλα τα μυστικοσυμβούλια του 19ου αιώνα. Η Θάτσερ ζητούσε από τον Γκορμπατσόφ να μην λαμβάνει υπόψη του τις διακηρύξεις του ΝΑΤΟ για τη γερμανική ενοποίηση, ενώ δεν δίσταζε να υπολογίζει τη Σοβιετική Ένωση ως αντίβαρο σε μια ενωμένη Γερμανία.
Ο Γκορμπατσόφ με τη σειρά του δήλωνε ότι ούτε η χώρα του ευνοούσε την ενοποίηση. Ο Μιτεράν είχε εκμυστηρευτεί στη Θάτσερ ότι μια ενωμένη Γερμανία θα μπορούσε να εξαπλωθεί ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι ο Χίτλερ.
Ο Ιταλός πρωθυπουργός Αντρεότι προειδοποιούσε ενάντια σε έναν νέο «παγγερμανισμό» και οι Πολωνοί είχαν παγώσει μπροστά στην αρχική άρνηση του Κολ να αναγνωρίσει τα σύνορα του 1945. Την ίδια στιγμή, οι πολιτικές Αρχές της Λαοκρατικής Δημοκρατίας βρίσκονταν σε αποσύνθεση και οι διαδηλώσεις άλλαζαν σύνθημα: από το «Είμαστε ο λαός» στο «Είμαστε ένας λαός».
Το ζήτημα του ΝΑΤΟ και η Σοβιετική Ένωση
Μια γερμανική υπόθεση;
Διαχείριση της ενοποίησης–ένα κράτος;
Το τίμημα του ευρώ, ή μήπως η Θάτσερ είχε δίκιο;