Νίκος Βαφέας, Από τον
Ληστή στον Αντάρτη. Τα ένοπλα
κινήματα των Γιαγάδων στη Σάμο (1914-1925), Αθήνα, εκδόσεις νήσος, 2012.
Πολλά βιβλία
διαθέτουν έναν εντυπωσιακό τίτλο αλλά η θεματική τους περιορίζεται στον
υπότιτλο – στο βιβλίο του Νίκου Βαφέα αυτό δεν ισχύει: εκκινώντας από μια
πλήρως τεκμηριωμένη ιστορική σύνθεση των γεγονότων της Σάμου στην περίοδο
1914-1925 («τα Γιαγαδικά»), και μέσω της μεθόδου της ιστορικής και πολιτικής κοινωνιολογίας,
θέτει και φωτίζει το ερώτημα του κυρίως τίτλου: πώς ο ληστής γίνεται αντάρτης;
Αξιοποιώντας την
περίπτωση των ένοπλων κινημάτων της Σάμου, τα οποία έχει ερευνήσει σε βάθος, ο
συγγραφέας συνομιλεί με τη διεθνή εργογραφία για το φαινόμενο της ληστείας, ως
μορφή κοινωνικής αντίστασης των αγροτικών κοινωνικών «κατά τη μετάβασή τους
προς σύγχρονες μορφές κοινωνικής και πολιτικής συγκρότησης» και ειδικά με το
έργο του Έρικ Χομπσμπάουμ για την πρωτόγονη ή αρχαϊκή επανάσταση (primitive
rebellion).
Πιο συγκεκριμένα, ο
Βαφέας πραγματεύεται τους κοινωνικούς μηχανισμούς μετατροπής των ατομικών
δράσεων σε συλλογικά κινήματα και τους όρους μετασχηματισμού μιας μορφής
«πρωτόγονης» κοινωνικής ανταρσίας σε πιο νεωτερική μορφή κοινωνικής
διαμαρτυρίας. Και επίσης ερευνά ένα πιο γενικό ερώτημα: ποια είναι η διαδικασία
πολιτικοποίησης των αγροτικών πληθυσμών μιας νεοσύστατης εθνικής επικράτειας;
Εκτός από την «άνωθεν» ενσωμάτωσή τους στους νεωτερικούς θεσμούς του
έθνους-κράτους, αυτή η διαδικασία καθορίζεται από τη συμμετοχή τους σε μορφές
συλλογικής δράσης που, όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας, «περισσότερο αμφισβητούν
παρά καταφάσκουν τη διαδικασία εγκαθίδρυσης του σύγχρονου αστικού κράτους».
Μέσα σε μόλις 186
σελίδες, ο Βαφέας καταφέρνει να στήσει 5 κεφάλαια, όπου με συμπυκνωμένο αλλά
και ευδιάκριτο τρόπο μας εντάσσει στην προβληματική του ξεδιπλώνοντας
ταυτόχρονα τη συναρπαστική ιστορία των αδελφών Γιαγά μέσα από τις περιπέτειες
της πρώτης περιόδου ενσωμάτωσης του νησιού στο ελληνικό κράτος.
Το πρώτο κεφάλαιο μας
εισάγει στη μακρά ιστορία του νησιού, από την οθωμανική κυριαρχία και την
περίοδο της Σαμιακής Ηγεμονίας στο ελληνικό κράτος. Παρουσιάζεται μια εξίσου
μακρά «παράδοση ανταρσίας» που συνυπάρχει με μια μακρά παράδοση πολιτικής
αυτοδιοίκησης και «αυτονομίας» μέχρι την τομή του 1912 και την ενσωμάτωση του
νησιού στην Ελλάδα. Μια ενσωμάτωση που θα μετατρέψει τη Σάμο σε ένα ακριτικό
νησί αποκόπτοντάς την από την απέναντι ακτή, που βρίσκεται περίπου ένα μίλι
μακριά, και ανατρέποντας τις οικονομικές ισορροπίες. Μια σειρά νομοθετικών
μέτρων που εγκαθιδρύουν το κρατικό μονοπώλιο διαχείρισης της βίας, όπως ο Νόμος
περί Στρατολογίας και ο Νόμος περί Ληστείας, μέσα στο 1914, θα προκαλέσουν την
τοπική αντίδραση που θα είναι και η αρχή των κινημάτων που θα χρωματίσουν την
επόμενη δεκαετία. Σύμβολο τους θα γίνουν οι αδελφοί Γιαγά από το Μαραθόκαμπο, ο
Γιάννης και ο Κώστας, ο Γιώργος και ο Κίμωνας. Οι εμπειρίες τους, μέσα από τη
μετανάστευση, και η μόρφωσή τους θα τους επιτρέψουν να διαδραματίσουν ξεχωριστό
ρόλο σε αυτή τη συγκρουσιακή διαδικασία εθνικοποίησης και ριζοσπαστικοποίησης
της σαμιακής κοινωνίας και ειδικά του προσφυγικού στοιχείου που είχε συρρεύσει
στο νησί και ενός όχι ευκαταφρόνητου ντόπιου προλεταριάτου, που είχε
συγκροτηθεί από την εκβιομηχάνιση των αστικών κέντρων.
Στο δεύτερο
κεφάλαιο, ο συγγραφέας μας εξιστορεί τα τέσσερα βασικά επεισόδια των «Γιαγαδικών»,
και υποδεικνύει το σταδιακό μετασχηματισμό τους από ατομική υπόθεση των
πρωταγωνιστών σε συλλογική δράση που θα αποκτήσει πολιτικό περιεχόμενο και θα
συναντηθεί με τις γενικότερες πολιτικές συγκρούσεις της περιόδου. Τα κινήματα
αυτά που θα εκτυλιχτούν το 1914, 1916, 1922 και 1925 θα συναντηθούν με το
κίνημα της Εθνικής Άμυνας και τον Εθνικό Διχασμό, με την Μικρασιατική
Καταστροφή και την επαναστατική κυβέρνηση Πλαστήρα-Γονατά αλλά και με το
πραξικόπημα Πάγκαλου.
Στο τρίτο
κεφάλαιο, ο συγγραφέας θα περάσει στην ανάλυση των μηχανισμών μετασχηματισμού
της συλλογικής δράσης, την απομάκρυνση της από τις παραδοσιακές κοινωνικές
δομές και την εξοικείωση με νεωτερικές μορφές δράσης που αφορά και τη χρήση
ενός δημόσιου λόγου που πολιτικοποιείται και πολιτικοποιεί ακροβατώντας ανάμεσα
στο παρελθόν της αυτονομίας και στο παρόν του Εθνικού Διχασμού. Το επόμενο –τέταρτο–
κεφάλαιο ασχολείται ακριβώς με την κοινωνιολογική ανάλυση αυτού του πολιτικού
λόγου, τον μετεωρισμό του λόγου αυτού ανάμεσα στη νοσταλγία ενός επινοημένου
ιδανικού παρελθόντος της «αυτονομίας» και στην προσπάθεια ένταξης στις
υπάρχουσες πολιτικές αντιθέσεις –το τελευταίο μέσω της εκπροσώπησης της
αντιβενιζελικής παράταξης, στη βάση της ιδεολογίας του «Κωνσταντινισμού» και
της «αντεπανάστασης».
Το πέμπτο και
τελευταίο κεφάλαιο, εν είδει επιλόγου, ανιχνεύει την επίδραση των κινημάτων
στην μετέπειτα μεσοπολεμική ιστορία του νησιού και βασικά τη συνάντηση των
πρωταγωνιστών αλλά κυρίως σημαντικού μέρους των υπόλοιπων συμμετεχόντων στα
κινήματα αυτά με το νεοσύστατο κομμουνιστικό κίνημα. Είναι βαρύνουσας σημασίας
η ανάδειξη της σύνδεσης των «αρχαϊκών» κινημάτων με την κοινωνική
ριζοσπαστικοποίηση, μέσω βαθύτερων κοινωνικών και πολιτικών μηχανισμών, που
ξεπερνούν τις συνειδητές επιλογές των υποκειμένων. Μια υποδειγματική ιστορική
έρευνα της κοινωνικής σύνθεσης της «βάσης» των κινημάτων και της εκλογικής
γεωγραφίας της σαμιακής μεσοπολεμικού ψήφου, καταδεικνύει τους δρόμους
μετασχηματισμού του κοινωνικού ριζοσπαστισμού από την παραδοσιακή κοινωνική
ανταρσία στο νεωτερικό κομμουνιστικό κίνημα.
Η απήχηση του βιβλίου του Νίκου Βαφέα καταδεικνύει το
ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού για μελέτες με ευρύτερη ερμηνευτική αξία,
που συνδυάζουν τη μετάδοση ιστορικών γνώσεων με την παροχή εργαλείων για την
κατανόηση των μηχανισμών λειτουργίας και αλλαγής της κοινωνίας. Και επίσης
αποδεικνύει -παρά τα ειωθότα- πως σημαντικά έργα δεν χρειάζεται να είναι ογκώδη
ως απόδειξη της επιστημοσύνης τους.
Γιάννης Σκαλιδάκης
Βιβλιοπαρουσίαση που δημοσιεύτηκε στο ένθετο "Δρόμοι της
Ιστορίας", με την εφημερίδα Δρόμος, στις 8 Δεκεμβρίου 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου