(Εισαγωγικό σημείωμα στο αφιέρωμα του περιοδικού Διάπλους στη δεκαετία 1940-1950, τεύχος 32)
Η δεκαετία του 1940 βρίσκεται στο επίκεντρο του ιστορικού ενδιαφέροντος τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια. Αυτό το ενδιαφέρον τόσο από την πλευρά των ερευνητών όσο και από αυτήν του ευρύτερου κοινού ανατροφοδοτεί την έρευνα και παράγει αποτέλεσμα: άνοιγμα αρχείων, συνέδρια και σεμινάρια, μεταπτυχιακές εργασίες και διατριβές, επιστημονικές εκδόσεις και συνθετικά έργα και επίσης αφιερώματα στον Τύπο, σχετικές συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, ντοκιμαντέρ και ταινίες που βρίσκουν το δρόμο τους με επιτυχία στον κινηματογράφο. Γιατί όλα αυτά; Μια αρχική απάντηση είναι περίπου αυτονόητη πρόκειται για την πιο πλούσια σε γεγονότα δεκαετία στην ιστορία της χώρας τον 20ο αιώνα, δεκαετία που καθόρισε τη μετέπειτα διαμόρφωση της χώρας και της κοινωνίας. Καθόρισε τη θέση της στον κόσμο και τις σχέσεις της με το διεθνή περίγυρο, τις πολιτικές της δυνάμεις και την πολιτική στάση της κοινωνίας, τις κυρίαρχες ιδεολογίες και νοοτροπίες, τον τρόπο που ζούμε με δυο λόγια. Και αν βρισκόμαστε σε μια παρατεταμένη αλλά και επιταχυνόμενη φάση τέλους της μεταπολίτευσης –της περιόδου δηλαδή που διαδέχτηκε το μετεμφυλιακό κράτος έκτακτης ανάγκης– το ενδιαφέρον για τη δεκαετία του ’40, έστω και παραλλαγμένο, παραμένει.
Η δεκαετία αυτή και ο εμφύλιος ειδικότερα είναι σε στενή συνύφανση με την πολιτική ζωή της χώρας. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε σε αυτό το σημείο. Άνθρωποι που συμμετείχαν σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό στα γεγονότα της περιόδου έγραψαν και κατέθεσαν μαρτυρίες επιζητώντας σε μεγάλο βαθμό τη δικαίωση των επιλογών τους τότε αλλά, σημαντικό αυτό, και αργότερα. Εκατοντάδες, μπορεί και χιλιάδες, βιβλία με αναμνήσεις, μαρτυρίες, απομνημονεύματα, λογοτεχνήματα. Όσα αφορούσαν την περίοδο της Κατοχής εμφανίστηκαν αμέσως μετά από αυτήν και ξανά τη δεκαετία του ’60 με δηλωμένο σκοπό από την πλευρά της Αριστεράς την προβολή και αποκατάσταση της ιστορίας της Εθνικής Αντίστασης. Όσα αφορούσαν τον εμφύλιο έπρεπε να περιμένουν τη δεκαετία του ’70 και ακόμη αργότερα, μέχρι την επίσημη συμφιλίωση του 1989 για να μπορέσουν να μας πουν την ιστορία τους. Το ίδιο ίσχυε και για την στάση της επίσημης τουλάχιστον Αριστεράς και ειδικά του ΚΚΕ, που πολύ αργά άρχισε να προβάλει την ιστορία του Δημοκρατικού Στρατού.
Μια χρονικά αντίστοιχα διαδικασία ακολούθησε και η ιστορική έρευνα που, δεσμευμένη από τις απαιτήσεις μιας επιστημονικής προσέγγισης, έπρεπε να περιμένει ωσότου ανοίξουν σημαντικά αρχεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό και τεθούν οι βάσεις από πρωτοπόρους ιστορικούς ώστε να αρχίσει μια μεθοδική έρευνα της περιόδου. Όπως ήταν εν πολλοίς φυσιολογικό, η έρευνα άρχισε από την πραγματολογική τεκμηρίωση των βασικών γεγονότων και τη συσχέτισή τους. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε αναγκαστικά από το πεδίο της κεντρικής πολιτικής και επίσης, λόγω και της διαθεσιμότητας των βρετανικών αρχείων, από αυτό της διπλωματίας και της βρετανικής ανάμιξης στα γεγονότα. Ήδη από αυτό το σημείο, η ιστοριογραφία αρχίζει να σχηματίζει ένα αποδεκτό πλαίσιο των γεγονότων και η ιστορική ερμηνεία σπρώχνει στο περιθώριο τα αντικομμουνιστικά και ψυχροπολεμικά στερεότυπα που κυριαρχούσαν ως τότε για την περίοδο, με κορωνίδα την περίφημη θεωρία των «τριών γύρων» για τη βίαιη επικράτηση του ΚΚΕ. Χαρακτηριστικό αποτέλεσμα των πρώτων προσεγγίσεων ήταν το κλασικό πια έργο «Η Ελλάδα στη δεκαετία 1940-1950. Ένα έθνος σε κρίση» (Θεμέλιο, 1984) με τη συμβολή σειράς σημαντικών ιστορικών.
Η συνεχιζόμενη έκδοση μαρτυριών σε συνδυασμό με το άνοιγμα αρχείων άρχισε να προσελκύει ερευνητές προς την περίοδο, καθώς μάλιστα υπήρχε μεγάλη ανταπόκριση από την πλευρά της κοινωνίας, μιας κοινωνίας που είχε ακούσει για την περίοδο και ειδικά για τον εμφύλιο, γεγονότα μυθοποιημένα ή δαιμονοποιημένα, και που ζούσε ακόμα, ειδικά στην επαρχία, το πολιτικό και βαθιά κοινωνικό ταμπού του εμφυλίου. Πληθώρα έργων πιο συνθετικών εμφανίστηκαν και από τους πρωταγωνιστές της περιόδου από την πλευρά της Αριστεράς φωτίζοντας πολλές πτυχές της ιστορίας∙ Ιωαννίδης, Μπαρτζιώτας, Ρούσος, Χατζής, Βαφειάδης, Παρτσαλίδης, κ.ά. έγραψαν και μίλησαν για την περίοδο. Σημαντικά ιστορικά έργα εκδόθηκαν λίγο μετά όπως το «Στέμμα και Σβάστικα» του Χάγκεν Φλάισερ και «Στην Ελλάδα του Χίτλερ» του Μαρκ Μαζάουερ. Πρακτικά σημαντικών συνεδρίων εκδόθηκαν επίσης δίνοντας άλλη διάσταση στη μελέτη και στη διάδοση της ιστορίας της περιόδου. Το άνοιγμα μέρους του αρχείου του ΚΚΕ από τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) το 1992, η έκδοση μέρους των αρχείων της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού αλλά και η πρόσβαση στα αρχεία ανατολικών χωρών άνοιξαν άλλες προοπτικές και για την περίοδο του εμφυλίου. Συνάμα, με την αθόρυβη εργασία πολλών αρχειονόμων, άρχισαν να εμφανίζονται πολύ σημαντικά τοπικά αρχεία σε κάθε γωνιά της χώρας, κυρίως μέσα από τα κατά τόπους Γενικά Αρχεία του Κράτους.
Το 2000 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα το δίτομο έργο του Γιώργου Μαργαρίτη «Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-1949», ένα έργο σύνθεσης που μας έδωσε μια συνεκτική εικόνα του τι συνέβη, τι ήταν ο ελληνικός εμφύλιος και πως τοποθετείται μέσα στην ευρύτερη περίοδο, από τα κληροδοτήματα της Κατοχής μέχρι την αντανάκλαση του στο μετέπειτα κράτος έκτακτης ανάγκης. Κυρίως μας έδωσε την υλικότητα του εμφυλίου, τις μάχες που τον καθιστούσαν ένα πραγματικό και πολύ αιματηρό πόλεμο μέσα και από τα στρατιωτικά αρχεία αλλά επίσης μας περίγραψε τις επιπτώσεις του σε μια εμπόλεμη ουσιαστικά κοινωνία, τους πρόσφυγες και τα παιδιά του Εμφυλίου, τη Μακρόνησο, τα στρατόπεδα και τις φυλακές, τον σκοτεινό κόσμο των νικητών, σύμφωνα με τον ίδιο. Ο ίδιος συγγραφέας με το προγενέστερο βιβλίο του «Από την ήττα στην εξέγερση» (ο Πολίτης, 1993) είχε ανοίξει το δρόμο για μια κοινωνική ιστορία και της πρώτης κατοχικής περιόδου.
Από τη δεκαετία λοιπόν του 2000 άρχισε μια νέα φάση έρευνας για την δεκαετία του ’40 που ξεπερνούσε την πολιτική και διπλωματική ιστορία, την ιστορία των κομμάτων και των πρωταγωνιστικών πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα και το εξωτερικό και στρεφόταν προς μια οικονομική και κοινωνική διάσταση της περιόδου, που στις ευτυχέστερες στιγμές της συμπλήρωνε και ερμήνευε την πορεία των γεγονότων. Πολλά και σημαντικά ζητήματα άρχισαν να γίνονται αντικείμενο έρευνας και είναι ακόμη ανοιχτά δείχνοντας ότι παρά την φαινομενική πληθώρα μικρών και μεγάλων έργων, η περίοδος αυτή έχει πολλά ακόμη να αποκαλύψει για την πολυεπίπεδη επίδρασή της στην μετέπειτα εξέλιξη της κοινωνίας και της χώρας. Ζητήματα όπως οι αλλαγές που επέφεραν η Κατοχή και ο Εμφύλιος στην κοινωνική διαστρωμάτωση, η πορεία ανασυγκρότησης της χώρας, η έκταση του οικονομικού δωσιλογισμού και η εν γένει οικονομία της Κατοχής. Ακόμη το ζήτημα της ξένης βοήθειας και στις δύο περιόδους και η διαχείρισή της, η στάση κοινωνικών στρωμάτων αλλά και μερίδων όπως οι μειονότητες. Τεραστίων διαστάσεων κοινωνικές ανακατατάξεις, όπως η μετακίνηση πληθυσμών, η είσοδος στο ιστορικό προσκήνιο της νεολαίας και των γυναικών, ο οικονομικός και πολιτικός διαχωρισμός των πόλεων από την ύπαιθρο. Όλα αυτά και άλλα ακόμη ζητούν την σε βάθος ανάλυση και ερμηνεία τους.
Η εντατική ενασχόληση με την περίοδο που οδήγησε σε πλήθος συνεδρίων και συναντήσεων και αντίστοιχα σε αφιερώματα στον Τύπο σε κάθε επέτειο και όχι μόνο, αναπόφευκτα οδήγησε και σε μια καμπή και σε μια επανάληψη γύρω από το ένα ή το άλλο ζήτημα ενώ μπλέχτηκε και σε μια ανανεούμενη αντιπαράθεση γύρω από το τι είναι νέο και τι όχι, τι είναι επιστημονικό και τι ιδεολογικό, με επίκεντρο μια εγχώρια παραλλαγή αναθεώρησης της ιστορίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που αναπόφευκτα στην Ελλάδα λίγο-πολύ αναπαρήγαγε τον μετεμφυλιακό λόγο των νικητών. Και από αυτό το γεγονός φαίνεται η επίδραση των διακυβευμάτων της δεκαετίας του ’40 στη σημερινή πολιτική πραγματικότητα και πως η διαμάχη για την ιστορική ερμηνεία της πρώτης ουσιαστικά αφορά και την πάλη των ιδεών για το σήμερα.
Δεν θα πρωτοτυπήσουμε αν πούμε, ότι σε συνθήκες άμβλυνσης των ιδεολογικών σταθερών (μετά και το εικοσάχρονο ’89) και ορατής διάψευσης του «τέλους της ιστορίας» από τη συνεχή επιδείνωση των όρων ζωής των ανθρώπων, το παρελθόν αποτελεί και πάλι την πηγή άντλησης παραδείγματος, προσανατολισμού και κυρίως ταυτότητας. Για το λόγο αυτό, η ιστορία «πουλάει» και, φυσικά, γίνεται πεδίο αντιπαράθεσης αντιμαχόμενων πολιτικών, που ψάχνουν σε αυτήν την επιβεβαίωσή τους.
Αξίζει τον κόπο να τονιστεί εδώ η σχέση της Αριστεράς με την ιστορία της περιόδου αλλά και γενικότερα. Σε πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν, η ιστορία της ίδιας της Αριστεράς και του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος χρησιμοποιήθηκε από τους φορείς της για να δικαιολογηθούν ή να εξορκιστούν μεταγενέστερες πολιτικές επιλογές σε δύσκολες εποχές. Οι πολιτικές συνθήκες με τη μεταπολίτευση οδήγησαν σε ένα «κοινωνικό συμβόλαιο», που σε συνδυασμό με την έκρηξη μαρτυριών για την περίοδο και την αρχή της ιστορικής έρευνας, επέτρεψαν μια ιστορική επιβεβαίωση και δικαίωση των αγώνων της Αριστεράς. Οι σημερινές συνθήκες, διεθνείς και εγχώριες, επιβάλουν την αναίρεση αυτής της κατεύθυνσης. Οι σύγχρονοι ιδεολογικοί μηχανισμοί προσπαθούν να «καταλάβουν» το χώρο της ιστορίας ώστε, για άλλη μια φορά, να εμφανίσουν το σήμερα σαν τον «καλύτερο δυνατό κόσμο».
Η ιστορία περιόδων όπως η δεκαετία του ’40, που σημαδεύτηκαν από μεγάλους κοινωνικούς αγώνες και το όραμα της κοινωνικής αλλαγής, αποδομείται, «μερικοποιείται» σε μια δήθεν επιστημονική και αντικειμενική θεώρηση που θάβει τα συμπεράσματα και την ερμηνεία των ιστορικών πράξεων μέσα σε τόνους στοιχείων και αριθμών, σε έναν «θόρυβο» χωρίς νόημα. Υποστηρίζουμε ότι η σύνθεση των αποτελεσμάτων της ιστορικής έρευνας συνεχίζει να επιβεβαιώνει τις οικονομικές και κοινωνικές αιτίες των ιστορικών γεγονότων και μας καλεί να τις αναδείξουμε. Η Αριστερά δεν πρέπει να φοβάται την ιστορία και την έρευνα αυτής. Δεν πρέπει να αρκεστεί σε αυτά που «ξέρει», σε εκδοχές τραγωδίας ή μυθολογίας, σε εξιστορήσεις ηρωισμών και προδοσιών. Η ιστορική έρευνα είναι σύμμαχός της. Η εμβάθυνση στις κοινωνικές και οικονομικές διαστάσεις των ιστορικών γεγονότων επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα της Αριστεράς, της υπεράσπισης των καταπιεσμένων και επίσης αναδεικνύει την αξία και ισχύ των ιστορικών κατηγοριών του μαρξισμού. Μια Αριστερά που φιλοδοξεί να αλλάξει τους συσχετισμούς στο πολιτικό πεδίο και να εκφράσει την κοινωνία, οφείλει και μπορεί να προβάλει και να υπερασπίσει το ρόλο της σε όλα τα επίπεδα αντί να είναι αμυντική, μεμψίμοιρη έως ενοχική, απέναντι σε εκδοχές, που πατώντας στην ιστορική άγνοια των πολλών, την παρουσιάζουν ως υπεύθυνη για μύρια όσα περασμένα, προσπαθώντας βασικά να την ακυρώσουν στο σήμερα.
Με αυτήν την αντίληψη και ο Διάπλους επέλεξε να κάνει ένα αφιέρωμα στη δεκαετία του ’40 με έμφαση στη μετακατοχική περίοδο και να προβάλει ορισμένες σημαντικές όψεις του (πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές) που συμβάλουν στην ευρύτερη γνώση της περιόδου. Φυσικά δεν πρόκειται για μια εξαντλητική διαπραγμάτευση, δεν έχει το περιοδικό τέτοια ευχέρεια ούτε προσανατολισμό, αλλά θεωρούμε ότι είναι μια συμβολή για να φέρει σε επαφή τους αναγνώστες του με τα τελευταία συμπεράσματα σημαντικών ερευνητών σε ενδιαφέροντα ζητήματα.
Ο Γιώργος Μαργαρίτης, στον οποίο αναφερθήκαμε και παραπάνω για την Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου, μας μιλάει για μια ιστορία προγενέστερη αλλά και μεταγενέστερη του κυρίως εμφυλίου, για την ένοπλη Αντίσταση στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα συμπεράσματα που έβγαλαν για αυτήν οι αμερικανοί στρατιωτικοί ενόψει της Κορέας, του Βιετνάμ αλλά ακόμα και της εμπλοκής του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία! Βασικό τους συμπέρασμα, η αδυναμία των δυνάμεων του Άξονα να νικήσουν την ένοπλη Αντίσταση σε έναν αντάρτικο πόλεμο. Τέτοιου είδους δυσκολίες θα συναντούσε και η καθυπόταξη του Δημοκρατικού Στρατού. Ο Γιώργος Μαργαρίτης συνεχίζοντας την ενασχόλησή του με τη στρατιωτική ιστορία, πάντα γόνιμα συνδεδεμένη με το γενικότερο πλαίσιο, μας έδωσε πρόσφατα ένα ακόμη σημαντικό έργο από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα, την «Προαγγελία θυελλωδών ανέμων…», όπου εξιστορεί τον ελληνοϊταλικό πόλεμο στην Αλβανία αλλά και την πρώτη περίοδο της Κατοχής στη χώρα μέχρι το τέλος του 1942.
Η Τασούλα Βερβενιώτη, στο άρθρο της αναδεικνύει την πτυχή των έγκλειστων ανήλικων την περίοδο του εμφυλίου, στις φυλακές, στα στρατόπεδα, στη Μακρόνησο και τη Γυάρο. Επίσης την εμπλοκή των ανήλικων στον εμφύλιο και στις δυο εμπόλεμες πλευρές. Συνδέει την εισβολή των ανήλικων στο προσκήνιο με τις κρίσιμες, επαναστατικές θα λέγαμε, περιόδους της ιστορίας και περιγράφει αναλυτικά τις συνθήκες εγκλεισμού αλλά και τις αντιδράσεις των ανήλικων στις διάφορες φυλακές και στρατόπεδα. Η ίδια ιστορικός μας έδωσε φέτος ένα σημαντικό έργο από τις εκδόσεις Μέλισσα με τίτλο «Αναπαραστάσεις της Ιστορίας. Η δεκαετία του 1940 μέσα από τα αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού» με σημαντικό αρχειακό υλικό, κειμενικό και φωτογραφικό από τον οργανισμό που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη χώρα σε όλη τη δεκαετία. Και σε αυτό το έργο οι παιδικές μορφές είναι κυρίαρχες καθώς μας φέρνουν με έναν ιδιαίτερο τρόπο αντιμέτωπους με την συνταρακτική αυτή περίοδο.
Ο Γιώργος Σταθάκης μας παρουσιάζει μια βασική παράμετρο της ιστορίας του δεύτερου μισού της δεκαετίας του ’40, της αμερικανικής βοήθειας στην Ελλάδα μέσω του δόγματος Τρούμαν και του σχεδίου Μάρσαλ. Το θέμα έχει διαπραγματευτεί ο ίδιος διεξοδικά στο ομώνυμο βιβλίο του («Το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ»), που εκδόθηκε το 2004 από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα. Εργασίες νεότερων ιστορικών συμπληρώνουν το αφιέρωμα αυτό: η Βασιλική Λάζου παρουσιάζει τις πληθυσμιακές μετακινήσεις που έλαβαν χώρα εξαιτίας του εμφυλίου, ο Ραϋμόνδος Αλβανός την εθνική διάσταση του λόγου των αντίπαλων παρατάξεων του εμφυλίου, η Δήμητρα Λαμπροπούλου τον πολιτικό εγκλεισμό ως προϋπόθεση της ανασυγκρότησης του κράτους και υποταγής της κοινωνίας. Τέλος, ο παλαίμαχος αγωνιστής και ερευνητής Δημήτρης Λιβιεράτος, σε συνέντευξή του στον Πέτρο Ψαρρέα, φωτίζει τη δράση της εργατικής τάξης μέσα από το οργανωμένο συνδικαλιστικό της κίνημα.
Η έρευνα καταξιωμένων και νεότερων ερευνητών για την περίοδο αυτή συνεχίζεται δίνοντας μας σημαντικά αποτελέσματα την τελευταία περίοδο. Ενδιαφέρουσα και επιτυχημένη ήταν κατά γενική ομολογία η συνάντηση κοινωνικής ιστορίας με γενικό τίτλο «Δεκαετία 1940: Η εποχή των ρήξεων» που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στις 16-17 Ιανουαρίου. Επίσης πρόσφατα κυκλοφόρησαν οι τόμοι της Ιστορίας της Ελλάδας του 20ού αιώνα για την περίοδο της κατοχής (Γ1 & Γ2) και του εμφυλίου (Δ1 & Δ2), με σημαντικές συνεισφορές. Στο μέτρο που του αναλογεί, ελπίζουμε το αφιέρωμά μας να συμβάλει στη γνώση και στο διάλογο για την περίοδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου