Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2013

Η αυτοδιοίκηση στην Ελεύθερη Ελλάδα

αναδημοσίευση από το ένθετο Αναγνώσεις της Αυγής της Κυριακής, 25/10/13

Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του Γιάννη Σκαλιδάκη: Η κυβέρνηση του βουνού. Πόλεμος και εξουσία στην Ελεύθερη Ελλάδα (1943-1944), από τις εκδόσεις Ασίνη




  
Οι τοπικές οργανώσεις του ΕΑΜ ήταν εκ των πραγμάτων αυτές που θα έπρεπε να δώσουν λύση στο ζήτημα της διοίκησης μεγάλων χώρων αυτονομημένων από την κατοχική εξουσία. Η λύση του ζητήματος δεν ήταν καθόλου αυτονόητη. Αντίθετα, την πρώτη περίοδο λειτουργίας του χώρου της Ελεύθερης Ελλάδας, δόθηκαν διαφορετικές απαντήσεις, σε σύγκρουση μεταξύ τους, πάνω στο βαθμό ριζοσπαστικότητας της νέας εξουσίας, σύγκρουση που απασχόλησε αναγκαστικά και την ηγεσία του ΚΚΕ. Οι πρώτες προσπάθειες αυτοδιοίκησης με βάση το ΕΑΜ, καταδικάστηκαν από την ηγεσία του ΚΚΕ ως «αριστερή παρέκκλιση» και ονοματίστηκαν ανάλογα: εαμική «εξουσία» στην Καρδίτσα, εαμικό «κράτος» στον Αλμυρό, «κόκκινη δικτατορία» Καλαμπάκας. Δεν δίστασε δε να υποδείξει ως «πειρασμό» αυτών των πρωτοβουλιών τη διανομή «τσιφλικιών, μοναστηριακών χτημάτων και λειβαδιών των μεγαλοτσελιγκάδων».
Οι χώροι για τους οποίους μιλάμε, δεν ήταν ξένοι προς την ιδέα της αυτοδιοίκησης ούτε οι δεσμοί τους με την κεντρική κρατική διοίκηση της χώρας ήταν ποτέ ιδιαίτερα στενοί. Στην Ευρυτανία, στην απομονωμένη Λάκα του Φουρνά δημιουργήθηκε το φθινόπωρο κιόλας του 1942 ο πρώτος γραπτός κώδικας λαϊκής αυτοδιοίκησης, ο γνωστός «Κώδικας Ποσειδώνα» από την τοπική υπαχτιδική επιτροπή του ΚΚΕ Κτημενίων και Δολόπων ή, πιο επίσημα, «Εντολαί δια την Λαϊκήν Αυτοδιοίκησιν και την Λαϊκήν Δικαιοσύνην». Από τον Αύγουστο δε του 1941 λειτουργούσε στο χωριό Κορίτσα (Κλειτσός) μια «Επιτροπή Επίλυσης Προβλημάτων».
Σύμφωνα με το Γεωργούλα Μπέικο, που κατέγραψε αργότερα με γλαφυρό τρόπο τις εμπειρίες αυτές, η τοπική οργάνωση πίστευε ότι «ταυτόχρονα με τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα πραγματώνεται και η επανάσταση που προγραμμάτιζε η Απόφαση –ιστορική και ιερή για τους τοτινούς κομμουνιστές– της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ τον Γενάρη του 1934». Το «νομοσχέδιο» για την εγκαθίδρυση «λαϊκής εξουσίας» αποτελούνταν από οχτώ άρθρα και μια συνοδευτική εγκύκλιο –εκεί υποδηλωνόταν, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ότι οι «Επιτροπές Λαϊκής Αυτοδιοίκησης» ήταν το αντίστοιχο των Σοβιέτ. Παρά το λογικό ιδεολογικό επικάλυμμα για τους Ευρυτάνες κομμουνιστές, ουσιαστικά απαντούσαν στο πιεστικό ζήτημα της οργάνωσης ενός χώρου εντελώς αυτονομημένου από κάθε κεντρική εξουσία, οργάνωσης που έπρεπε να συμβαδίζει με τις ανάγκες του ένοπλου αγώνα και μιας κλειστής αυτάρκους οικονομίας. Όταν επιπλήχτηκαν από την ανώτερη οργάνωση του ΚΚΕ στην Ευρυτανία, πράγμα που συνέβη και αλλού σε ανάλογες περιπτώσεις, ότι κινούνται εκτός της εθνικοαπελευθερωτικής γραμμής του ΕΑΜ, η απάντηση ήταν ενδεικτική: «Εμείς, θα πεις, δεν τα ξέραμε αυτά; Και τα παραξέραμε; Μα ξέραμε κι επιπλέον την συγκεκριμένη κατάσταση που αντιμετωπίζαμε στο χώρο της ευθύνης μας, χώρο που απελευθερώθηκε και δεν μπορούσε να περιμένει την ολική απελευθέρωση της χώρας για να λυθεί το πρόβλημα εξουσιών – αυτό δεν το είχαμε προβλέψει στην Αθήνα. Και πιστεύαμε: μια κι είμαστε ελεύθεροι, μα κι υποχρεωμένοι να συγκροτήσουμε εξουσίες, τότε γνώμονας πρέπει να είναι το βασικό ντοκουμέντο του κόμματος, η 6η του 1934 –κάνουμε επανάσταση».
Οι διατάξεις των «Εντολών» εγκαθίδρυαν τους θεσμούς της λαϊκής αυτοδιοίκησης και της λαϊκής δικαιοσύνης. Σύμφωνα με αυτούς, εκλέγονταν σε κάθε χωριό πενταμελείς επιτροπές Λαϊκής Αυτοδιοίκησης από Γενική Συνέλευση. Αυτές ήταν όργανα της λαϊκής εξουσίας και επιλαμβάνονταν όλων των προβλημάτων του χωριού, είχαν δε πρόεδρο και τέσσερα άλλα μέλη που προΐσταντο υποεπιτροπών. Συγκροτούνταν υποεπιτροπές για τα διάφορα ζητήματα, επισιτιστική, λαϊκής ασφαλείας, σχολική, εκκλησιαστική. Η δικαιοσύνη γινόταν λαϊκή και απονέμονταν από λαϊκά δικαστήρια. Οριζόταν ως ανώτερο σώμα η Γενική Συνέλευση του χωριού, που θα συνερχόταν τακτικά ανά μήνα. Προβλεπόταν δευτεροβάθμια όργανα, η τομεακή επιτροπή λαϊκής αυτοδιοίκησης και το τομεακό λαϊκό δικαστήριο και ως ανώτερη γενική αρχή κάθε νομού, η Ένωση Κοινοτήτων Νομού.
Ξεκινώντας από την ανάγκη οργάνωσης και διοίκησης του χώρου, οι δημιουργοί των πρώτων αυτών θεσμών εφάρμοζαν και μια συγκεκριμένη, ριζοσπαστική σύλληψη των πραγμάτων. Είδαμε πως είχαν ως οδηγό τις μεσοπολεμικές αναλύσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος και μια αληθινή πίστη ότι αυτό που συντελούνταν μπροστά στα μάτια τους ήταν μια επαναστατική διαδικασία. Οι ίδιοι οι θεσμοί δεν αποτελούσαν μια ουδέτερη μορφή για την αυτοδιοίκηση των ελευθερωμένων περιοχών αλλά εισήγαγαν πολλά ριζοσπαστικά μέτρα, τα οποία, αλλού λιγότερο αλλού περισσότερο, θα επηρέαζαν τις συλλογικές πρακτικές και νοοτροπίες και θα συγκροτούσαν μια πολιτική συνείδηση στραμμένη προς ένα μέλλον λαϊκής δημοκρατίας, της λαοκρατίας. Μερικά από τα μέτρα αυτά ήταν και η ανάδειξη της γενικής συνέλευσης ως κυρίαρχου οργάνου, της δημοκρατικής εκλογής, ελέγχου και ανακλητότητας των αντιπροσώπων, που ήταν άμισθοι, η πολιτική ισοτιμία γυναικών και ανδρών αλλά και η επιδίωξη επίτευξης συμβιβασμού στα λαϊκά δικαστήρια, με διαδικασίες δωρεάν για τους διαδίκους και η επιβολή ποινών με σκοπό τη βελτίωση του υπαίτιου.
Η αυτονόμηση της υπαίθρου από την κατοχική εξουσία και η συγκρότηση του ΕΛΑΣ οδήγησαν στην μετεξέλιξη μιας πανσπερμίας τοπικών εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων σε ένα ενιαίο πλέγμα μέσα από το σχήμα του ΕΑΜ. Ήδη από το φθινόπωρο του 1942 η δράση της ένοπλης Αντίστασης επέφερε και τη συγκρότηση σε ανώτερο επίπεδο των οργανώσεων στις περιοχές του αντάρτικου. Εκείνη την εποχή δημιουργήθηκαν οι επαρχιακές επιτροπές του ΕΑΜ στο Βόιο, τη Σιάτιστα, τα Γρεβενά, την Καστοριά, τα Σέρβια και την Πτολεμαΐδα, στις περιοχές δηλαδή που θα πρωτοστατήσουν στο ξέσπασμα της επόμενης χρονιάς, στην αρχή της οποίας θα δημιουργηθεί και το ανώτερο όργανο, η νομαρχιακή επιτροπή ΕΑΜ Κοζάνης.
Σε αυτήν την πρώτη περίοδο, δεν υπήρχε οργάνωση της αυτοδιοίκησης σε ανώτερο, επαρχιακό ή νομαρχιακό επίπεδο, όπως θα δούμε αργότερα, ούτε βέβαια κεντρική πολιτική διοίκηση, η οποία θα αργήσει ακόμη περισσότερο.
Η Απόφαση 6 του ΚΓΣΑ από την μεριά της ρύθμιζε με γενικό τρόπο και μέσα σε 15 άρθρα, τη λειτουργία της αυτοδιοίκησης, και της δικαιοσύνης ως μέρους της, στις ελεύθερες περιοχές. Τα πρώτα τέσσερα άρθρα αναφέρονταν στην εκλογή οργάνων αυτοδιοίκησης με ελεύθερες εκλογές μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1943. Στα υπόλοιπα με γενικό τρόπο ορίζονταν τα διάφορα όργανα και οι αρμοδιότητές τους και διάφορες μεταβατικές διατάξεις. Η Απόφαση 6 έδειχνε ότι ήταν ένα αποτέλεσμα συμβιβασμού των διαφορετικών οργανώσεων της ένοπλης Αντίστασης και της Βρετανικής Συμμαχικής Αποστολής για να βρεθεί μια ενιαία μορφή (αυτο)διοίκησης των ελεύθερων περιοχών, που να βασίζεται στην εμπειρία των περιοχών του ΕΑΜ αλλά με μια τάση επανασύνδεσης με τα προπολεμικά ειωθότα και που να νομιμοποιηθεί με αυτοδιοικητικές εκλογές σε σύντομο διάστημα. Οι εκλογές «άνευ ουδεμιάς επεμβάσεως των πολιτικών ή στρατιωτικών Εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων και χωρίς ν’ αποδοθεί εις τας εκλογάς οιοσδήποτε κομματικός χαρακτήρ» θα αναβάπτιζαν μια υποτίθεται «ουδέτερη» αυτοδιοίκηση. Το ΕΑΜ δεν φάνηκε να έχει αντίρρηση σε κάτι τέτοιο, είχε φροντίσει ήδη να αποφύγει την εμφανή διοίκηση από τις οργανώσεις του ΕΑΜ και σίγουρα θα υπολόγιζε ότι οι άνθρωποι που θα υποδείκνυαν οι οργανώσεις του θα υπερίσχυαν στις περιοχές του και όχι μόνο. Οι άλλες δε οργανώσεις (ΕΔΕΣ και ΕΚΚΑ) έλπιζαν και αυτές να κεφαλαιοποιήσουν πολιτικά τη στρατιωτική και όχι μόνο επιρροή τους σε ευρύτερες περιοχές.
Οι αυτοδιοικητικές εκλογές, σύμφωνα με την Απόφαση 6, πραγματοποιήθηκαν στα τέλη Αυγούστου και το Σεπτέμβριο του 1943 στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας. Παρά τις διακηρύξεις για ουδετερότητα της αυτοδιοίκησης, σε πολλές περιοχές οι συνδυασμοί, όπως ήταν επόμενο, αντιστοιχούσαν στις διαφορετικές οργανώσεις (ΕΑΜ, ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ). Η κάθε οργάνωση είχε τον πρώτο λόγο στο χώρο περιοχής της έχοντας ήδη οικοδομήσει δεσμούς και σχέσεις· το ΕΑΜ σε Στερεά και Θεσσαλία, ο ΕΔΕΣ στην Ήπειρο και η ΕΚΚΑ σε Δωρίδα-Παρνασσίδα. Σε πολλές περιπτώσεις συγκροτήθηκε άδηλα ένα κοινό μέτωπο ενάντια στο ΕΑΜ από τις άλλες οργανώσεις και τοπικούς παράγοντες με αποτέλεσμα αυτό να χάσει σε χωριά που ήταν στην επικράτεια του ΕΛΑΣ. Το ΕΑΜ κέρδισε στις μεγάλες πόλεις της Ελεύθερης Ελλάδας, Καρπενήσι και Καρδίτσα, ενώ ο ΕΔΕΣ έδειξε την επιρροή του εκτός Ηπείρου, στη δυτική Θεσσαλία επικρατώντας στις κωμοπόλεις Μουζάκι και Μαυρομάτι και σε είκοσι τουλάχιστον χωριά.
Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας και την απόβαση των Συμμάχων στην ιταλική χερσόνησο, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ βρίσκονταν μπροστά στην ανάγκη να πάρουν γρήγορες αποφάσεις.
Ήταν πλέον φανερό ότι οι ανάγκες του ένοπλου αγώνα και η έκταση της Ελεύθερης Ελλάδας είχαν ανάγκη από μια κεντρική διακυβέρνηση – μια πρώτη τέτοιας μορφής εξουσία υπήρξε κατά κάποιο τρόπο το ΚΓΣΑ και στη συνέχεια το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ. Το ΚΓΣΑ δρομολόγησε μια σειρά μέτρα για όλη την επικράτειά του: όρισε τιμές για τα βασικά είδη διατροφής, επέβαλε εισφορά για την ενίσχυση των αντάρτικων δυνάμεων, των πολεμοπαθών και του ορεινού πληθυσμού και παρακράτημα στη διακίνηση εμπορευμάτων και κυρίως τροφίμων. Συγκρότησε κοινά φρουραρχεία σε περιοχές οπού δρούσαν πάνω από μια οργανώσεις και επόπτευσε τις διαδικασίες σχετικά με τις εκλογές των επιτροπών και υποεπιτροπών. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ολιγόμηνη λειτουργία του Κοινού Γενικού Στρατηγείου Ανταρτών υπήρξε χρήσιμη σε τεχνικό και όχι μόνο επίπεδο για τα νέα καθήκοντα του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ.