Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010

«Η δημιουργία και η λειτουργία της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ). Οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις».

Ανοιχτός κύκλος συζητήσεων του Ενιαίου Συλλόγου Μεταπτυχιακών Φοιτητών και Υποψηφίων Διδακτόρων του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ

Ο πρώτος ανοιχτός κύκλος συζητήσεων του Συλλόγου Μεταπτυχιακών Φοιτητών και Υποψηφίων Διδακτόρων του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ αποσκοπεί στην περαιτέρω ενίσχυση και προώθηση της ερευνητικής δουλειάς που παράγεται στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του τμήματος, αλλά και στην γνωριμία και επαφή μεταξύ των νέων επιστημόνων της πόλης, που δραστηριοποιούνται στον χώρο των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών.
Βασικός στόχος του κύκλου είναι η ανάπτυξη και καθιέρωση ενός χώρου ανοιχτού ερευνητικού διεπιστημονικού διαλόγου ανάμεσα σε νέους ερευνητές και ερευνήτριες από διάφορες κατευθύνσεις και ιδιαίτερα γνωστικά πεδία που θα περιστρέφεται γύρω από κλασικά ζητήματα πολιτικής ανάλυσης και θεωρίας, αλλά και ζητήματα αιχμής στις συμβολές διαφορετικών πειθαρχιών (ιστορίας, ανθρωπολογίας, διεθνών σχέσεων, κοινωνιολογίας, πολιτικής οικονομίας, ψυχολογίας και ψυχανάλυσης, θεωρίας της τέχνης κ।λπ.).

Τρίτη, 9 Νοεμβρίου, ώρα 16:00, Παναγιώτης Κουργιώτης (υποψ. διδάκτορας Πολιτικών Επιστημών), «Ο Ουαχαμπισμός: η θρησκευτική και η πολιτική του διάσταση. Μια σαουδαραβική "επανίδρυση του Ισλάμ";».
Τρίτη, 23 Νοεμβρίου, ώρα 16:00, Ηλίας Ακριβόπουλος (υποψ. διδάκτορας Πολιτικών Επιστημών), «Deleuze και Marx: Προς μια αναθεώρηση του ιστορικού υλισμού».
Τρίτη, 7 Δεκεμβρίου, ώρα 16:00, Γιάννης Σκαλιδάκης (υποψ. διδάκτορας Πολιτικών Επιστημών), «Η δημιουργία και η λειτουργία της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ). Οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις».
Τρίτη, 14 Δεκεμβρίου, ώρα 16:00, Κώστας Γ। Τζιάρας, (υποψ. διδάκτορας Πολιτικών Επιστημών), «‘Δε μας τρομάζει ο θάνατος – μας τρομάζει η πείνα’: Η «κίνησις της εγκληματικότητος» ή φαινόμενα κοινωνικής παραβατικότητας και απειθαρχίας στη Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο της έλευσης των μικρασιατών προσφύγων του 1922».

Όλες οι εισηγήσεις θα πραγματοποιηθούν στην αίθουσα 107 του τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, κτήριο ΝΟΠΕ, 1ος όροφος.

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Το 2ο τεύχος των Δρόμων της Ιστορίας με θέμα «Τοπική Αυτοδιοίκηση και Αριστερά»

Το Σάββατο 23 Οκτωβρίου, μαζί με το 36o τεύχος της εφημερίδας Δρόμος της Αριστεράς, κυκλοφορεί το 2o τεύχος του ενθέτου Δρόμοι της Ιστορίας με θέμα «Τοπική Αυτοδιοίκηση και Αριστερά». Στο αφιέρωμα αυτό θα βρείτε τα άρθρα:

Αποκέντρωση εναντίον συγκεντρωτισμού. Η θεσμική ιστορία της τοπικής αυτοδιοίκησης στην Ελλάδα έως τη δεκαετία του 1980, των Δημήτρη Στεμπίλη & Δέσποινας Γρηγοριάδου

Καβάλα 1934: Η σύγκρουση δυο κόσμων. Μήτσος Παρτσαλίδης, ο πρώτος «κόκκινος» Δήμαρχος, του Νίκου Καραγιαννακίδη

Λαϊκή και αντιλαϊκή αυτοδιοίκηση στην Κατοχή και τον Εμφύλιο. Η αυτοδιοίκηση στη δεκαετία του 1940-1950, του Γιάννη Σκαλιδάκη

Η Αριστερά και οι δημοτικές εκλογές μετά τον Εμφύλιο, του Μιχάλη Λυμπεράτου

Δημοτική ψήφος: Προς την κατάκτηση πλήρων πολιτικών δικαιωμάτων για τις γυναίκες, της Μαρίας Μαυροειδή

Και μια σημαντική συνέντευξη του Γιώργη Κλάδου, επί χρόνια δημάρχου Ανωγείων, στη Βασιλική Λάζου

Οι Δρόμοι της Ιστορίας διευθύνονται από μια συντακτική ομάδα ιστορικών (Βασιλική Λάζου, Μαρία Μαυροειδή, Γιάννης Σκαλιδάκης, Δημήτρης Στεμπίλης), και φιλοδοξούν να συναντήσουν στη διμηνιαία έκδοσή τους, πολλούς και ιδιαίτερα νεότερους ερευνητές και να αποτελέσουν βήμα προβολής της ιστορικής έρευνας και διαλόγου πάνω σε αυτήν. Θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε ζητήματα ελληνικά και διεθνή, παλιότερα και νεώτερα και ακόμη με αφορμή τα αφιερώματά μας, να συναντηθούμε και να συζητήσουμε με καθέναν που θεωρεί την ιστορία και τη γνώση της σημαντική υπόθεση.

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Αποκαλύπτεται το παρασκήνιο και τα παζάρια για την επανένωση της Γερμανίας

(δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Δρόμος, τεύχος 34, στις 09/10/2010)


Είκοσι χρόνια μετά τη γερμανική ενοποίηση, τα αρχεία που έχουν ανοίξει, μας επιτρέπουν να ανασυστήσουμε σε μεγάλο βαθμό τις πολιτικές διαπραγματεύσεις της εποχής ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις και τη στάση τους απέναντι στην επικείμενη επανένωση της Γερμανίας, στην πυκνή περίοδο από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το Νοέμβριο του 1989 ως την τελική ενοποίηση στις 3 Οκτωβρίου 1990.

Το ίδιο το άνοιγμα των αρχείων έχει τη σημασία του, καθώς Βρετανία και Γαλλία επέλεξαν να φέρουν στο φως διπλωματικά έγγραφα πολύ πριν το καθιερωμένο αλληλοκαρφώνοντας η μια την άλλη για την τότε στάση των ηγετών τους, Μάργκαρετ Θάτσερ και Φρανσουά Μιτεράν αντίστοιχα, και προσδοκώντας τη γερμανική εύνοια σήμερα. Επιβεβαιώνεται και με αυτόν τον τρόπο ο φόβος των τότε Ευρωπαίων ηγετών για τον ηγεμονικό ρόλο που θα είχε μια ενωμένη Γερμανία, φόβος για το μέλλον, που τρεφόταν από το παρελθόν.

Το Σχέδιο Μάρσαλ και η διαίρεση


Ο χωρισμός της Γερμανίας σε δύο κράτη -τόσο γεωγραφικά όσο και πολιτικά- ήταν αποτέλεσμα όσο και σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις, σύμφωνα με την ορολογία της εποχής. Ήταν μια συνέπεια του νέου συσχετισμού δύναμης, που προέκυψε στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι είχαν συγκλονίσει τον κόσμο σε διάστημα μικρότερο του μισού αιώνα, πόλεμοι με βασικό πρωταγωνιστή μια ισχυρή ιμπεριαλιστική Γερμανία. Η διχοτόμησή της σφράγιζε την ήττα της μέσα στο συγκεκριμένο περιβάλλον των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων. Η Σοβιετική Ένωση, που είχε αποκτήσει δικαιωματικά την πρωτοκαθεδρία στην Ανατολική Ευρώπη, διεκδικούσε πολεμικές επανορθώσεις από τη Γερμανία που εν μέρει μόνο θα κάλυπταν τις καταστροφές που είχε υποστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Από την άλλη, οι ΗΠΑ, είχαν κάνει στροφή από την περίοδο Ρούζβελτ, κατά την οποία είχε εκπονηθεί το Σχέδιο Μοργκεντάου για το μόνιμο κατατεμαχισμό και αποβιομηχάνιση του Ράιχ, και υποστήριζαν τη διατήρηση μιας ισχυρής Γερμανίας για την εξασφάλιση της σταθερότητας στην Ευρώπη. Η Σοβιετική Ένωση, άλλωστε, δεν ήταν πλέον ένας μακρινός ιδεολογικός εχθρός των καπιταλιστικών χωρών αλλά μια υπαρκτή δύναμη στην καρδιά της ηπείρου. Το γερμανικό πρόβλημα συμπύκνωνε την αναδυόμενη σύγκρουση των νικητών του πολέμου. Οι διαπραγματεύσεις για τη συνθήκη ειρήνης με τη Γερμανία καθυστερούσαν, καθώς η σοβιετική πλευρά προέκρινε έναν μακρόχρονο διασυμμαχικό πολιτικό και οικονομικό έλεγχο της χώρας, ενώ οι ΗΠΑ ήθελαν να απεμπλακούν από τις συναντήσεις κορυφής με τη Σοβιετική Ένωση και να χαράξουν τη δική τους πολιτική για μονομερή οικονομικό έλεγχο της Ευρώπης. Λίγο πριν από το Σχέδιο Μάρσαλ, οι Αμερικανοί προχώρησαν σε μονομερή ενοποίηση της γερμανικής ζώνης ελέγχου τους με αυτήν των Βρετανών, όχι όμως και με εκείνη των Γάλλων που δεν έβλεπαν θετικά την προοπτική μιας ενιαίας οικονομικά και πολιτικά Γερμανίας, με βαρύνοντα ρόλο στην ευρωπαϊκή ανασυγκρότηση. Το Σχέδιο Μάρσαλ επιτάχυνε το χωρισμό της Ευρώπης σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα και έθεσε τέλος στο πολιτικό κλίμα της αντιφασιστικής ενότητας που είχε εκφραστεί και με κυβερνήσεις συνασπισμού στις ευρωπαϊκές χώρες. Στους αμερικανικούς όρους για αποδοχή της βοήθειας, οι Σοβιετικοί απάντησαν με ολοκλήρωση του ελέγχου τους στην Ανατολική Ευρώπη. Με τη συμμετοχή της Γαλλίας στο Σχέδιο Μάρσαλ, αλλάζει και η στάση της στο γερμανικό ζήτημα και συνεργάζεται με την αγγλοαμερικανική ζώνη, εισάγοντας ένα κοινό νόμισμα.
Αυτό ήταν και το τέλος της Διασυμμαχικής Επιτροπής Ελέγχου με την αποχώρηση της Σοβιετικής Ένωσης. Η Γερμανία χωρίζεται de facto στα δύο, όπως και το Βερολίνο, εκατόν εξήντα χιλιόμετρα εντός της σοβιετικής ζώνης. Το τείχος που θα υψωθεί στην πρώην πρωτεύουσα το 1961 θα επισφραγίσει αυτόν το χωρισμό.
Από το 1949 υπήρχαν, λοιπόν, δύο Γερμανίες: η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. Και οι δυο χώρες θα είχαν περιορισμένη κυριαρχία ώς την επανενοποίησή τους το 1990. Η ενοποίηση αυτή, άλλωστε, θα συντελεστεί με τη «συμφωνία 2+4», δηλαδή μεταξύ των δύο μερών αλλά και των τεσσάρων βασικών εταίρων τής πάλαι ποτέ αντιχιτλερικής συμμαχίας. Οι συνθήκες, όμως, ήταν οπωσδήποτε διαφορετικές. Ο ένας βασικός πυλώνας του μεταπολεμικού οικοδομήματος, η Σοβιετική Ένωση μετρούσε τις τελευταίες μέρες της.

Φυγή του Κολ προς τα εμπρός


Η γερμανική ενοποίηση ήταν, όπως άλλοτε η διχοτόμηση της Γερμανίας, αποτέλεσμα ενός νέου παγκόσμιου συσχετισμού δύναμης που διαμορφωνόταν με τη ραγδαία κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Η ηγεσία της Ομοσπονδιακής Γερμανίας κινήθηκε με ταχύτητα και αποφασιστικότητα προς την ένωση με τη Λαοκρατική Δημοκρατία, ξεπερνώντας τα προσκόμματα και τις αντιρρήσεις των Δυτικών συμμάχων της που έβλεπαν, μουδιασμένοι, την αναβίωση μιας ισχυρής Γερμανίας. Οι αντιδράσεις των Βρετανών και των Γάλλων σε αυτήν την εξέλιξη ήταν, άλλωστε, εντελώς παράταιρες, μπροστά στο κλίμα ευφορίας που έφερνε η «νίκη της δημοκρατίας και της αγοράς» πάνω στον ετοιμόρροπο ιδεολογικό αντίπαλο.
Κι όμως, και σε αυτήν την περίπτωση, η πραγματική πολιτική και τα συμφέροντα του κάθε κράτους υπερέβαιναν φυσικά τις ιδεολογικές τοποθετήσεις.
Στην ίδια τη Γερμανία, η ιδέα της ενοποίησης δεν ήταν αυτονόητη. Ακόμη και μετά την πτώση του τείχους, στις αρχές Νοεμβρίου του 1989, στην Ανατολική Γερμανία τα αιτήματα αφορούσαν τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις μάλλον, παρά μια ενοποίηση που φαινόταν μακρινή. Η ηγεσία όμως της Ομοσπονδιακής Γερμανίας υπό τον καγκελάριο Κολ, μπροστά μάλιστα στις εκλογές του επόμενου έτους, αποφάσισε να κάνει μια φυγή προς τα εμπρός. Στις 28 Νοεμβρίου 1989, ο Κολ παρουσίασε στο γερμανικό κοινοβούλιο τα 10 σημεία του για την «ανάκτηση της εθνικής ενότητας της Γερμανίας». Οι Γερμανοί προχωρούσαν μόνοι τους, με «αυξανόμενη υπεροψία», σύμφωνα με τον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών Ντιμά.
Οι Δυτικοί σύμμαχοι της Ομοσπονδιακής Γερμανίας διεκήρυτταν πάντοτε την προσήλωσή τους στη γερμανική ενοποίηση – αλλά όπως η Θάτσερ αποκάλυψε, το έκαναν διότι ήταν πεπεισμένοι πως δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Μυστικές συναντήσεις της Βρετανίδας πρωθυπουργού με τον Γκορμπατσόφ και τον Μιτεράν είχαν ως στόχο να αποτρέψουν το αναπόφευκτο. Οι συναντήσεις σε ανώτατο επίπεδο θύμιζαν σε όλα τα μυστικοσυμβούλια του 19ου αιώνα. Η Θάτσερ ζητούσε από τον Γκορμπατσόφ να μην λαμβάνει υπόψη του τις διακηρύξεις του ΝΑΤΟ για τη γερμανική ενοποίηση, ενώ δεν δίσταζε να υπολογίζει τη Σοβιετική Ένωση ως αντίβαρο σε μια ενωμένη Γερμανία.
Ο Γκορμπατσόφ με τη σειρά του δήλωνε ότι ούτε η χώρα του ευνοούσε την ενοποίηση. Ο Μιτεράν είχε εκμυστηρευτεί στη Θάτσερ ότι μια ενωμένη Γερμανία θα μπορούσε να εξαπλωθεί ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι ο Χίτλερ.
Ο Ιταλός πρωθυπουργός Αντρεότι προειδοποιούσε ενάντια σε έναν νέο «παγγερμανισμό» και οι Πολωνοί είχαν παγώσει μπροστά στην αρχική άρνηση του Κολ να αναγνωρίσει τα σύνορα του 1945. Την ίδια στιγμή, οι πολιτικές Αρχές της Λαοκρατικής Δημοκρατίας βρίσκονταν σε αποσύνθεση και οι διαδηλώσεις άλλαζαν σύνθημα: από το «Είμαστε ο λαός» στο «Είμαστε ένας λαός».

Το ζήτημα του ΝΑΤΟ και η Σοβιετική Ένωση

Μια γερμανική υπόθεση;

Η γερμανική ενοποίηση είχε να λύσει κάποια καίρια ζητήματα. Ποια θα ήταν η θέση της ενιαίας Γερμανίας στο ΝΑΤΟ; Ποια θα ήταν τα σύνορα του νέου κράτους; Τι νόμισμα θα είχε; Σε όλα αυτά τα ζητήματα εμπλέκονταν, ουσιαστικά, όλες οι μεγάλες δυνάμεις αλλά και μια σειρά άλλων χωρών όπως τα μέλη του ΝΑΤΟ, προς μεγάλη δυσφορία των Γερμανών που θεωρούσαν τα ζητήματα αυτά μια γερμανική υπόθεση. Δεν ήταν διατεθειμένοι να επιτρέψουν μια εξέλιξη διαπραγματεύσεων για αυτούς, χωρίς αυτούς.
Από την πλευρά των ΗΠΑ μπήκε με έμφαση το ζήτημα του ΝΑΤΟ. Ο τότε πρόεδρος Μπους είχε δηλώσει ότι οι ΗΠΑ θα ήταν σύμφωνες με την ενοποίηση της Γερμανίας, μόνο μέσα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Αυτό δεν ήταν κάτι έξω από την οπτική του Κολ που επιθυμούσε την αμερικανική παρουσία στην Ευρώπη, ως αντίβαρο στη Γαλλία και τη Βρετανία. Η Ανατολική Γερμανία ήταν όμως ακόμα μέλος του Συμφώνου της Βαρσοβίας και 350.000 Σοβιετικοί στρατιώτες βρίσκονταν στο έδαφός της.
Οι Αμερικανοί αποφάσισαν να ταχθούν στο πλευρό του Κολ, μέσα σε ένα περιβάλλον όπου λιγότεροι από ένας στους πέντε Γερμανούς πολίτες υποστήριζαν τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ της ενωμένης Γερμανίας και ο φερόμενος ως υποψήφιος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος για την καγκελαρία, Όσκαρ Λαφοντέν, στεκόταν κριτικά προς τη Συμμαχία. Οι αντιρρήσεις και αξιώσεις των μικρότερων εταίρων του ΝΑΤΟ παρακάμφθηκαν με μια γερμανική επίδειξη ισχύος. Ο μεγάλος άγνωστος ήταν η απέναντι πλευρά – οι Ανατολικογερμανοί και στο βάθος η Σοβιετική Ένωση.
Από τα ντοκουμέντα της ταραγμένης εκείνης περιόδου φαίνεται ότι κανένα μέρος δεν είχε σαφή αντίληψη της δυσχερούς θέσης της Σοβιετικής Ένωσης. Παρά τις προσπάθειες των Σοβιετικών να καθυστερήσουν τις διαπραγματεύσεις που είχαν ξεκινήσει ισότιμα ανάμεσα στα δύο γερμανικά κράτη και τους 4 μεγάλους, τελικά υποχώρησαν σε όλα τα ζητήματα. Ο Γκορμπατσόφ δήλωσε, τον Μάιο του 1990 από την Ουάσινγκτον, ότι οι Γερμανοί είχαν το δικαίωμα να αποφασίσουν για τη συμμετοχή τους στο ΝΑΤΟ. Οι Αμερικανοί, από έκπληξη ή από σαδισμό, τον έβαλαν να επαναλάβει τη δήλωσή του. Η Γερμανία θα γινόταν έδαφος του ΝΑΤΟ, χωρίς ξένα νατοϊκά στρατεύματα και πυρηνικά όπλα, ενώ θα αναγνώριζε τα ανατολικά σύνορα στη γραμμή Όντερ-Νάισε. Μέσα από ένα ανατολίτικο παζάρι, οι Σοβιετικοί θα λάμβαναν δάνειο 15 δισεκατομμυρίων μάρκων από τους Γερμανούς, τα 3 άτοκα. Στις 12 Σεπτεμβρίου 1990, στο ξενοδοχείο Oktober στη Μόσχα, οι 4 νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο υπουργός Εξωτερικών της Ο.Δ.Γ. Ντίτριχ Γκένσερ και ο Ανατολικογερμανός πρόεδρος Ντε Μεζιέρ υπέγραψαν τη «Συνθήκη για την Επίσημη Ρύθμιση με Σεβασμό στη Γερμανία». Στις 3 Οκτωβρίου, η ενοποίηση ήταν γεγονός.

Διαχείριση της ενοποίησης–ένα κράτος;

Στο σκηνικό του ’89, η πτώση του κομμουνισμού επέτρεπε να χτιστεί μια ενότητα πάνω στο ανάθεμα του καθεστώτος της Ανατολικής Γερμανίας υπερβαίνοντας, με αυτόν τον τρόπο, λυτρωτικά και διά παντός το κοινό ναζιστικό παρελθόν. Όπως επισημαίνει ο ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ, επικρατούσε η εντύπωση πως το παρελθόν της Λαοκρατικής Δημοκρατίας επισκίαζε αυτό του ναζισμού - η Στάζι την Γκεστάπο. Π.χ., το δικαστικό και διπλωματικό σώμα εκκαθαρίστηκε εντελώς από όσους είχαν κομμουνιστική προϋπηρεσία, ενώ η εκκαθάριση από τους ναζιστικούς κύκλους είχε περιοριστεί στις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις. Η αποκομμουνιστικοποίηση έλαβε πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από την αποναζιστικοποίηση. Μια διαχείριση της μνήμης σάρωσε μνημεία και μετονόμασε δρόμους και πλατείες, εξοβελίζοντας μαζί με το κομμουνιστικό και το αντιφασιστικό παρελθόν. Η επιθυμία των Γερμανών για εξιλέωση από το ναζιστικό παρελθόν βρήκε έδαφος στην εξίσωσή του με το ανατολικογερμανικό καθεστώς.
Αυτή, όμως, η εκστρατεία ενάντια στη «δικτατορία» δεν μπόρεσε να ενοποιήσει σε ένα κοινό εθνικό σώμα τους Ανατολικογερμανούς που είδαν το επίπεδο διαβίωσής τους να παραμένει άνισο και το κράτος τους να εξαφανίζεται, σε μια διαδικασία που χαρακτηρίστηκε μέχρι και αποικισμός.
Η επέτειος των 20 χρόνων από τη γερμανική ενοποίηση έφερε στο φως τη δυσαρέσκεια των Ανατολικογερμανών. Μια δημοσκόπηση στο περιοδικό Stern έδειξε ότι το 67% των Όσσις (Ανατολικών) δεν αισθάνεται μέρος μιας ενωμένης χώρας. Σε άλλες δημοσκοπήσεις, το 25% θεωρούσε ότι η κατάσταση είχε χειροτερέψει τα τελευταία 20 χρόνια, ενώ ένα 13% θα προτιμούσε τη διατήρηση του τείχους. Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα ερμηνεύεται και η δήλωση του πρωθυπουργού του Βραδεμβούργου, σοσιαλδημοκράτη Ματίας Πλάτσεκ ότι η ενοποίηση του 1990 ήταν μια προσάρτηση (Άνσλους), κάνοντας ευθεία αναφορά στην προσάρτηση της Αυστρίας από το Τρίτο Ράιχ το 1938.
Το τίμημα ήταν βαρύ για τους Ανατολικογερμανούς, παρά τη δυσφορία των Δυτικών που θεωρούν ότι πλήρωσαν για την ενοποίηση. Η αναδιάρθρωση της χώρας στα δυτικά καπιταλιστικά πρότυπα δημιούργησε στρατιές ανέργων και διέλυσε το κοινωνικό κράτος, τις υπηρεσίες υγείας και παιδείας που βρίσκονταν σε υψηλό επίπεδο στην Ανατολή. Πολλοί αναγκάστηκαν, μάλιστα, να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους όταν εμφανίστηκαν Δυτικοί με τίτλους ιδιοκτησίας πριν από το 1946. Σημειώθηκε τεράστια αποβιομηχάνιση και ο πληθυσμός της πρώην Λαοκρατικής Δημοκρατίας μειώθηκε κατά 2 εκατομμύρια – οι νεότεροι έφυγαν μαζικά. Η υποταγή της Ανατολικής Γερμανίας υπήρξε και μοχλός γενικότερης συμπίεσης του κόστους της εργασίας στη χώρα που επέτρεψε στο γερμανικό κεφάλαιο να αναπαραχθεί και να κυριαρχήσει στην Ευρώπη - και όχι μόνο.

Το τίμημα του ευρώ, ή μήπως η Θάτσερ είχε δίκιο;

20 χρόνια μετά τη γερμανική ενοποίηση, η Γερμανία αποτελεί την ισχυρότερη ευρωπαϊκή δύναμη, επιβεβαιώνοντας τους φόβους των Ευρωπαίων άσπονδων συμμάχων της. Τόσο η Θάτσερ όσο και ο Μιτεράν προδιέγραφαν ότι μια ενωμένη Γερμανία θα κυριαρχούσε στην Ουγγαρία, την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία. Ο Γάλλος πρόεδρος είχε απαιτήσει την ταχύτερη εισαγωγή του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος για να συναινέσει στη γερμανική ενοποίηση.
Η δε Βρετανία δεν είχε τίποτε να κερδίσει από αυτήν την εξέλιξη, βλέποντας τη διεθνή θέση της να υποχωρεί κι άλλο. Η Γερμανία έδειξε αμέσως τις προθέσεις της ως νέα παγκόσμια δύναμη διαδραματίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, αναγνωρίζοντας μονομερώς την Κροατία και τη Σλοβενία. Ο γερμανικός στρατός βγήκε ξανά έξω από τα σύνορά του σε μια εξέλιξη αδιανόητη σε μια προηγούμενη περίοδο και συμμετείχε στους πολέμους της παγκοσμιοποίησης, στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ.
Οι σύγχρονες οικονομικές εξελίξεις δείχνουν και το βαθμό εξάρτησης των οικονομιών των χωρών της Ευρωζώνης από τη Γερμανία, που τις έχει μετατρέψει, σε ένα βαθμό, σε οικονομικό ζωτικό της χώρο, προωθώντας τις εξαγωγές της και αιχμαλωτίζοντάς τες σε μια καταστροφική δημοσιονομική διαχείριση προς όφελος του ευρώ.
Η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας εσωτερικά, η υποχώρηση του κράτους-πρόνοιας και των κοινωνικών δαπανών, η δραστική μείωση της φορολογίας για τις επιχειρήσεις και τους πλούσιους έκαναν τη Γερμανία πρωταθλήτρια εξαγωγών σε όλον τον κόσμο και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, καταδικάζοντας τους συμμάχους της σε αυξανόμενα ελλείμματα και σε ένα φαύλο κύκλο λιτότητας. Οι κυρίαρχοι κύκλοι της Γερμανίας θυσιάζουν για το «γερμανικό θαύμα» τόσο την εσωτερική συνοχή μιας χώρας με τόσες αντιθέσεις όσο και μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών που βλέπουν σε αυτήν τη διάψευση του ευρωπαϊκού ονείρου. Η γερμανοποίηση της Ευρώπης και το 4ο Ράιχ είναι φράσεις που ακούγονται όλο και συχνότερα, δείχνοντας τη νέα κατάσταση.

Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

«Μια ουτοπία που έχασε τα λογικά της»: Μια μη ιστορία του ΔΣΕ

(δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Δρόμος, τεύχος 32, στις 25/9/2010)

Νίκος Μαραντζίδης, Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, Αθήνα, Αλεξάνδρεια, 2010.

Κυκλοφόρησε την άνοιξη το έργο του Νίκου Μαραντζίδη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, για τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Το βιβλίο ήταν κατά κάποιο τρόπο αναμενόμενο· ο συγγραφέας, μαζί με τον καθηγητή του Γέιλ Στάθη Καλύβα αλλά και άλλους, εκπροσωπεί ένα «νέο ρεύμα» ιστοριογραφίας για τη δεκαετία του ’40 που είχε παρουσιαστεί με ανακοινώσεις σε συνέδρια, παρεμβάσεις στον τύπο και συλλογικούς τόμους άρθρων αλλά όχι με ένα συνθετικό έργο. Δέκα χρόνια κράτησε η αναμονή για ένα αποτέλεσμα με περιεχόμενο αναμενόμενο και αυτό.

Το βιβλίο έχει ένα κύριο χαρακτηριστικό, την αναπαραγωγή, σύνθεση και εκ νέου στοιχειοθέτηση όλων των χαρακτηριστικών που προσέδιναν στον ΔΣΕ οι αντίπαλοί του, σύγχρονοι και μεταγενέστεροι: ότι ήταν ένας στρατός που στηριζόταν σε συντριπτικό βαθμό από την εξωτερική βοήθεια, ένας στρατός κομματικός μιας ηγεσίας επικίνδυνης, ένας στρατός που στη σύνθεσή του βάραιναν αποφασιστικά οι σλαβομακεδόνες μειονοτικοί, οι επιστρατευμένοι ανήλικοι και ανήλικες, αιχμάλωτοι αγράμματοι χωριάτες που το ΚΚΕ κρατούσε ομήρους τα παιδιά τους. Πρόκειται για μια επιθετική παρουσίαση που παρουσιάζει όλα τα παραπάνω ως αποδεδειγμένα πλέον, ενάντια μάλιστα σε μια προηγούμενη στρατευμένη ιστοριογραφία που υποτίθεται ότι κυριαρχούσε στο δημόσιο λόγο.

Μια σκηνοθετημένη ιστορία

Δεν θα επιμείνουμε σε αυτή τη σύντομη παρουσίαση στην ανασκευή των επιχειρημάτων Μαραντζίδη. Το καινούργιο στοιχείο είναι ότι τα επιχειρήματα αυτά ενισχύονται από νέα τεκμηρίωση μέσα από αρχεία ελληνικά και των ανατολικών χωρών. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για προκατασκευασμένα σχήματα που χτίζονται με επιλεκτική χρήση των πηγών. Το κύριο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής είναι η απουσία οποιουδήποτε πλαισίου· ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τον ΔΣΕ χωρίς τον εμφύλιο, χωρίς τον αντίπαλό του Εθνικό Στρατό και το μπλοκ, εγχώριο και διεθνές που τον στηρίζει, χωρίς φυσικά καμία αναφορά σε κοινωνικές και πολιτικές αντιθέσεις που δημιουργούν και συντηρούν έναν εμφύλιο. Υπάρχει μόνο ο ΔΣΕ, το ΚΚΕ, ο Στάλιν, οι λαϊκές δημοκρατίες· τα κίνητρά τους και οι παράλογοι σχεδιασμοί τους. Τα εντελώς απαραίτητα, πότε και γιατί άρχισε ο εμφύλιος θεωρούνται λυμένα: από το 1943 το ΚΚΕ ξεκίνησε για την κατάληψη της εξουσίας και αφού απέτυχε στα Δεκεμβριανά, με τον Ζαχαριάδη και την έξωθεν υποστήριξη ξεκίνησε και πάλι.

Αφαιρουμένου ή αλλοιωμένου του ιστορικού πλαισίου, χωρίς σύγκριση και βάθος, μπορούν φυσικά να αλλάζουν οι διαστάσεις των γεγονότων και να χρησιμοποιείται κατά βούληση οποιαδήποτε πηγή, από την πλέον επίσημη μέχρι την τελευταία μαρτυρία. Ακόμη κι έτσι όμως, είναι να απορεί κανείς με τις αντιφάσεις στην παρουσίαση ενός στρατού που δέχεται σημαντική βοήθεια από τους βόρειους γείτονες του και μερικές σελίδες παρακάτω είναι σε κακά χάλια και οδηγείται στο πλιάτσικο περιουσιών και ανθρώπων. Για όλα όμως αυτά τα ζητήματα και άλλα, έχουν γραφτεί σοβαρές κριτικές στον τύπο (Αυγή, Τα Νέα) από ιστορικούς που έχουν γνώση και άποψη για την περίοδο.

(για το σύνολο ίσως των βιβλιοκριτικών, δείτε εδώ)

Ένα γενικότερο ζήτημα που έχει τη σημασία του είναι η εκδοτική επιτυχία του βιβλίου και η σημαντική θέση και απήχηση που έχουν στην ιστοριογραφία και στη δημόσια συζήτηση ερμηνείες που αν μη τι άλλο χρησιμοποιούν επιλεκτικά την ιστορία για να προωθήσουν ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις. Το ότι το αυτοπροσδιοριζόμενο ως «νέο ρεύμα» έχει σημαντικές προσβάσεις δεν είναι κάτι που πρέπει να εκπλήσσει· τις έχει, κατά τη γνώμη μου, ως ιδεολογικός χώρος και όχι παρουσιάζοντας κάποιο σημαντικό και πρωτότυπο έργο. Και αυτό γιατί επαγγέλλεται έναν «προοδευτικό» (αντιολοκληρωτικό, αντιεθνικιστικό, αντικρατικό) λόγο που είναι όμως ενάντια στην Αριστερά, τότε και τώρα (χαρακτηριστικές οι τοποθετήσεις του «ρεύματος» για τον Δεκέμβρη του 2008). Σε αυτό μπορεί να συγκινήσει και νέους επιστήμονες και ένα χώρο της διανόησης, που μέρος της ανδρώθηκε μεν στην Αριστερά και στα περιοδικά της μια προηγούμενη περίοδο αλλά θέλει να πετάξει για αλλού (βλέπε και το άρθρο του Νικόλα Σεβαστάκη, «Οι νέοι φιλελεύθεροι», Ελευθεροτυπία, 19/06/2010).

Για να ξαναγυρίσουμε στο βιβλίο και στην απήχησή του, δεν θα πρωτοτυπήσουμε αν πούμε, ότι σε συνθήκες άμβλυνσης των ιδεολογικών σταθερών και διάψευσης του «τέλους της ιστορίας» από τη συνεχή επιδείνωση των όρων ζωής των ανθρώπων, το παρελθόν αποτελεί και πάλι την πηγή άντλησης παραδείγματος, προσανατολισμού και κυρίως ταυτότητας. Για το λόγο αυτό, η ιστορία «πουλάει» και, φυσικά, γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης αντιμαχόμενων πολιτικών, που ψάχνουν σε αυτήν την επιβεβαίωσή τους. Η άμβλυνση των κριτηρίων τόσο για τη συγγραφή της ιστορίας όσο και για την παρουσία της στο δημόσιο λόγο, δεν είναι άμοιρη της ιστορικής συγκυρίας. Σε αυτό το επίπεδο, η σοβαρή και όχι εύκολη αντιπαράθεση απέναντι σε εκδοχές, που πατώντας στη συγκυρία, παρουσιάζουν τις προσπάθειες για κοινωνική απελευθέρωση ως υπεύθυνες για μύρια όσα περασμένα, προσπαθώντας βασικά να τις ακυρώσουν στο σήμερα, είναι μια πρόκληση.