Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

Το άγνωστο ’40 - η καταστολή του "εσωτερικού εχθρού"

(δημοσιεύτηκε στις 25 Οκτωβρίου στον Ιό της Ελευθεροτυπίας)

Με το χαμόγελο στα χείλη πηγαίναν οι φαντάροι μας μπροστά. Όσοι θεωρήθηκε πως δεν χωρούσαν σ' αυτό το σχήμα, είχαν άλλωστε περάσει στην αρμοδιότητα των υπηρεσιών του Μανιαδάκη.

Κάθε πόλεμος, ακόμη κι ο πιο δίκαιος και αμυντικός, έχει μια εμφύλια διάσταση. Οχι με την αφηρημένη φιλοσοφική προσέγγιση ότι όλοι οι άνθρωποι είναι, σε τελική ανάλυση, αδέρφια. Αλλά επειδή στις ανθρώπινες κοινωνίες υπάρχουν πάντοτε κάποιες μερίδες του πληθυσμού που οι καθοδηγητές της πολεμικής προσπάθειας ταυτίζουν με τον εχθρό ή θεωρούν εμπόδιο στον αγώνα του έθνους.

Η μεταχείριση αυτού του (υπαρκτού ή δυνάμει) «εσωτερικού εχθρού» ποικίλλει από σύρραξη σε σύρραξη, ανάλογα με την ένταση του κινδύνου αλλά και ανάλογα με τα ιδιαίτερα πολιτικά χαρακτηριστικά του καθεστώτος κάθε εμπόλεμης χώρας.

Στις δημοκρατικές π.χ. και συνάμα ρατσιστικές ΗΠΑ του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, 80.000 αμερικανοί πολίτες ιαπωνικής καταγωγής και 40.000 ιάπωνες μετανάστες πρώτης γενιάς κλείστηκαν το 1942 «προληπτικά» σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ οι (λευκοί) αμερικανοί πολίτες γερμανικής καταγωγής είχαν σαφώς καλύτερη τύχη: ως φαντάροι, στάλθηκαν απλώς να πολεμήσουν τους Γιαπωνέζους στον Ειρηνικό κι όχι τους «ομόφυλούς» τους στην Ευρώπη. Στην εξίσου δημοκρατική Γαλλία, πάλι, κάπου 600.000 γερμανόφωνοι πολίτες απομακρύνθηκαν αναγκαστικά το 1939-40 από τις παραμεθόριες περιοχές της Αλσατίας και της Λωραίνης για λόγους «εθνικής ασφαλείας».

Ο ελληνοϊταλικός κι ελληνογερμανικός πόλεμος του 1940-41 δεν θα μπορούσε ν’ αποτελέσει εξαίρεση σ’ αυτόν τον κανόνα. Από τη στιγμή μάλιστα που η διεξαγωγή του καθοδηγούνταν από τή φασίζουσα δικτατορία της 4ης Αυγούστου, η προληπτική καταστολή του «εσωτερικού εχθρού» δεν μπορούσε παρά να πάρει ολοκληρωτικές διαστάσεις.

Η εσωτερική αυτή διάσταση του «έπους του σαράντα» έχει ωστόσο διαγραφεί εντελώς από τη συλλογική μνήμη. Αποτελεί θέμα ταμπού, όχι μόνο για τους παραδοσιακούς οπαδούς μιας «εθνικά καθαρής» Ιστορίας, αλλά και για το «μετα-αναθεωρητικό» ρεύμα που υπερπροβάλλει τις εμφύλιες συγκρούσεις της κατοχικής περιόδου, με στόχο την απονομιμοποίηση της εαμικής Αντίστασης – όχι όμως και της «συντεταγμένης», εθνικόφρονος Πολιτείας.


Η επίσημη εκδοχή

Ας επιστρέψουμε, όμως, στην καταστολή του «εσωτερικού εχθρού» το 1940-41. Μια πρώτη, γενική εικόνα μας δίνουν οι επίσημες Ιστορίες των σωμάτων ασφαλείας της εποχής.

«Από της πρώτης στιγμής της κηρύξεως του πολέμου», διαβάζουμε στο λεύκωμα που εξέδωσε το 1961 για τα σαραντάχρονά της η Αστυνομία Πόλεων, «η Αστυνομία Αθηνών επεφορτίσθη, ως ήτο επόμενον, με σοβαρά εθνικά και κοινωνικά καθήκοντα. Συνέλαβε τους υπηκόους των χωρών του Αξονος, ως και τα εθνικώς ύποπτα άτομα, τα οποία, αφ’ ενός μεν υπήρχε πιθανότης να κινηθούν κατασκοπευτικώς, αφ’ ετέρου δε να δημιουργήσουν πνεύμα ηττοπαθείας εις τον πληθυσμόν της πρωτευούσης. Το έργον τούτο, λίαν λεπτόν και δυσχερές, εξετελέσθη ταχύτατα, βάσει επιμελώς κατηρτισμένου σχεδίου» (σ.65).

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται κι ο επίσημος ιστοριογράφος της Χωροφυλακής (επί χούντας), πανεπιστημιακός καθηγητής Απόστολος Δασκαλάκης:

«Επρεπε να συλληφθούν ή να τεθούν υπό αυστηράν επιτήρησιν οι δρώντες εις τα παρασκήνια και παρακολουθούμενοι έως τότε κομμουνισταί, ως και πάντα τα εν γένει ύποπτα και επικίνδυνα δι’ ανατρεπτικήν ή υπονομευτικήν του εθνικού φρονήματος δράσιν άτομα. Το έργον τούτο η Χωροφυλακή επετέλεσε καθ’ άπασαν την χώραν μετ’ εκπληκτικής ταχύτητος, κατά το μέγιστον δε μέρος αυτήν την 28ην Οκτωβρίου. Ούτως, από της πρώτης ημέρας του πολέμου εδραιώθη η εσωτερική ασφάλεια, εξέλιπε πας κίνδυνος εις το εσωτερικόν και ο Ελληνικός Λαός με ακμαίον ηθικόν διεδήλωνεν αυθορμήτως τον ενθουσιασμόν του» («Ιστορία Ελληνικής Χωροφυλακής 1936-1950», Αθήναι 1973, τ.Α΄, σ.86-7).

Κάπως διαφωτιστικότερη για τα χαρακτηριστικά του «εσωτερικού εχθρού» είναι η υπηρεσιακή διαταγή, βάσει της οποίας εξαπολύθηκε το ανθρωποκυνηγητό – οι απόρρητες «Κανονιστικαί Οδηγίαι επιστρατεύσεως των Σωμάτων Ασφαλείας» που είχε εκδόσει το 1939 ο υφυπουργός Ασφαλείας Κωνσταντίνος Μανιαδάκης και παραθέτει η επίσημη Ιστορία της Χωροφυλακής.

«Τα Σώματα Ασφαλείας», διαβάζουμε εκεί, «εν περιπτώσει επιστρατεύσεως:

* Φροντίζουσι δια την κατάπνιξιν και εξαφάνισιν πάσης αντιδραστικής ιδέας φιλειρηνικής και κατά του πολέμου και της υπάρξεως προπαγάνδας, υφ’ οιονδήποτε πρόσχημα εν τη ημετέρα χώρα (Ορα οδηγίας υπ’ αριθ. 7).

* Επιμελούνται της διώξεως του κομμουνισμού και της πολιτικής αντιδράσεως (Ορα οδηγίας υπ’ αριθ.11).

* Επιμελούνται της εφαρμογής των ισχυουσών διατάξεων κατά των ασκούντων προπαγάνδας (Ορα οδηγίας υπ’ αριθ.12).

* Επιφορτίζονται με την υποχρέωσιν της αυστηράς παρακολουθήσεως των εν τη ημετέρα χώρα εγκατεστημένων αλλοδαπών και μειονοτήτων (Ορα οδηγίας υπ’ αριθ.13)» (όπ.π., σ.79-80).

Δυστυχώς, ο Δασκαλάκης δεν δημοσιεύει το κείμενο των επιμέρους «οδηγιών». Για την πληρέστερη επισκόπηση του ζητήματος, θα πρέπει έτσι να καταφύγουμε σε άλλες πηγές.


Οι «κόκκινοι»

Με δεδομένο τον υστερικό αντικομμουνισμό της 4ης Αυγούστου, αλλά και την έντονα αντιμιλιταριστική κι αντιεθνικιστική δραστηριότητα των κομμουνιστών στο μεγαλύτερο μέρος του Μεσοπολέμου, η προληπτική εξουδετέρωση των οπαδών της Αριστεράς ήταν μάλλον αναμενόμενη. Καθώς μάλιστα τα ενεργά μέλη του ΚΚΕ την 28η Οκτωβρίου βρίσκονταν είτε σε φυλακές κι εξορίες είτε σε βαθιά παρανομία, η εκκαθάριση επικεντρώθηκε σε όσους είχαν παλιότερα «μολυνθεί» από τον «ιό» του «μπολσεβικισμού» ή είχαν συμμετάσχει ενεργά στο εργατικό κίνημα. Η δημόσια τοποθέτηση του φυλακισμένου Ζαχαριάδη υπέρ του πολέμου κι η ενθουσιώδης συστράτευση πολλών αριστερών κατά του εισβολέα ελάχιστα επηρέασαν αυτό το κλίμα.

«Ηταν όλος ο κρατικός μηχανισμός, ο Στρατός και η Χωροφυλακή, εμποτισμένοι με κακόβουλες συκοφαντικές αντιλήψεις από την προπαγάνδα της άκρας δεξιάς», θυμάται χαρακτηριστικά ένας συνδικαλιστής καπνεργάτης. «Εβλεπαν τους καπνεργάτες και κάθε προοδευτικό με αποστροφή και δε θα ήταν υπερβολικό αν έλεγα με μίσος. Και αυτό έγινε ακόμη πιο φανερό εκείνες τις ώρες. Πολλοί από τους πατριώτες που έτρεχαν με ενθουσιασμό να καταταγούν στις στρατιωτικές τους μονάδες, βρέθηκαν σημαδεμένοι στα μητρώα του λόχου τους και το σημάδεμα αυτό σήμαινε την υποβάθμιση του πατριωτισμού τους.

Στρατολογικά υπάγομαι στο νομό Εβρου. Οταν ύστερα από αφάνταστες ταλαιπωρίες κατόρθωσα να φτάσω στο λόχο μου, το όνομά μου ήταν υπογραμμισμένο με κόκκινη μελάνη. Αποτέλεσμα: δε με όπλισαν, αλλά με έριξαν στο Λόχο Σκαπανέων, όπου βρήκα πολλούς άλλους πατριώτες. Υπηρετήσαμε για πολύ καιρό με τους ανεπιθύμητους Τούρκους, Πομάκους και βουλγαρόφωνους. Υστερα από την επιφυλακτική αναγνώριση για το ειλικρινές ή όχι περιεχόμενο που είχε το γράμμα του Ζαχαριάδη, άλλους όπλισαν και άλλους έβαλαν να δουλεύουν σε οχυρωματικά και δημόσια έργα» (Γιώργος Πέγιος, «Από την ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος της Καβάλας», Αθήνα 1984, σ.124).

Σε «πειθαρχικό λόχο» μουλαράδων κατέληξε κι ένας άλλος προπολεμικός κομμουνιστής, από τα Χανιά τούτη τη φορά. Στο στρατολογικό γραφείο, ενημερώθηκε απ’ το γραφέα ότι «στο απολυτήριο είχαν κάμει χαρακτηριστικό σημάδι πως είμαι κομμουνιστής και μου είπε να είμαι προσεκτικός». Πριν η μονάδα του μπει στο αλβανικό έδαφος, όλοι οι «χαρακτηρισμένοι» στρατιώτες προειδοποιήθηκαν από τους αξιωματικούς πως θα εκτελεστούν με συνοπτικές διαδικασίες «αν χύσουν το δηλητήριό τους στις τάξεις του στρατού». Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου οι διακρίσεις σε βάρος τους ήταν φανερές, με κυριότερη την εξαίρεσή τους απ’ τη διανομή της (πολύτιμης) «φανέλας του στρατιώτη» (Χρήστος Ρουμελιωτάκης, «Γράμμα στο γιο μου από τον πόλεμο της Αλβανίας», Αθήνα 1981, σ.12, 36-8 & 48-9).

Για το μηχανισμό του φακελώματος, μια ιδέα μας δίνει σε παλιότερη συνέντευξή του ο εκλιπών Παύλος Κούφης, δάσκαλος κι έφεδρος αξιωματικός από τα Αλωνα της Φλώρινας: «Προτού να κηρυχθεί η επιστράτευση, το 1940, με κάλεσαν στο Στρατολογικό Γραφείο. Σκαλίζαμε τα μητρώα κλπ. Υπήρχαν εκεί ονόματα σημαδεμένα, με πράσινο ή κόκκινο. Το πράσινο σήμαινε ότι είναι Βούλγαρος, το κόκκινο ότι είναι κομμουνιστής».


Οι «ηττοπαθείς»

Μια δεύτερη κατηγορία διωχθέντων πολιτών ήταν όσοι θεωρήθηκαν από τις υπηρεσίες ασφαλείας του Μανιαδάκη ότι συνέβαλλαν στην καλλιέργεια αισθημάτων «ηττοπάθειας» στον πληθυσμό.

Από τα αρχεία της Γενικής Διοικήσεως Δυτικής Μακεδονίας πληροφορούμαστε π.χ. ότι στις 24.12.1940 προφυλακίστηκε ο 20χρόνος Δ.Φ., κάτοικος Νυμφαίου Φλωρίνης και «τελειόφοιτος της εν Θεσ/νίκη Ρουμανικής Εμπορικής Σχολής», «ίνα δικασθή» από το Στρατοδικείο Κοζάνης «ως υπαίτιος του ότι κατά τας αρχάς Δεκεμβρίου 1940, ανεκοίνωσεν εις τον Δ.Μ. και εις ιδιώτας προφορικάς ειδήσεις δυναμένας να εμβάλωσιν εις ανησυχίαν τους πολίτας ήτοι ότι ‘οι δικοί μας οπισθοχωρούν, νικήθηκαν από τους Ιταλούς και οι Ιταλοί βάλανε δύναμη μεγάλη κτλ’». Η σύλληψη και παραπομπή του έγινε με πρωτοβουλία της τοπικής Χωροφυλακής. Στις 13.1.41, άλλο έγγραφο του ίδιου αρχείου πιστοποιεί ότι στις φυλακές Κοζάνης κρατείται κι ένας στρατιώτης, «δυνάμει καταδικαστικής αποφάσεως επί διαδόσει ανησυχητικών ειδήσεων».

Η «προστασία» αυτή της ηρεμίας του κοινού πήρε κάποιες φορές κωμικές διαστάσεις. Σαράντα μέρες μετά την επιστροφή του από την εξορία, ο άκρως εθνικόφρων απόστρατος βενιζελικός στρατηγός Στυλιανός Γονατάς μεταφέρθηκε τα ξημερώματα της 20.2.1941 από όργανα της Ειδικής Ασφάλειας στο Ελληνικό, όπου και παρέμεινε «εν απομονώσει και υπό φρούρησιν». Οπως διαβάζουμε στη σχετική απόφαση της Επιτροπής Δημοσίας Ασφαλείας που συνεδρίασε το μεσημέρι της ίδιας μέρας, η ήπια αυτή «εκτόπιση» του γηραιού πολιτικού έγινε «διότι η παρουσία του εις Αθήνας και αι συναντήσεις αυτού μετά διαφόρων προσώπων, δημιουργούσι φήμας και συζητήσεις μη εποικοδομητικάς της απολύτου γαλήνης, της οποίας έχει ανάγκην η Χώρα, ίνα αντιμετωπίση τας εκτάκτους και κρισίμους περιστάσεις, τας οποίας διέρχεται». Την απόφαση υπέγραφαν ο νομάρχης Αττικοβοιωτίας Πεζόπουλος, ο εισαγγελέας Ηλίας Μικρουλέας κι ο αντισυνταγματάρχης Χωροφυλακής Ιωάννης Μπαϊλάκης (Στ. Γονατάς, «Απομνημονεύματα», Αθήναι 1958).


Η «Πέμπτη Φάλαγγα»

Η εξουδετέρωση των πρακτόρων του αντιπάλου, πραγματικών ή εικαζόμενων, αποτελεί πάγιο συστατικό στοιχείο κάθε πολέμου. Για την έκταση που πήρε η εφαρμογή του μέτρου στην Ελλάδα το 1940-41, αποκαλυπτικός είναι ο επίσημος ιστοριογράφος της Αστυνομίας Πόλεων (και στέλεχος του διαβόητου «Μηχανοκινήτου» επί Κατοχής), Νικόλαος Αρχιμανδρίτης:

«Την 28.10.1940 συνελήφθησαν εντός 2 ωρών άπαντα τα εν τη περιοχή της Πρωτευούσης μέλη των ιταλικών δικτύων κατασκοπείας και προπαγάνδας ως και έτεροι χίλιοι Ιταλοί ύποπτοι, μέχρι δε της 13 ώρας της 6ης Απριλίου [1941] άπαντα τα μέλη των υφισταμένων εννέα Γερμανικών δικτύων κατασκοπείας και προπαγάνδας και άπαντες οι Γερμανοί ύποπτοι, 3.500 εν συνόλω» («Η Αστυνομία Πόλεων από της ιδρύσεώς της μέχρι σήμερον», Αστυνομικά Χρονικά, 1.11.1954, σ.1680).

Ο ίδιος μας πληροφορεί επίσης ότι «ελήφθησαν δηλώσεις αποκηρύξεως της Ιταλικής Ιθαγενείας εκ μέρους χιλιάδων Ιταλών». Προφανώς, αξιοποιήθηκε η πλούσια πείρα της ειρηνικής περιόδου στον ίδιο τομέα.

Η μεταχείριση των ιταλών υπηκόων φαίνεται πως υπήρξε, πάντως, αισθητά ηπιότερη: «Οι ιταλικές οικογένειες οδηγήθηκαν υπό περιορισμό στον περιτοιχισμένο χώρο της ιταλικής πρεσβείας» σημειώνει στις 28 Οκτωβρίου στο δημοσιευμένο ημερολόγιο του ο αμερικανός Λαίρντ Αρτσερ, διευθυντής τότε του «Ιδρύματος Εγγύς Ανατολής». Πέντε μέρες αργότερα, ο ίδιος πληροφορείται πως «το προσωπικό της ιταλικής πρεσβείας μαζί με άλλους 240 Ιταλούς φεύγουν σήμερα από την Ελλάδα». Καταγράφει, μάλιστα, και μια περίεργη εκδήλωση αβροφροσύνης του καθεστώτος Μεταξά προς τον Άξονα: «Αρχικά επρόκειτο να φύγουν 300, αλλά οι Γερμανοί ζήτησαν 60 θέσεις για δικούς τους». Μεταξύ των συλληφθέντων, από την άλλη, συγκαταλεγόταν τουλάχιστον «μια οικογένεια Εβραίων, που είχαν διαφύγει από την Ιταλία για να αποφύγουν τις διώξεις εναντίον της φυλής τους» («Βαλκανικό Ημερολόγιο 1936-1941», Εστία, Αθήνα 1993, σ.174 & 184).

Ακάλυπτοι από το διεθνές δίκαιο και τις διπλωματικές αλληλοεξυπηρετήσεις, οι έλληνες πολίτες που στοχοποιήθηκαν από τις υπηρεσίες του Μανιαδάκη υπήρξαν φυσικά λιγότερο τυχεροί, όπως διαπιστώνουμε από το (επίσης δημοσιευμένο) ημερολόγιο του Χριστόφορου Χρηστίδη: «1 Μαΐου 1941. Ηλθε να με δει ο Φώκος Δημητριάδης. Συνάντησε κάποιον, που χωρίς κανένα λόγο ήταν σε ελληνικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Αν όσα του διηγήθηκε είναι αλήθεια, οι κρατούμενοι πέρασαν πάρα πολύ άσκημα από τους χωροφύλακες, που επιπλέον τους εκμεταλλεύτηκαν αγρίως. Φοβούμαι πως, παρά τις υπερβολές, θα έχουν γίνει θλιβερά έκτροπα» («Χρόνια Κατοχής», Αθήνα 1971, σ.7).


Οι μειονότητες

Κάπως γνωστότερη έχει γίνει, τα τελευταία χρόνια, η «προληπτική» καταστολή των γλωσσικών και εθνικών πληθυσμιακών ομάδων που θεωρήθηκαν ύποπτες για συμπάθεια προς τον εισβολέα. Με εξαίρεση την ξεχασμένη σήμερα -αλλά σχετικά πολυπληθή τότε- ιταλική μειονότητα της Κέρκυρας και της Πάτρας (βλ. διπλανή στήλη).

Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας αριθμούσαν το 1940 κάπου 20.000 άτομα. Αμέσως μετά την κήρυξη του πολέμου, οι αρχές συνέλαβαν κι εξόρισαν δεκάδες προκρίτους, ανάμεσά τους και μετριοπαθείς προσωπικότητες φιλικές προς την ελληνική διοίκηση. Μετά την ανακατάληψη της περιοχής απ’ τον ελληνικό στρατό στα μέσα Νοεμβρίου, και ως απάντηση στη συνεργασία μελών της μειονότητας με τον ιταλικό στρατό, οι εκτοπίσεις γενικεύτηκαν κι εκατοντάδες οικογενειάρχες στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

«Μόλις έφυγαν οι άντρες για εξορία», θυμάται ένας θεσπρωτός συγγραφέας, «τα έκτροπα σε βάρος των Μουσουλμάνων συνεχίστηκαν με διάφορες μορφές. Με το πρόσχημα της δήθεν ανάκρισης ή της δήθεν παρουσίας για προσωπική υπόθεση, καλούσαν στα γραφεία τους τις όμορφες χανούμισες και τις βίαζαν. Ορισμένοι χριστιανοί κάτοικοι οργίασαν. Οι λεηλασίες σπιτιών, οι αρπαγές ζώων φανερές. Οι βιασμοί κοριτσιών και γυναικών πολλοί και επώνυμοι. Η βίαιη έκδοση Μουσουλμανίδων, από ορισμένα χωριά, σε δημόσιους λειτουργούς, μεγάλη» (Γ. Σάρρας, «Μνήμες της τραγικής περιόδου», Αθήνα 2001, σ.52-3). Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής, στα χρόνια της Κατοχής, είναι γνωστές.

Παρόμοια μεταχείριση -με ανάλογα αποτελέσματα- επιφυλάχθηκε και στους σλαβόφωνους κατοίκους της ελληνικής Μακεδονίας, που το 1940 υπολογίζονταν μεταξύ 160 και 200.000.

«Η κήρυξις του ελληνοϊταλικού πολέμου και η διεξαγωγή αυτού», γράφει στην ημιεπίσημη ιστορία της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών ο κατοχικός Διευθυντής Νομαρχιών Μακεδονίας Αθανάσιος Χρυσοχόου, «έδωσαν αφορμήν εις την ελληνικήν κυβέρνησιν να επιληφθή της αντιμετωπίσεως του εσωτερικού τούτου προβλήματος, ως πρόχειρος δε λύσις εξευρέθη ο εις το εσωτερικόν της Ελλάδος εκτοπισμός των υπόπτων. Εγένετο προσφυγή εις τους καταλόγους της χωροφυλακής και ελήφθησαν αψυχολόγητα και εν πολλοίς άδικα μέτρα, παρασύραντα εις εκτοπισμούς ακραιφνείς Ελληνας, πατέρας ή αδελφούς διακρινομένων δια την εν τω μετώπων πολεμικήν των δράσιν στρατιωτών ή άλλους φιλησύχους» («Η Κατοχή εν Μακεδονία», τ.Β1, Θεσ/νίκη 1950, σ.15).

Ο ίδιος αναφέρει ότι, «εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, οι θεωρηθέντες ύποπτοι και εκτοπισθέντες ελήφθησαν εξ όλων των χωρίων, εις ά ωμιλείτο το σλαυόφωνον ιδίωμα» και θεωρεί πως το μέτρο τελικά εξυπηρέτησε τη βουλγαρική προπαγάνδα, αποξενώνοντας τους κατοίκους απ’ το ελληνικό κράτος. Την ίδια άποψη συμμερίζονται όλοι οι παρατηρητές της εποχής, εαμίτες κι εθνικόφρονες.

«Ενώ δεκαεπτά όλαι ηλικίαι ευρίσκοντο από την πρώτη στιγμή και εις την πρώτην γραμμήν υπό τα όπλα», γράφει π.χ. τον Ιανουάριο του 1944 στον εξόριστο πρωθυπουργό Τσουδερό ο Δημήτριος Λαμπράκης, «την ημέραν της ενάρξεως του πολέμου συνελήφθησαν και εξετοπίσθησαν τυχαίως και μοιραίως αρκεταί εκατοντάδες πατέρες και αδελφοί των στρατιωτών. Παρά πάσαν ενέργειαν εκρατήθησαν πεισμόνως μέχρι τέλους, μολονότι τα παιδιά των επολεμούσαν λαμπρότατα εις τα Αλβανικά βουνά και πολλοί ετραυματίζοντο, εφονεύοντο, ηνδραγάθουν». Ο δε Γεώργιος Μόδης, αφού περιγράφει εκτενώς στα απομνημονεύματά του την αδυναμία του να εμποδίσει τις εκτοπίσεις (σ.391-3), καταλήγει στην πικρή διαπίστωση πως «αποδειχθήκαμε άλλη μια φορά πόσον ανίκανοι είμαστε να διοικήσουμε λαούς».


Φάκελοι πολλαπλής χρήσης

Η αυξημένη «επαγρύπνηση» του μεταξικού καθεστώτος κατά του «εσωτερικού εχθρού» είχε κάποιες απρόβλεπτες συνέπειες. Μια απ’ αυτές ήταν η αντιστροφή της χρήσης των υπηρεσιακών φακέλων, που στις χαώδεις στιγμές της κατάρρευσης του μετώπου έπεσαν σε λάθος χέρια.

«Πλείστοι αστυνομικοί διέπραξαν εγκληματική επιπολαιότητα να εγκαταλείψουν άνευ ουδενός λόγου έκθετα τα εμπιστευτικά αρχεία των (Φλώρινα, Αμύνταιον)», διαβάζουμε χαρακτηριστικά σε επιστολή του Δημητρίου Λαμπράκη προς την εξόριστη κυβέρνηση (1944). «Οι Βούλγαροι έσπευσαν άμα τη εισόδω των Γερμανών να τα λάβουν υπό την κατοχήν των και να επιδεικνύουν εις τους διστακτικούς και αμφιρρέποντας ταύτα, εις τα οποία ανεγράφοντο και ούτοι ως ύποπτοι» (ΓΑΚ/Αρχείο Εμμ. Τσουδερού, φ.Ε16).

Το γεγονός επιβεβαιώνεται από «σημείωμα» της Υπηρεσίας Αλλοδαπών (22.7.1941) που φυλάσσεται στο ΕΛΙΑ: «Η Νομαρχία Φλωρίνης αναφέρει ότι περιήλθον εις τας Βουλγαρικάς αρχάς και δια τούτων εις τας Γερμανικάς όλοι οι φάκελλοι και οι ονομαστικοί κατάλογοι των υπόπτων και ως Βουλγάρων χαρακτηριζομένων, ούτω βάσει των στοιχείων τούτων θα ζητηθή η λειτουργία Βουλγαρικών Σχολείων και Εκκλησιών».

«Η βουλγαρική προπαγάνδα τον καιρό της κατοχής είχε τις εγκληματικές συλλήψεις [του 1940-41] τρομερόν όπλο εναντίον μας», συνοψίζει την όλη εμπειρία ο φλωρινιώτης Γεώργιος Μόδης. «Η Χωροφυλακή της έδωσε και ένα άλλο. Διοικήσεις και Υποδιοικήσεις στην φυγή τους μπροστά απ’ την γερμανική προέλασι, άφησαν έκθετα και τα εμπιστευτικά τους αρχεία. Δε θέλησαν να εξοδεύσουν και ένα σπίρτο και να τους βάλουν φωτιά. Και οι πράκτορες του Κομιτάτου τα πήραν και έδειχναν σ’ ένα διστακτικόν ή και σταθερόν ιδικό μας την σελίδα όπου χαρακτηριζόταν ‘ύποπτος’, ‘επικίνδυνος’, ‘φανατικός Βούλγαρος’ κτλ» («Αναμνήσεις», Θεσ/νίκη 2004, σ.393).

Οι ατομικοί φάκελοι των «ύποπτων» Μακεδόνων δεν ήταν όμως το μοναδικό προϊόν των υπηρεσιών ασφαλείας που αξιοποίησε η βουλγαρική προπαγάνδα. Ερευνώντας τα αποχαρακτηρισμένα αρχεία του βουλγαρικού ΥΠΕΞ, ανακαλύψαμε ένα φάκελο που σχηματίστηκε το 1940 -κι εμπλουτίστηκε τα αμέσως επόμενα χρόνια- με «ντοκουμέντα για τα εθνικά προβλήματα της Βουλγαρίας σε σχέση με τις εργασίες της προσεχούς ειρηνευτικής διάσκεψης, μετά το τέλος του πολέμου» (TsDA, f.176k, op.21, a.e.2613). Το σημαντικότερο από τα έγγραφα που περιέχονται εκεί, και προορίζονταν να στηρίξουν τις βουλγαρικές αξιώσεις πάνω στην ελληνική Μακεδονία, είναι μια 17σέλιδη «στατιστική εθνολογική κατάστασις του [τότε] νομού Φλωρίνης κατ’ επαρχίας».

Καταρτισμένη το 1932 από το (ελληνικό) Β΄ Σώμα Στρατού, καταγράφει τόσο τον αριθμό των σλαβόφωνων κατοίκων ανά χωριό, όσο και την υπηρεσιακή ταξινόμηση των «εθνικών φρονημάτων» τους. Σε σύνολο 77.795 κατοίκων της επαρχίας Φλωρίνης, καταμετρούνται έτσι 60.288 «βουλγαρόφωνοι»: 11.554 «ελληνικής συνειδήσεως», 14.033 «βουλγαρόφρονες» και 34.701 «αμφίβολοι». Στην επαρχία Καστορίας, πάλι, από τους 57.867 κατοίκους «βουλγαρόφωνοι» είναι οι 28.513: 10.418 «ελληνοσυνείδητοι», 4.986 «βουλγαροσυνείδητοι» και 13.109 «αμφίβολοι».

Πώς να μην τρίβαν τα χέρια τους οι απροσδόκητοι παραλήπτες αυτού του «εθνοπρεπούς» συλλογικού φακελώματος;



Η ξεχασμένη μειονότητα

Μια από τις πληθυσμιακές ομάδες που στις 28 Οκτωβρίου 1940 βρέθηκαν στο στόχαστρο των υπηρεσιών ασφαλείας ήταν, αναπόφευκτα, και οι ιταλικές παροικίες της Κέρκυρας και της Πάτρας.

Συγκροτημένες κατά κύριο λίγο από απογόνους πολιτικών προσφύγων των επαναστάσεων του 1848, οι κοινότητες αυτές αριθμούσαν τουλάχιστον 1.500 άτομα στην Κέρκυρα και 2-3.000 στην Πάτρα. Πολιτικά δεν διαφοροποιούνταν ιδιαίτερα από τον ελληνόφωνο περίγυρό τους, παρά την ύπαρξη οργανωμένων πυρήνων του ιταλικού φασιστικού κόμματος. Οι Ιταλοπατρινοί άλλωστε είχαν παίξει παλιότερα καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη του τοπικού σοσιαλιστικού και αναρχικού κινήματος.

Με το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου, το σύνολο αυτής της μειονότητας αντιμετωπίστηκε από τις αρχές ως de facto πέμπτη φάλαγγα. «Από της πρώτης ημέρας των εχθροπραξιών, η Αστυνομία της Κερκύρας προέβη εις την σύλληψιν και συγκέντρωσιν εντός του παλαιού φρουρίου απάντων των Ιταλικής καταγωγής Κερκυραίων και άλλων υπόπτων ή επικινδύνων δια την εθνικήν ασφάλειαν ατόμων. Το έργον τούτο ήχθη εις πέρας εντός ελαχίστου χρόνου», μας πληροφορεί χαρακτηριστικά το λεύκωμα της Αστυνομίας Πόλεων (σ.19).

Παρόμοιο ανθρωποκυνηγητό εξαπολύθηκε και στην Πάτρα: «Στις 5 το πρωί αστυνομικές δυνάμεις κυκλώσανε τη συνοικία του Αγίου Διονυσίου, όπου κατοικούσαν πολλοί ιταλοπατρινοί, για να τους συλλάβουνε. Πιάσανε όμως τους πιο ακίνδυνους, γιατί οι οργανωμένοι φασίστες ειδοποιημένοι από το τοπικό φάτσιο δεν κοιμηθήκανε εκείνο το βράδι στα σπίτια τους». Οι συλληφθέντες «κλειστήκανε στις φυλακές του Μαργαρίτη και στη Μέση Σχολή» (Βασίλης Λάζαρης, «Πολιτική ιστορία της Πάτρας», τ.Β΄, Αθήνα 1986, σ.403).

Η καταδίωξη συνεχίστηκε όλο το Νοέμβριο. Με έγγραφό της προς τις κατά τόπους αστυνομικές αρχές, η Στρατιωτική Διοίκηση Πατρών διαβίβασε π.χ. στις 19.11.40 καταστάσεις «ιταλών το γένος προσώπων, κατοικούντων και διαμενόντων εν Πάτραις και εν τοις περιχώροις», τα οποία σύμφωνα με πληροφορίες «δρώσιν αντεθνικώς, προπαγανδίζουν ιδέας και διασπείρουν φήμας προς τον σκοπόν να αποθαρρύνουν τον πληθυσμόν», ζητώντας την άμεση σύλληψή τους (όπ.π., τ.Γ΄, Αθήνα 1989, σ.43).

Αναλυτικές πληροφορίες παρέχει το πρόσφατα δημοσιευμένο «Ημερολόγιο» της τοπικής Χωροφυλακής (Ξενοφών Παπαευθυμίου, «Εδέχθημεν αεροπορικήν επιδρομήν, Πάτρα 2005). Ηδη από τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου, οι σταθμάρχες ενημερώνονται «να ώσιν έτοιμοι να συλλάβουσι τους Ιταλούς βάσει καταστάσεων» και λίγο μετά περνούν στη δράση: «Κατά διαταγήν Υφυπουργείου Δημοσίας Ασφαλείας συνελήφθησαν άπαντες οι Ιταλοί μέχρι της 8ης πρωινής ώρας» (σ.9). Το επόμενο διήμερο, ο επικεφαλής της Υποδιοίκησης πηγαίνει με 22 στρατιώτες στο Προάστειο, συλλαμβάνει 300 Ιταλούς και τους στέλνει «εις το στρατόπεδον συγκεντρώσεως εις Πάτρας» (σ.10-11). Μεταξύ 4–30 Νοεμβρίου ασχολείται, τέλος, «με την εκκαθάρισιν της περιφερείας από κρυπτομένους Ιταλούς υπηκόους και αλβανούς τοιούτους από ηλικίας 16-60 ετών» (σ.13).

Υπήρξαν και «παράπλευρα» θύματα: στις 29.10.40 στα Ζαρουχλέϊκα «δύο στρατιώται καταδιώκοντες φεύγοντα Ιταλόν και πυροβολούντες, εφόνευσαν εξ αμελείας δύο γυναίκας» (σ.10). Τρεις πάλι από τους 7 νεκρούς του ιταλικού βομβαρδισμού της 2.11.40 ήταν Ιταλοπατρινοί (σ.12).

Εξίσου προδιαγεγραμμένο υπήρξε το τέλος αυτής της «αλλογενούς» μειονότητας. Ηδη από την άνοιξη του 1944, ο βρετανός πρεσβευτής Ρέτζιναλντ Λίπερ προεξοφλούσε πως «οι 2.000 περίπου Ιταλοί της Πάτρας δεν μπορούν να παραμείνουν» μεταπολεμικά στη χώρα (FO 371/43775, Leeper to Eden 29.5.44, No 107). Την επαύριο της απελευθέρωσης καταγράφηκαν στην πόλη 1.943 άτομα, εργάτες κατά 90%, που περίμεναν μέρα με τη μέρα την εκδίωξή τους. «Τελικά το σύνολο σχεδόν των ιταλοπατρινών αναχώρησε για την Ιταλία, στα τέλη του Δεκέμβρη του 1945 με τις κορβέτες ‘Πάτραι’ και ‘Θεσσαλονίκη’, ενώ στην αχαϊκή πρωτεύουσα παρέμειναν μόνο εκατό οικογένειες» (Β. Λάσκαρης, όπ.π., τ.Δ΄, Πάτρα 1990, σ.53-4).

Συνοπτικότερες διαδικασίες υιοθετήθηκαν στην Κέρκυρα. Με την απελευθέρωση, η αστυνομία συνέλαβε όχι μόνο «τους Ιταλούς υπηκόους, οίτινες διέπραξαν εγκλήματα κατά του λαού» αλλά και «τα λοιπά μέλη της Ιταλικής παροικίας, προς πρόληψιν αυτοδικιών και αντεκδικήσεων εις βάρος των» (Λεύκωμα, σ.19-20). Στις 13.10.44 πραγματοποιήθηκε «αυθόρμητο συλλαλητήριο» με αίτημα την εκδίωξή τους κι αποτέλεσμα τον εγκλεισμό τους στο φρούριο της πόλης. Τέλος, «στις 7 Νοέμβρη φορτωθήκανε σε νορβηγικό φορτηγό που στείλανε οι Αγγλοι και πήγανε στην Ιταλία» (Οδυσσέας-Κάρολος Κλήμης, «Ιστορία νήσου Κέρκυρας», Κέρκυρα 1992, σ.174).


Ελευθεροτυπία, 25/10/2009

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση

(δημοσιεύτηκε στον τόμο Εμφύλιος Πόλεμος: 60 χρόνια από τη λήξη του, στα Ιστορικά της Ελευθεροτυπίας, στις 29 Αυγούστου 2009)


Το ιστορικό πλαίσιο


Από τη Γαλλική και την Αμερικάνικη Επανάσταση τον 18ο αιώνα μέχρι τους εθνικούς και λαϊκούς αγώνες για αποαποικιοποίηση του «Τρίτου Κόσμου» μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η παγκόσμια ιστορία ήταν ένα μωσαϊκό πολέμων και επαναστάσεων που ξεσπούσαν κατά κύματα για τη βίαιη διάλυση κοινωνικών συστημάτων, για τη δημιουργία εθνικών κρατών και τη διάλυση αυτοκρατοριών, την επιβολή των νόμων της ελεύθερης αγοράς, και μετέπειτα την επιβολή της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας και την αντίσταση σε αυτή τη διαδικασία φτάνοντας στις σοσιαλιστικές επαναστάσεις.

Όλη αυτή η ιστορική μακροπερίοδος γέννησε νέες μορφές κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης, νέες μορφές στρατών και διοίκησης. Γέννησε κόμματα και διεθνείς ενώσεις, και επηρέασε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ύπαρξης δημιουργώντας δίκαιο, ιδεολογία, τέχνη. Μια σημαντική πτυχή ήταν η αλλαγή στις μορφές διακυβέρνησης – το εθνικό κράτος πήρε τη θέση των αυτοκρατοριών και οι συνταγματικές κυβερνήσεις, με ή χωρίς βασιλέα, τη θέση του απόλυτου μονάρχη και της αυλής του. Η ίδια η μορφή των κυβερνήσεων άλλαξε σε σχέση με τις κοινωνικές δυνάμεις που τις υποστήριζαν και τη ριζοσπαστικότητα των προγραμμάτων τους. Άλλαζαν παράλληλα οι όροι και οι ονομασίες, από την αστική Γαλλική Επανάσταση και την εργατική Κομμούνα μέχρι τη σοσιαλιστική και σοβιετική εξουσία και φτάνοντας στις μορφές της λαϊκής δημοκρατίας τόσο για τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης όσο και πολλές περιπτώσεις χωρών του Τρίτου Κόσμου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Σημαντική θέση ανάμεσα στις μορφές διακυβέρνησης κατέχουν και οι μορφές προσωρινής επαναστατικής διακυβέρνησης, μεταβατικές μορφές εξουσίας που ξεκινούν μέσα από την αντίσταση απέναντι σε έναν εξωτερικό κατακτητή ή μια εγχώρια εχθρική εξουσία, η οποία βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση. Μορφές που οικοδομούν και κατοχυρώνουν, μέσα από μια επαναστατική διαδικασία αντίστασης, μια άλλη μορφή εξουσίας που συνήθως στοχεύει στο να επιβληθεί και νομιμοποιηθεί ως η επίσημη πηγή εξουσίας.

Ο σχηματισμός μιας νέας δομής εξουσίας είναι από μόνος του μια πράξη επανάστασης. Μια νέα πηγή εξουσίας ακυρώνει την προγενέστερη αυτής και επιβάλλεται σε έναν ορισμένο χώρο και τους ανθρώπους του. Ας προσπαθήσουμε να δώσουμε εδώ κάποια κοινά χαρακτηριστικά αυτής της εξουσίας. Για την εγκαθίδρυση μιας πολιτικής μορφής εξουσίας χρειάζεται φυσικά ένας ικανός χώρος με τον αντίστοιχο πληθυσμό, όπου ασκείται ήδη de facto η επαναστατική εξουσία, συνήθως από έναν επαναστατικό στρατό που αντλεί τις δυνάμεις του από αυτόν το χώρο και τον πληθυσμό. Αυτή η επαναστατική βάση είναι σχεδόν πάντα η ύπαιθρος, όπου δεν φτάνει και δεν μπορεί να σταθεί η εξουσία του αντιπάλου, εξωτερικού ή εσωτερικού, ή ενίοτε και συνδυασμού τους. Οι μεταβατικές μορφές εξουσίας προκύπτουν από την εξέγερση απέναντι σε έναν τέτοιο εχθρό, συνεπώς προϋποθέτουν μια επαναστατική κατάσταση, η οποία με τη σειρά της έχει δημιουργήσει επαναστατικό δίκαιο, στρατιωτικές δομές και στοιχειώδεις μορφές αυτοοργάνωσης των απελευθερωμένων περιοχών. Η ίδια αυτή διαδικασία παράγει ιδεολογία, επιδρά στην κοινωνική συνείδηση και δημιουργεί συλλογική ταυτότητα, επηρεάζει τις μορφές της κοινωνικής ζωής, την τέχνη. Ως ενοποιητικό στοιχείο προβάλει το όραμα της εθνικής ή και της κοινωνικής απελευθέρωσης. Η συγκρότηση μιας μορφής πολιτικής εξουσίας συνήθως έρχεται ως επιστέγασμα μιας τέτοιας διαδικασίας. Αφομοιώνει και δημιουργεί θεσμούς εξουσίας, τοπικά συμβούλια, συγκροτημένο στρατό και πολιτοφυλακή, κεντρικό κυβερνητικό όργανο, αντιπροσωπευτικές συνελεύσεις που κατοχυρώνουν την εξουσία με διακηρύξεις συνταγματικού τύπου, νόμους και αποφάσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις η μεταβατική αυτή μορφή πολιτικής εξουσίας, ανάλογα με την έκβαση του αγώνα, μετεξελίσσεται σε επίσημη κρατική εξουσία. Η πραγματικότητα εντέλει θέτει κάθε φορά τα όρια στην επαναστατική δράση και στην εκπορευόμενη από αυτήν ιδεολογία.

Τέτοιες μορφές προσωρινών ή μεταβατικών επαναστατικών κυβερνήσεων συναντάμε κυρίως στον 20ο αιώνα. Χαρακτηριστικά αλλά και διαφορετικά παραδείγματα αποτελούν τόσο η αντιπροσωπευτική επιτροπή με εκτελεστικά καθήκοντα της Ένωσης για την Υπεράσπιση των Δικαιωμάτων της Ανατολίας και της Ρουμελίας (LDRAR) με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ και η μετέπειτα κυβέρνηση της Άγκυρας το 1920 όσο και επαναστατική κυβέρνηση στο Γκουαντούν της Κίνας από το ενιαίο μέτωπο του Κουομιτάνγκ με τη συμμετοχή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας το 1923 και αργότερα το 1927, οι επαναστατικές βάσεις του Κόμματος στην ύπαιθρο. Σε αυτές αναδείχτηκε και ο Μάο Τσετουνγκ, που θα θεωρητικοποιούσε το λαϊκό πόλεμο.


Η Αντίσταση και οι μορφές προσωρινής εξουσίας


Τέτοιες μορφές εξουσίας εμφανίστηκαν όμως κυρίως κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα από την ένοπλη Αντίσταση των λαών απέναντι στον φασιστικό Άξονα και τη Νέα Τάξη, που ήθελε να εγκαθιδρύσει. Οι αντιστασιακές δυνάμεις απελευθέρωσαν περιοχές μέσα στο σώμα της κατεχόμενης Ευρώπης, περιοχές που έπρεπε να οργανωθούν και να διοικηθούν, τόσο με γνώμονα τις ανάγκες της συνέχισης του αγώνα ενάντια στον κατακτητή όσο και, ορισμένες φορές, με το βλέμμα σε μια δικαιότερη μεταπολεμική κοινωνική οργάνωση.

Οι μορφές διακυβέρνησης των απελευθερωμένων περιοχών ποίκιλλαν στο επίπεδο της πολιτικής οργάνωσης, από τον απόλυτο έλεγχο μέσω στρατιωτικών σωμάτων ή τη λειτουργία τοπικών επιτροπών μέχρι και τη δημιουργία με επίσημο τρόπο κυβερνήσεων και αντιπροσωπευτικών σωμάτων που φιλοδοξούσαν να εκφράσουν τη θέληση ολόκληρου του έθνους και του λαού. Στη Δυτική Ευρώπη, τόσο το εύρος της ένοπλης Αντίστασης όσο και οι απελευθερωμένες ζώνες ήταν μικρότερης έκτασης. Στη Γαλλία, προς το τέλος της Κατοχής, το οροπέδιο του Βερκόρ στις Άλπεις απελευθερώθηκε για δύο μήνες (9 Ιουνίου – 21 Ιουλίου 1944). Αμέσως οργανώθηκε μια νέα διοίκηση και στις 3 Ιουλίου ανακηρύχτηκε Δημοκρατία με δική του σημαία. Κατάργησε το καθεστώς του Βισί και προχώρησε στην τιμωρία προδοτών και δοσιλόγων. Μια παρόμοια διαδικασία έλαβε χώρα στη Βουργουνδία, τον Αύγουστο του 1944[1]. Διοίκηση απελευθερωμένων περιοχών είχαμε και στην Ιταλία την ίδια περίοδο, ενώ και στην Πολωνία υπήρξε ένα «παράνομο κράτος» με τους δικούς του τομείς εκπαίδευσης, δικαιοσύνης, πρόνοιας και προπαγάνδας. Ο σκοπός του ήταν η διαφύλαξη της πολωνικής κοινωνίας από τις πιέσεις της γερμανικής κατοχής με την παράλληλη προετοιμασία για τη στιγμή της εκδίωξης των κατακτητών.[2]

Στη Σοβιετική Ένωση, ο αντάρτικος αγώνας πήρε μεγάλες διαστάσεις. Σε διάφορες περιοχές, όπως γύρω από το Σμόλενσκ, οι αντάρτες επανεγκατέστησαν τους θεσμούς της σοβιετικής τοπικής διοίκησης, όρισαν νέους αξιωματούχους, επανίδρυσαν την Κομσομόλ και τις συλλογικές φάρμες, τις οποίες καλλιεργούσαν.[3]

Στην Αλβανία, τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα, ο ένοπλος απελευθερωτικός αγώνας πήρε τις μεγαλύτερες διαστάσεις του από την άποψη της οργάνωσης και της εμβέλειάς του. Ως αποτέλεσμα αυτού ήταν και η ύπαρξη μεγάλων και ενιαίων απελευθερωμένων περιοχών, που έκανε επιτακτική την ανάγκη διοίκησής των. Και στις τρεις χώρες, η πολιτική οργάνωση των απελευθερωμένων περιοχών έφτασε σε ανώτερο στάδιο, στη δημιουργία μιας de facto κυβέρνησης από τις δυνάμεις των εθνικοαπελευθερωτικών μετώπων με κύρια δύναμη τα κομμουνιστικά κόμματα. Δημιουργήθηκε με τον τρόπο αυτό μια μεταβατική μορφή εξουσίας σε μια σημαντική ζώνη της κάθε χώρας σε αντίθεση με την εξουσία της δοσίλογης κυβέρνησης αλλά και σε ανταγωνιστική σχέση με τις αντίστοιχες εξόριστες βασιλικές κυβερνήσεις, που είχαν την υποστήριξη κυρίως των Βρετανών.

Οι συνεχιζόμενοι αγώνες των λαών για την εκπλήρωση ενός καλύτερου μέλλοντος, που προοιωνιζόταν η ήττα του φασισμού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήρθαν σε αντίθεση με τις δυνάμεις που ήθελαν να σταματήσουν την ιστορική εξέλιξη συντηρώντας το άδικο και αναχρονιστικό καθεστώς της αποικιοκρατίας. Οι αγώνες αυτοί με τη σειρά τους συνέχισαν να δημιουργούν νέες μορφές εξουσίας και διακυβέρνησης απελευθερωμένων περιοχών φτάνοντας ενίοτε και στην κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, με λαμπρότερο παράδειγμα το Βιετνάμ και την Προσωρινή Κυβέρνηση των Βιετ-Μινχ που εγκαθιδρύθηκε στο Ανόι από το βιετναμέζικο κίνημα με επικεφαλής τον Χο Τσι Μινχ στις 28 Αυγούστου 1945 για να θριαμβεύσει στη Σαϊγκόν τριάντα χρόνια αργότερα.

Μέσα σε αυτό το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο, στις ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες φυσικά, τοποθετούμε και τη μεταγενέστερη δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, που σχημάτισε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, ως μορφή διακυβέρνησης των περιοχών της χώρας που έλεγχε ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση δημιουργήθηκε μέσα στην όλο ένταση αρχή του Ψυχρού Πολέμου. Είχε όμως αυτή η μορφή διακυβέρνησης στην Ελλάδα ένα πολύ κοντινό πρότυπο, την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης, την «κυβέρνηση του βουνού» στην Ελεύθερη Ελλάδα της κατοχικής περιόδου.


Η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης – ένα πρότυπο;


Όταν αναφερόμαστε στην «κυβέρνηση του βουνού», το μυαλό των περισσότερων πάει στην Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) που δημιουργήθηκε στις 10 Μαρτίου 1944 στα βουνά της Ευρυτανίας από τις δυνάμεις του ΕΑΜ αλλά και άλλες πολιτικές δυνάμεις για να διοικήσει τη μεγάλη απελευθερωμένη από τον ΕΛΑΣ περιοχή της ορεινής «Ελεύθερης Ελλάδας». Μετά τον ανασχηματισμό της τον Απρίλιο του 1944, η ΠΕΕΑ περιλάμβανε προσωπικότητες όπως ο πρόεδρος της Αλέξανδρος Σβώλος, οι καθηγητές Άγγελος Αγγελόπουλος και ο Πέτρος Κόκκαλης, ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Γιώργος Σιάντος, ο Ηλίας Τσιριμώκος της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας και ο Κώστας Γαβριηλίδης του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας, οι στρατιωτικοί Ευριπίδης Μπακιρτζής και Εμμανουήλ Μάντακας, κ.ά.

Πριν το σχηματισμό της ΠΕΕΑ, οι απελευθερωμένες περιοχές είχαν ήδη οργανωθεί με θεσμούς λαϊκής αυτοδιοίκησης και δικαιοσύνης, θεσμούς που είχαν εγκριθεί από το καλοκαίρι του 1943 όχι μόνο από τον ΕΛΑΣ αλλά και από το Κοινό Γενικό Στρατηγείο Ανταρτών, όπου συμμετείχαν και οι αντιστασιακές ομάδες του ΕΔΕΣ και της ΕΚΚΑ και αντιπρόσωποι της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα. Η μεγάλη ενιαία απελευθερωμένη περιοχή καθιστούσε επιτακτική την οργάνωση και διοίκησή της σε συνδυασμό με τις ανάγκες του διαρκώς ογκούμενου και αξιόμαχου ΕΛΑΣ. Επίσης οι πολιτικές εξελίξεις έτρεχαν, με φόντο την επικείμενη απελευθέρωση της χώρας, και οι αντιστασιακές δυνάμεις έβλεπαν μια μεγάλη πολιτική κινητικότητα τόσο στην εξόριστη βασιλική κυβέρνηση στο Κάιρο όσο και στην τρίτη και πιο πολιτική δοσίλογη κυβέρνηση του Ιωάννη Ράλλη.

Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν την ηγεσία του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην ίδρυση της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης, ενός τρίτου πόλου στην πολιτική ζωή της χώρας με το κύρος και τη δύναμη της Αντίστασης τόσο με την ένοπλη μορφή της στην ύπαιθρο όσο και με τους μαχητικούς διεκδικητικούς αγώνες της στις πόλεις. Με την ίδρυση της, η ΠΕΕΑ δημιούργησε ένα εντυπωσιακό μηχανισμό με Γραμματείες (υπουργεία), με τοποθέτηση διοικητικών επιτροπών και διοικητών στις επαρχίες και τη σύγκληση ενός ευρύτατου αντιπροσωπευτικού σώματος, του Εθνικού Συμβουλίου που θα νομιμοποιούσε την ίδια και τις αποφάσεις της. Το Εθνικό Συμβούλιο συγκροτήθηκε μέσα από μια τεράστια εκλογική διαδικασία τόσο στις απελευθερωμένες όσο και στις κατεχόμενες περιοχές, στην όποια πήραν μέρος περισσότεροι από 1.500.000 άνθρωποι και για πρώτη φορά οι γυναίκες.

Η ΠΕΕΑ προχώρησε στο έργο της με Πράξεις (νόμους) και Αποφάσεις. Οργάνωσε τη Λαϊκή Αυτοδιοίκηση και Δικαιοσύνη, υπήγαγε στην εξουσία της τον ΕΛΑΣ και τακτοποίησε ζητήματα στρατολογίας και ιεραρχίας, ίδρυσε την Εθνική Πολιτοφυλακή, οργάνωσε ένα απαραίτητο φορολογικό σύστημα σε είδος, την «εθνική εισφορά στην παραγωγή» αλλά εξέδωσε και χαρτονόμισμα, «ομολογίες» με αντίκρισμα σε στάρι.

Προχώρησε σε αποφάσεις έχοντας στραμμένο το βλέμμα στο μέλλον και στη μεταπολεμική οργάνωση του κράτους καταρτίζοντας νόμο για τους συνεταιρισμούς, τη σύσταση και τη λειτουργία τους, εκπονώντας το «Σχέδιο για μια Λαϊκή Παιδεία», φροντίζοντας για τα «Κατώτατα όρια αποδοχών μισθωτών και εξίσωση αποδοχών ανδρών και γυναικών» αλλά και για την «προστασία, διοίκηση και διαχείριση δασών και δασικών βοσκοτόπων».

Μετά από μια πολύ πυκνή περίοδο πολιτικών εξελίξεων που ξεκίνησαν με το Συνέδριο του Λιβάνου τον Απρίλιο του 1944, στο οποίο πήραν μέρος η ΠΕΕΑ, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ, εκπρόσωποι τους πήραν μέρος στο τέλος του καλοκαιριού στην κυβέρνηση Εθνικής Ένωσης που είχε ήδη σχηματιστεί από τον Γεώργιο Παπανδρέου. Μετά την απελευθέρωση της χώρας και τον ερχομό της κυβέρνησης στην πρωτεύουσα, η ΠΕΕΑ και το Εθνικό Συμβούλιο αυτοδιαλύθηκαν επίσημα στις 5 Νοεμβρίου 1944. Οι μετέπειτα εξελίξεις, με κομβικό σημείο το Δεκέμβρη του 1944, οδήγησαν στον εμφύλιο πόλεμο και μεταξύ άλλων και την απόφαση του ΚΚΕ να δημιουργήσει, τρία χρόνια μετά, ένα άλλο κυβερνητικό σχήμα.


Η δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης


Στις 27 Ιουνίου του 1947, από το βήμα του συνεδρίου του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στο Στρασβούργο, ο αντιπρόσωπος του ΚΚΕ Μιλτιάδης Πορφυρογένης διακήρυξε την πρόθεση «δημιουργίας μιας λεύτερης δημοκρατικής Ελλάδας, με δική της κυβέρνηση και δική της κρατική υπόσταση». Η δήλωση αυτή, που προανήγγειλε τη δημιουργία ξεχωριστής κυβέρνησης, δημιούργησε αναταραχή στους πολιτικούς κύκλους της Ελλάδας. Σημειώθηκαν κάποιες προσπάθειες για συνεννόηση των δύο πλευρών και ο Θεμιστοκλής Σοφούλης φέρεται να ανέλαβε να συναντηθεί με τον πρωθυπουργό Δημήτριο Μάξιμο και με τους επικεφαλής του ΕΑΜ.[4] Εκείνη την ημέρα, στις 9 Ιουλίου 1947, η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης ήταν ένας διωγμός κατά της Αριστεράς με μαζικές συλλήψεις και εκτοπίσεις χιλιάδων και μεταξύ τους και αυτών που θα συναντούσαν τον Σοφούλη[5]. Από τη μεριά του ΚΚΕ, πήραν πλέον το δρόμο τους οι προετοιμασίες για τη δημιουργία μιας ξεχωριστής κυβέρνησης σε μια αυτόνομη περιοχή. Σχετικό διάγγελμα μεταδόθηκε στην πρώτη εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού της Ελεύθερης Ελλάδας, στις 16 Ιουλίου 1947. Το διάγγελμα κατέληγε στην απόφαση δημιουργίας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης: «Το συμφέρον της Ελλάδας και η εσχάτη προδοσία του φασισμού μας επιβάλλουν να πάρουμε επείγουσες και ριζικές αποφάσεις. Το έργο μας πρέπει να ολοκληρωθεί. Όλες οι προϋποθέσεις που χρειάζονται υπάρχουν. Και ολοκλήρωση θάναι ο σχηματισμός Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης στην περιοχή της Ελεύθερης Ελλάδας, όπου κυριαρχεί ο Δημοκρατικός Στρατός»[6].

Τον Αύγουστο δημοσιεύτηκαν πέντε «Πράξεις» του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας για τη Λαϊκή Δικαιοσύνη και Αυτοδιοίκηση, δημιουργώντας ένα θεσμικό πλαίσιο και μια κρατική υπόσταση στις περιοχές που έλεγχε. Οι Πράξεις αυτές αφορούσαν «την οργάνωση της Λαϊκής Εξουσίας», «την οργάνωση της Λαϊκής Δικαιοσύνης», «τον αναδασμό της γης», «τα δάση» και «την οργάνωση της Λαϊκής Εκπαίδευσης». Ήταν ένα αποφασιστικό βήμα πολιτικά προς τη προδιαγεγραμμένη δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Στο πρακτικό πεδίο, οι «Πράξεις» αυτές δεν ήταν παρά επαναφορά θεσμών που οι περιοχές αυτές είχαν καλά γνωρίσει και εφαρμόσει στο πρόσφατο παρελθόν της Κατοχής και δεν πρόσθεταν κάτι το νέο. Πολιτικά όμως ήταν η δημόσια διακήρυξη ότι στην Ελλάδα υπάρχει και λειτουργεί, εκτός της κυβέρνησης της Αθήνας, και μια δεύτερη εξουσία. Όπως η ΠΕΕΑ επί Κατοχής είχε αναλάβει τον έλεγχο των περιοχών, όπου ήδη εφαρμόζονταν οι διατάξεις του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ, έτσι και η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση θα αναλάμβανε τη διακυβέρνηση των περιοχών που διοικούνταν με συγκεκριμένο τρόπο από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας.

Όλες αυτές όμως οι σοβαρότατες αποφάσεις έπρεπε να εγκριθούν στο ανώτερο δυνατό κομματικό επίπεδο. Αυτό ήταν το έργο της 3ης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ που συνήλθε στις 11-12 Σεπτεμβρίου 1947, με παρουσία έξι μελών της, στη Γιουγκοσλαβία. Οι αποφάσεις της εγκρίθηκαν ακολούθως και από τα υπόλοιπα μέλη της ΚΕ που βρίσκονταν στην Αθήνα. Διαμορφώθηκε μέσα από τις διαδικασίες της Ολομέλειας, ένα δεύτερο καθοδηγητικό κέντρο, καταστατικά νομιμοποιημένο, που θα είχε την ευθύνη για το κύριο μέτωπο: τον ένοπλο αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, τις ελεύθερες περιοχές και τις σχέσεις με το εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια της Ολομέλειας εγκρίθηκε επίσης το επιχειρησιακό σχέδιο «Λίμνες» με μεγαλεπήβολο στόχο τη δημιουργία μιας μεγάλης ελεύθερης περιοχής με κέντρο τη Θεσσαλονίκη.

Η δημοσίευση της «Ανακοίνωσης της 3ης Ολομέλειας της Κεντρικής Επιτροπής», που απέδιδε συνοπτικά τις αποφάσεις που πάρθηκαν σε αυτήν, από το Ριζοσπάστη στις 8 Οκτωβρίου 1947, είχε ως αποτέλεσμα την απαγόρευση της νόμιμης κυκλοφορίας του λίγες μέρες αργότερα.

Στις 2 Δεκεμβρίου, το «Δεύτερο Κλιμάκιο» του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ είχε αποφασίσει «ως το τέλος του χρόνου να γίνει Π[ροσωρινή] Δ[ημοκρατική] Κυβέρνηση στις περιοχές της Λεύτερης Ελλάδας». Στις 10 Δεκεμβρίου η απόφαση αυτή ανακοινώθηκε στο κλιμάκιο του Πολιτικού Γραφείου στην Αθήνα και ζητιόταν η βολιδοσκόπηση των κομμάτων του ΕΑΜ και των συνεργαζόμενων με αυτά για τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση. Δεν γνωρίζουμε αρκετά για αυτήν την υπόθεση. Όμως και για όσους πιθανά δέχτηκαν να πάρουν μέρος σε αυτήν, στάθηκε αδύνατο να προωθηθούν προς το βουνό.

Τελικά η σύνθεση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης περιλάμβανε μόνο στελέχη του ΚΚΕ. Η Απόφαση δημιουργίας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης γνωστοποιήθηκε στο πανελλήνιο όταν στις 13 Δεκεμβρίου 1947, από το ραδιοσταθμό του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας εκφωνήθηκε άρθρο του Ν. Ζαχαριάδη, υπό τον τίτλο «Πού τραβάμε;». Στο άρθρο, μεταξύ άλλων, αναφερόταν ότι: «το δημοκρατικό κίνημα συμπληρώνει το έργο του και ο σχηματισμός Δημοκρατικής Κυβέρνησης στη Λεύτερη Ελλάδα δεν είναι παρά ζήτημα ημερών». Με βάση όλη την παραπάνω πορεία, στις 24 Δεκεμβρίου 1947 ανακοινώθηκε από το ραδιοφωνικό σταθμό «Ελεύθερη Ελλάδα» η ίδρυση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης με αλλεπάλληλες εκπομπές.

Η σύνθεση της κυβέρνησης ήταν η ακόλουθη:

Πρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός των Στρατιωτικών: Στρατηγός Μάρκος.

Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός των Εσωτερικών: Γιάννης Ιωαννίδης.

Υπουργός των Εξωτερικών: Πέτρος Ρούσσος.

Υπουργός της Δικαιοσύνης: Μιλτιάδης Πορφυρογένης.

Υπουργός Υγιεινής και Πρόνοιας και προσωρινά της Παιδείας: Πέτρος Κόκκαλης.

Υπουργός Οικονομικών: Βασίλης Μπαρτζιώτας.

Υπουργός της Γεωργίας: Δημήτρης Βλαντάς.

Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και προσωρινά του Επισιτισμού: Λεωνίδας Στρίγκος.

Από αυτούς, μόνον ο Πέτρος Κόκκαλης είχε συμμετάσχει στην πρώτη κυβέρνηση του βουνού, στην ΠΕΕΑ, ενώ ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης υπήρξε υπουργός Εργασίας στην κυβέρνηση Εθνικής Ένωσης του Γεωργίου Παπανδρέου εκ μέρους του ΚΚΕ. Το Κόμμα, όπως ήταν επόμενο, τέθηκε και τυπικά εκτός νόμου στις 27 Δεκεμβρίου και μαζί του το ΕΑΜ και άλλες αριστερές οργανώσεις.

Χαρακτηριστικό της πολιτικής της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, και κατ’ επέκταση του ΚΚΕ και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, ήταν το διάγγελμα της προς τον ελληνικό λαό:

«Πρώτος και κύριος σκοπός της Προσωρινής Κυβέρνησης είναι να κινητοποιήσει όλες τις δυνάμεις του λαού για τη γρήγορη απελευθέρωση της χώρας από τους ξένους ιμπεριαλιστές και από τους ντόπιους γραικύλους, για την κατοχύρωση της εθνικής κυριαρχίας, για την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας από κάθε ξένη ιμπεριαλιστική επιβουλή και για τη νίκη της Δημοκρατίας».

Και συνέχιζε:

«Η διακυβέρνηση των ελεύθερων περιοχών πάνω σε λαϊκοδημοκρατικές βάσεις και η παραπέρα ανάπτυξη των θεσμών των λαϊκών συμβουλίων και της λαϊκής δικαιοσύνης, που αποτελούν την πρώτη βάση για τη δημοκρατική αναδημιουργία, θα είναι ένα από τα κύρια καθήκοντά μας. Το ίδιο η εθνικοποίηση των ξένων εταιριών, των μεγάλων τραπεζών και της βαριάς βιομηχανίας. Η εφαρμογή της αγροτικής μεταρρύθμισης, η αντιμετώπιση των επισιτιστικών αναγκών του λαού. Η αναδιοργάνωση της εθνικής οικονομίας και του κρατικού μηχανισμού πάνω σε λαϊκές δημοκρατικές βάσεις. Η σταθεροποίηση της συμφιλίωσης και ενότητας του λαού πάνω στη βάση της εξασφάλισης της εθνικής ανεξαρτησίας και του σεβασμού των δημοκρατικών του δικαιωμάτων. Η αναγνώριση πλέριας ισοτιμίας στις εθνικές μειονότητες και του δικαιώματος της ελεύθερης εθνικής τους ανάπτυξης. Η δημιουργία γερού λαϊκού στρατού, στόλου και αεροπορίας, μιας ισχυρής Ελλάδας, ικανής να υπερασπίσει την εθνική της κυριαρχία, ανεξαρτησία και ακεραιότητα από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική επιβουλή, σε στενή αδελφική συνεργασία με όλους τους δημοκρατικούς λαούς της Ευρώπης».[7]

Η αναγγελία της δημιουργίας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης συνδέθηκε με τη μάχη της Κόνιτσας που άρχισε την επομένη, στις 25 Δεκεμβρίου 1947. Η κατάληψή της θα δημιουργούσε μια, προσωρινή έστω, πρωτεύουσα για τη νέα κυβέρνηση μαζί με μια σημαντική επικράτεια και θα μπορούσε να δημιουργήσει αίσθηση σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο. Η πολυήμερη όμως επιχείρηση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας για την κατάληψη της πόλης απέτυχε και άρα και η δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης δεν συνοδεύτηκε με μια επιτυχία.

Στον τομέα των εξωτερικών σχέσεων, ανεπιτυχείς υπήρξαν και οι επίμονες προσπάθειες του ΚΚΕ για αναγνώριση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης από τις κυβερνήσεις των χωρών του ανατολικού στρατοπέδου. Έγιναν διαβουλεύσεις πριν τη δημιουργία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης αλλά δεν υπήρξαν επίσημα καταγεγραμμένες παροτρύνσεις ή αντιρρήσεις ως προς την απόφαση του ΚΚΕ από αυτή τη μεριά. Τα κόμματα και οι μαζικές οργανώσεις θα βοηθούσαν τους έλληνες συντρόφους αλλά τα κράτη δεν θα αναγνώριζαν μια ξεχωριστή κρατική υπόσταση στην Ελλάδα. Στις εύθραυστες ισορροπίες της παραμονής του Ψυχρού Πολέμου, η ελληνική περίπτωση δεν ήταν προτεραιότητα για το υπό εκκόλαψη ανατολικό μπλοκ. Από την άλλη, η ελληνική κυβέρνηση και το δυτικό μπλοκ αντέδρασαν έντονα. Στις 29 Δεκεμβρίου 1947, η νεοσυσταθείσα Βαλκανική Επιτροπή του ΟΗΕ εξέδωσε απόφαση, όπου χαρακτηριστικά αναφέρονταν: «η αναγνώριση ακόμα και ντε φάκτο, της αυτό-αποκαλούμενης «Προσωρινής Δημοκρατικής Ελληνικής Κυβέρνησης», συνοδευόμενη και με άμεση ή έμμεση βοήθεια προς το αντάρτικο κίνημα, στρέφεται κατά της ελληνικής κυβέρνησης, παραβιάζει τις αρχές του διεθνούς δικαίου και του ΟΗΕ και αποτελεί απειλή κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας». Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ εξέταζε την περίπτωση αναγνώρισης της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης από την ΕΣΣΔ και τις άλλες ανατολικές χώρες και την συνακόλουθη ανάγκη αποστολής στρατού στην Ελλάδα και την αύξηση της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας προς την κυβέρνηση. Οι ΗΠΑ έστειλαν επιδεικτικά μια ναυτική μοίρα στην ανατολική Μεσόγειο τον Ιανουάριο του 1948 προκαλώντας νευρικότητα στις ηγεσίες των βαλκανικών χωρών[8].


Το έργο της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης


Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση ανέλαβε το ρόλο της πολιτικής διοίκησης των ελεγχόμενων από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας περιοχών με όλους τους περιορισμούς που δημιουργούσε η στενότητα των υλικών πόρων των περιοχών αυτών, ορεινών και αγροτικών και ειδικά μετά την εκκένωση πολλών χωριών από τον Εθνικό Στρατό που σχημάτιζε με αυτό τον τρόπο μια νεκρή από ανθρώπους και παραγωγική δραστηριότητα ζώνη. Υπολογίζεται ότι περίπου 700.000 άνθρωποι απομακρύνθηκαν από τους τόπους κατοικίας τους – οι αποκαλούμενοι «συμμοριόπληκτοι».

Άλλωστε ο τρόπος του πολέμου ανάγκαζε τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας να μετακινείται συνεχώς και ο έλεγχος πολλών περιοχών δεν ήταν παρά τυπικός – δεν υπήρχε δηλαδή η δυνατότητα για δημιουργία πολιτικών οργανώσεων που να εφαρμόζουν σε μια σταθερή βάση μια συγκεκριμένη πολιτική και να δημιουργήσουν ένα κρατικό μόρφωμα – αυτοδιοίκηση, δικαιοσύνη, φορολογία, στρατολογία, πόσο μάλλον υποδομές και υπηρεσίες προς όφελος του λαού. Αυτή η κατάσταση αντικατοπτρίζεται και στο περιεχόμενο αλλά και στο μικρό σχετικά εύρος του νομοθετικού έργου της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, ειδικά αν συγκριθεί με την παραγωγή της πιο βραχύβιας ΠΕΕΑ. [9]


Λαϊκή Αυτοδιοίκηση


Πέρα από την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση στο πρότυπο της ΠΕΕΑ, προβλεπόταν και η σύγκληση μιας Λαϊκής Εθνοσυνέλευσης σε αντιστοιχία με το Εθνικό Συμβούλιο της κατοχικής περιόδου – αυτό τουλάχιστον αναφέρεται στους νόμους της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, που τελούσαν υπό την έγκριση αυτής της Λαϊκής Εθνοσυνέλευσης, μόλις θα συγκαλούνταν. Επίσης με νόμο, ο υπουργός Εσωτερικών μπορούσε να διορίζει κυβερνητικούς αντιπροσώπους σε περιοχές, όπως η ΠΕΕΑ διόριζε γενικούς διοικητές και διοικητικές επιτροπές. Σύμφωνα με το σχετικό άρθρο, οι κυβερνητικοί εκπρόσωποι είχαν το ρόλο συνδέσμου της τοπικής εξουσίας με την κυβέρνηση και αποτελούσαν όργανα της λαϊκής εξουσίας χωρίς να περιορίζουν τα δικαιώματα των τοπικών λαϊκών οργάνων. Επίσης, κατά τα πρότυπα της Εθνικής Πολιτοφυλακής, δημιουργήθηκε η Λαϊκή Πολιτοφυλακή.

Με το νόμο 12 συμπληρωνόταν η Πράξη 1 του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού για την οργάνωση της λαϊκής εξουσίας[10]. Σύμφωνα με αυτόν, ορίζονταν τα επαρχιακά συμβούλια ως όργανα λαϊκής εξουσίας δευτέρου βαθμού, με καθήκοντα μεταξύ άλλων, τη διοίκηση της επαρχίας, την καθοδήγηση, το συντονισμό και τον έλεγχο των λαϊκών συμβουλίων. Δημιουργήθηκε ένας κορμός αυτοδιοίκησης με δύο βαθμούς εκλεγμένων εκπροσώπων και ένα τρίτο, αυτό των κυβερνητικών εκπροσώπων, διορισμένο από την κεντρική κυβέρνηση.


Φορολογία και οικονομικά


Ένα άλλο ζήτημα ήταν η φορολογία των υπαγόμενων στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση περιοχών που γινόταν σε είδος και ρυθμιζόταν με νόμο «για την εισφορά πάνω στην παραγωγή», ανάλογο της πράξης της ΠΕΕΑ για το ίδιο ζήτημα. Στην αιτιολογική έκθεση γινόταν σαφές ότι η εισφορά αυτή πήγαινε κατά κύριο λόγο στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας «για τη νικηφόρα διεξαγωγή του πολέμου». Η φορολογία ήταν προοδευτική αρχίζοντας από το 5% της παραγωγής ενώ το αφορολόγητο όριο ήταν χαμηλό. Ένα 20% της εισφοράς προβλεπόταν να διατεθεί για τις ανάγκες των κατά τόπους λαϊκών συμβουλίων και ένα 5% αυτού του 20% έμενε στη διάθεση του υπουργείου Εσωτερικών για την ενίσχυση των άγονων περιοχών. Επίσης έγινε προσπάθεια να μπουν σε ένα πλαίσιο οι επιτάξεις που έκανε ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, να αναληφθούν από την κυβέρνηση ως δημόσιο χρέος και να πληρωθούν όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν.

Ήταν ξεκάθαρο ότι ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας ήταν αναγκασμένος να ζητάει την ενίσχυση του από τις τοπικές κοινωνίες του χώρου που έλεγχε χωρίς να είναι σε θέση να προσφέρει με τη σειρά του κάτι χειροπιαστό – στο σημείο αυτό η διαφορά με το δίκτυο ενίσχυσης και αλληλεγγύης που είχε δημιουργήσει το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ ήταν προφανής.


Η στρατιωτικοποίηση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας


Στις αρχές του 1948, είχε παρθεί απόφαση για τη στρατιωτικοποίηση του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, δηλαδή τη δημιουργία ισχυρών τακτικών μονάδων. Το πρώτο βήμα, που έγινε μέσα από τις αποφάσεις της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης ήταν η δημιουργία ενός βασικού κορμού, μιας ιεραρχίας στρατιωτικών στελεχών γύρω από την οποία θα χτιζόταν ο τακτικός Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας. Όπως όμως και η ίδια η κυβέρνηση, έτσι και το στρατιωτικό αυτό επιτελείο ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στελεχωμένο μονόπλευρα από στελέχη του Κόμματος.[11]

Δημιουργήθηκε με νόμο και το Ανώτατο Πολεμικό Συμβούλιο του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στα τέλη Αυγούστου του 1948, καταργήθηκαν τα Αρχηγεία Περιοχών και δημιουργήθηκαν επτά Μεραρχίες. Με πολλά διατάγματα ονομάστηκαν αξιωματικοί του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, έγιναν προαγωγές και δόθηκαν διακρίσεις και μετάλλια ανδρείας. Με νόμο οργανώθηκε και η στρατιωτική δικαιοσύνη.

Με νόμους της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης έγινε προσπάθεια να λυθούν τα προβλήματα στρατολογίας και ανεφοδιασμού του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Ο υπουργός Στρατιωτικών είχε το δικαίωμα να καλεί στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας ηλικίες αξιωματικών και οπλιτών, ανδρών αλλά και γυναικών.

Με ιδιαίτερη στρατολογική διάταξη, απαλλάσσονται από την υποχρεωτική στράτευση γυναίκες που είτε είχαν άλλα τέσσερα αδέρφια στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας ή που είχαν δύο θύματα στον εμφύλιο. Αργότερα ορίστηκε σαν αρχή του «σημερινού εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα» και άρα της απαλλαγής, η 27η Σεπτεμβρίου 1941, η ημέρα ίδρυσης δηλαδή του ΕΑΜ.


Αμνηστία και ανταλλαγή αιχμαλώτων


Την 1η Φεβρουαρίου 1948, η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση δημοσιεύει νόμο «για την αμνηστεία κοινών και πολιτικών εγκλημάτων» στην επικράτειά της. Το μέτρο αυτό θεωρήθηκε ότι θα συντελούσε στη συμφιλίωση και την εθνική ενότητα με όσους για διάφορους λόγους βρίσκονταν στο αντίπαλο στρατόπεδο.

Καθώς σκληραίνει η άλλη πλευρά και πολλαπλασιάζονται οι εκτελέσεις, και άρα δεν έχει κάποια ορατή ανταπόκριση η αμνηστία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης θεσπίζεται νόμος για την ανταλλαγή αιχμαλώτων. Σύμφωνα με αυτόν, καταδικασμένοι από τα δικαστήρια της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης, μπορούσαν να ανταλλαγούν με κατάδικους ή υπόδικους του ελληνικού κράτους. Ούτε όμως και σε αυτήν την περίπτωση δεν υπήρξε κάποια θετική αντίδραση από το αντίπαλο στρατόπεδο.


Η Επιτροπή Βοήθειας στο Παιδί


Το 1948 ο «πόλεμος των παιδιών», το λεγόμενο «παιδομάζωμα», είχε πλέον γίνει βασικό χαρακτηριστικό του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Ενός πολέμου, που μέσα στις αναδυόμενες ψυχροπολεμικές συνθήκες, περιέλαβε πολλές «καινοτομίες» από τη μεριά των ΗΠΑ, που ανέλαβαν την κηδεμονία του ελληνικού κράτους με το Δόγμα Τρούμαν. Μακρόνησος, νέα όπλα και κυρίως την παραγνωρισμένη μέχρι και σήμερα εκτόπιση εκατοντάδων χιλιάδων αγροτικού πληθυσμού από τα σπίτια του στο πλαίσιο των αντιαντάρτικων μεθόδων. Καθώς ο πόλεμος έπαιρνε ολοκληρωτικές διαστάσεις, στις 7 Μαρτίου του 1948 το υπουργείο Εσωτερικών της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης ανακοίνωσε μέτρα για τα παιδιά που βρίσκονταν στην Ελεύθερη Ελλάδα. Στην ανακοίνωση αυτή διαπίστωνε ότι τα κυριότερα θύματα της πολιτικής που οι Αμερικανοί και η κυβέρνηση της Αθήνας εφάρμοζαν στην εμπόλεμη Ελλάδα ήταν τα παιδιά. Αφού σημείωνε ότι: «με το εγκληματικό πέταμα στους δρόμους των πόλεων 150.000 και πάνω παιδιών όπου καθημερινά δεκάδες από αυτά πεθαίνουν. Με την τελευταία διαταγή της Φρειδερίκης που διέταξε τους υποτακτικούς της να συγκεντρώσουν όλα ανεξαιρέτως τα παιδιά στα κέντρα, για να τα μετατρέψουν σε γενιτσάρους και να τα βάλουν αναγκαστικά στις αγαπητές της χιτλερικές οργανώσεις νεολαίας. Ακόμα δε και με τους άνανδρους βομβαρδισμούς των ανυπεράσπιστων γυναικόπαιδων, από τους οποίους τον τελευταίο καιρό σκοτώθηκαν 120 παιδάκια...». ανακοίνωνε την απόφαση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης να εγκρίνει την αποστολή και παραμονή των παιδιών που προέρχονταν από τις απειλούμενες ζώνες στις γειτονικές χώρες. Για τη μεταφορά αυτή προχώρησε σε συνεννοήσεις με οργανισμούς πρόνοιας των αντίστοιχων χωρών υποδοχής.

Το Μάιο του 1948, η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση ίδρυσε την ΕΒΟΠ, Επιτροπή βοήθειας στο Παιδί, επικεφαλής της οποίας τοποθετήθηκαν ο Πέτρος Κόκκαλης, η Έλλη Αλεξίου, ο Γιώργος Αθανασιάδης, ο Θανάσης Μητσόπουλος και άλλοι εκπαιδευτικοί, παιδαγωγοί ή άνθρωποι των Γραμμάτων. Η επιτροπή αυτή συντόνισε τη μεταφορά των παιδιών στο εξωτερικό και την εκεί περίθαλψή τους καθώς πολλά από αυτά έπασχαν από τις χρόνιες τότε αρρώστιες της φτωχής ελληνικής επαρχίας αλλά και τις κακουχίες που ο πόλεμος προκαλούσε. Επίσης οργάνωσε και το εκπαιδευτικό σύστημα των παιδιών αυτών για τη μελλοντική όπως έλπιζαν τότε σοσιαλιστική Ελλάδα.[12]


Νόμοι με το βλέμμα στο μέλλον


Άλλος νόμος, που έδειχνε την πολιτική διάθεση και προσανατολισμό της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και αποτελούσε μέρος της πολιτικής του ΚΚΕ για προσέγγιση κοινωνικών στρωμάτων στις πόλεις παρά κάτι το φλέγον στην επικράτεια του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, ήταν και ο νόμος 4 «για την ακύρωση αγοραπωλησιών ακινήτων επί κατοχής». Επρόκειτο για ένα σοβαρότατο ζήτημα, συγκεκριμένη αποκρυστάλλωση του επί κατοχής πλουτισμού που έγινε σε βάρος των πολλών και που προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις μεταπολεμικά.

Προς τις μελλοντικές διαθέσεις και πολιτικές της Λαϊκής Δημοκρατίας παρέπεμπε επίσης και ο νόμος 6 «για τη ρύθμιση των εργατικών ζητημάτων». Ρυθμίζονταν ζητήματα όπως οι συνδικαλιστικές ελευθερίες και το δικαίωμα της απεργίας, της ισοτιμίας της γυναίκας στην εργασία, της κατοχύρωσης και επέκτασης της κοινωνικής ασφάλισης, των συλλογικών συμβάσεων, της επέκτασης των εργατικών δικαιωμάτων στις τάξεις των υπηρετών και των εργατών γης.

Θεσπίστηκε επίσης νόμος για την απονομή συντάξεων στα θύματα των εθνικών απελευθερωτικών αγώνων, από την περίοδο της Κατοχής και μέχρι την τελική απελευθέρωση της χώρας, δηλαδή καθ’ όλη την περίοδο του Εμφυλίου, όσο αυτός θα διαρκούσε. Ορίστηκαν συντάξεις και άλλα προστατευτικά μέτρα όπως η παραχώρηση αγροτικού κλήρου και άλλες διευκολύνσεις.


Ανασχηματισμός και διπλωματικές προσπάθειες


Μια άλλη, αγνοημένη μέσα στην τραχύτητα του πολέμου, απόφαση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης ήταν και ο ανασχηματισμός της τον Απρίλιο του 1949. Πλέον εκτός του ΚΚΕ, θα περιλάμβανε μέλη του Αγροτικού Κόμματος Ελλάδας, του ΝΟΦ (Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου των Σλαβομακεδόνων), της ΓΣΕΕ και της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Γεωργικών Συνεταιρισμών. Πρόεδρος της κυβέρνησης οριζόταν ο Μήτσος Παρτσαλίδης ενώ συμμετείχαν επίσης εκτός από τα αρχικά μέλη με την εξαίρεση βέβαια του Μάρκου Βαφειάδη, οι Κώστας Καραγιώργης ως υπουργός Πολεμικού Εφοδιασμού, ο Μήτσος Παπαδημήτρης, υπουργός Γεωργίας, ο Στέφανος Σαββίδης, υπουργός Συνεταιρισμών, ο Παρμενίων Αβδελίδης, υπουργός Εθνικής Οικονομίας, ο Γιώργης Τσαπακίδης, υπουργός Προνοίας, ο Πασκάλ Μητρόφσκυ, υπουργός Επισιτισμού, ο Γιάννης Βουρνάς, υπουργός Συγκοινωνίας και ο Αποστόλης Γκρόζος, υπουργός Εργασίας.

Η συμμετοχή του ΝΟΦ στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση εντασσόταν στην περίπλοκη κατάσταση που είχε δημιουργήσει η ρήξη μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Γιουγκοσλαβίας και στην προσπάθεια του ΚΚΕ για τον προσεταιρισμό του σημαντικού σλαβομακεδονικού στοιχείου της Δυτικής Μακεδονίας παρά και ενάντια στην αυξανόμενη κρίση της σχέσης του με τον Τίτο. Οι συμμετοχές των ΑΚΕ, ΓΣΕΕ και Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Γεωργικών Συνεταιρισμών δεν προσέθεταν στην πραγματικότητα πολιτική εμβέλεια στην Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση και ήταν τίτλοι ανθρώπων και ομάδων που είχαν ταυτίσει απόλυτα την πορεία τους με αυτήν του ΚΚΕ.

Πιο σημαντική ήταν η προσπάθεια ειρήνευσης που έγινε την ίδια περίοδο από την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση και συγκεκριμένα από τον υπουργό Δικαιοσύνης Μιλτιάδη Πορφυρογένη στις 20 Απριλίου με βασικά σημεία τη μεσολάβηση του ΟΗΕ, την κατάπαυση του πυρός, τη γενική αμνηστία και τη διενέργεια νέων εκλογών, οργανωμένων και από τις δύο παρατάξεις. Το σημαντικό ήταν η μεταφορά της πρότασης αυτής στον ΟΗΕ από τον αντιπρόσωπο της Σοβιετικής Ένωσης Αντρέι Γκρομίκο, γεγονός που της πρόσθεσε κύρος και δημιούργησε αναταραχή στους κυβερνητικούς κύκλους της Αθήνας πριν καθησυχαστούν από Αμερικάνους και Βρετανούς.

Το ΚΚΕ δημιουργώντας την Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση, είχε τόσο την δική του πείρα από την περίοδο της Κατοχής και το σχηματισμό της ΠΕΕΑ όσο και τη γνώση των αντίστοιχων εμπειριών από άλλες χώρες και κινήματα. Η λειτουργία όμως της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης ήταν σε αντιστοιχία με τις δυνατότητες και τις ανάγκες του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού. Οι δυσχέρειες του αγώνα αυτού αντικατοπτρίζονται στον περιορισμένο τελικά ρόλο της. Από όσα γνωρίζουμε, οι δομές της λαϊκής αυτοδιοίκησης δεν ήταν συγκρίσιμες με τις αντίστοιχες της Κατοχής και οι διατάξεις για αυτήν έμειναν εν πολλοίς νεκρό γράμμα. Η Λαϊκή Εθνοσυνέλευση δεν συγκλήθηκε ποτέ αφού δεν ήταν δυνατόν να γίνει αντίστοιχη κινητοποίηση με τις εκλογές για το Εθνικό Συμβούλιο του 1944. Οργανωμένη διοίκηση μπορούσε να σταθεί, από μια περίοδο και ύστερα μόνο στην ελεγχόμενη περιοχή των Πρεσπών, όπως μαρτυρίες πιστοποιούν.

Μια σημαντική εξαίρεση αποτέλεσε η Πελοπόννησος την άνοιξη του 1948. Η ανάπτυξη του Δημοκρατικού Στρατού στην περιοχή επέτρεψε αλλά και επέβαλλε τη δημιουργία διοικητικών δομών. Από την αρχή του χρόνου είχε φτάσει στην Πελοπόννησο μια αποστολή στελεχών για να αναλάβουν την ηγεσία του αγώνα, και ανάμεσά τους και εκπρόσωποι της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Εγκαταστάθηκε κυβερνητικός αντιπρόσωπος, τοποθετήθηκαν νομάρχες και έπαρχοι, λειτούργησε η λαϊκή αυτοδιοίκηση και συγκροτήθηκε Λαϊκή Πολιτοφυλακή με διοικήσεις, υποδιοικήσεις και τμήματα. Επίσης, δημιουργήθηκε διδασκαλείο για τη δημιουργία δασκάλων και σχολεία, ακόμη και παιδικές κατασκηνώσεις. Η τοπική κοινωνία ανταποκρίθηκε και υπήρξε αθρόα προσέλευση εθελοντών στο Δημοκρατικό Στρατό. Η καταστροφή του τελευταίου τον επόμενο χειμώνα έθεσε τέλος και στο διοικητικό πείραμα της Πελοποννήσου.[13]

Συμπερασματικά, η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση αποτέλεσε το αναγκαίο, τόσο για το εσωτερικό όσο και για το εξωτερικό, επιστέγασμα της πολεμικής προσπάθειας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Οργάνωσε, κατά το δυνατόν, την ελεγχόμενη από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας περιοχή, έγινε το βήμα για την προσπάθεια αναγνώρισης της επικράτειας αυτής από τον ανατολικό συνασπισμό και για την υλική ενίσχυση της πολεμικής προσπάθειας αλλά και για τις διπλωματικές προσπάθειες στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών. Αποτέλεσε ένα εργαλείο πολιτικής, σε μια περίοδο όπου αυτή ελάχιστα περιθώρια κινήσεων είχε πέρα από το ίδιο το πεδίο της στρατιωτικής αναμέτρησης. Και τελικά η τύχη της σφραγίστηκε από την έκβαση αυτής της τελευταίας.


Αρχεία - Πηγές

Επιμορφωτικό Κέντρο της ΚΕ του ΚΚΕ «Χαρίλαος Φλωράκης» - Εφημερίδα της Προσωρινής Κυβέρνησης

Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ, 6ος τόμος, 1945-1949, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1987.


Βιβλιογραφία

Ηλιού Φίλιππος, Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος. Η εμπλοκή του ΚΚΕ, Αθήνα: Θεμέλιο, 2004.

Κλόουζ Ντέιβιντ (επιμ.), Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος, 1943-1950. Μελέτες για την πόλωση, Αθήνα: Φιλίστωρ, 2000.

Μαργαρίτης Γιώργος, Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, 1946-1949, 2 τόμοι, Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2005.

Μαργαρίτης Γιώργος, «Τα παιδιά του εμφυλίου πολέμου», Ριζοσπάστης, Κυριακή 29 Μαρτίου 2009.

Μπάεφ Ιορντάν, Μια ματιά απ’ έξω. Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα. Διεθνείς διαστάσεις, Αθήνα: Φιλίστωρ, 1997.

Mazower Mark, Hitler’s Empire. Nazi Rule In Occupied Europe, Λονδίνο: Penguin Books, 2008

Skalidakis, Giannis (Jean-Marie) and Christos Giovanopoulos, "Greece, partisan resistance." The International Encyclopedia of Revolution and Protest. Ness, Immanuel (Ed). Λονδίνο: Blackwell Publishing, 2009.

Wieviorka Olivier and Tebinka Jacek, “Resisters: From Everyday Life to Counter-state”, in Robert Gildea, Olivier Wieviorka, Anette Warring (ed.), Surviving Hitler and Mussolini: Daily Life In Occupied Europe, King’s Lynn: Berg, 2007.



[1] Olivier Wieviorka and Jacek Tebinka, “Resisters: From Everyday Life to Counter-state”, in Robert Gildea, Olivier Wieviorka, Anette Warring (ed.), Surviving Hitler and Mussolini: Daily Life In Occupied Europe, King’s Lynn, Berg, 2007, σ. 168.

[2] Mark Mazower, Hitler’s Empire. Nazi Rule In Occupied Europe, Λονδίνο, Penguin Books, 2008, σ. 471-473.

[3] Mark Mazower, Hitler’s Empire. Nazi Rule In Occupied Europe, Λονδίνο, Penguin Books, 2008, σ. 488.

[4] Φίλιππος Ηλιού, Ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος. Η εμπλοκή του ΚΚΕ, Αθήνα: Θεμέλιο, 2004, σ. 133-135.

[5] Ανάμεσά τους ο Μ. Παρτσαλίδης γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ και μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ - υπεύθυνος για τη νόμιμη κομματική δουλιά, ο Μ. Παπαρήγας ΓΓ της ΓΣΕΕ, ο Ν. Αραμπατζής μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, τα μέλη της ΚΕ του ΕΑΜ Γαβριηλίδης, Λούλης, Κρητικάς, Πασαλίδης, ο αρχισυντάκτης του «Ριζοσπάστη» Χρ. Καβαφάκης κ.ά.

[6] Φίλιππος Ηλιού, ό.π., σ. 160.

[7] Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ, 6ος τόμος, 1945-1949, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1987, σ. 456-457.

[8] Ιορντάν Μπάεφ, Μια ματιά απ’ έξω. Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα. Διεθνείς διαστάσεις, Αθήνα: Φιλίστωρ, 1997, σ. 149-151.

[9] Η παρουσίαση των νόμων της ΠΔΚ στηρίζεται στη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Προσωρινής Κυβέρνησης, η οποία βρίσκεται σε ψηφιοποιημένη μορφή, στο Επιμορφωτικό Κέντρο «Χαρίλαος Φλωράκης».

[10] Ο όρος «λαϊκή εξουσία» δεν απαντάται στα επίσημα έγγραφα (πράξεις και αποφάσεις) της ΠΕΕΑ το 1944. Εκεί βρίσκουμε τον όρο «λαϊκή αυτοδιοίκηση» και αργότερα και «τοπική αυτοδιοίκηση».

[11] Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, 1946-1949, τόμος 1ος, Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2005, σ. 479.

[12] Γιώργος Μαργαρίτης, «Τα παιδιά του εμφυλίου πολέμου», Ριζοσπάστης, Κυριακή 29 Μαρτίου 2009.

[13] Γιώργος Μαργαρίτης, Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, 1946-1949, τόμος 1ος, Αθήνα: Βιβλιόραμα, 2005, σ. 575-580.